Στο σωσίβιο του κράτους κατέφυγαν οι ΗΠΑ για να σωθούν από την κατάρρευση και την καταστροφή
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
Έχουν περάσει ήδη 15 μήνες από την τυπική έναρξη της κρίσης. Αμέτρητες αναλύσεις έχουν δημοσιευτεί για την έκταση και τις επιπτώσεις της, για το πότε και πώς θα ξεπεραστεί, προκειμένου να δώσει τη θέση της σε μια νέα περίοδο ευφορίας. Όμως, οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών ήταν τόσο ραγδαίες και συγκλονιστικές, ώστε έστειλαν στον κάλαθο των αχρήστων όλα τα οικονομικά-μαθηματικά μοντέλα πρόβλεψης, φέρνοντας την πολιτική ξανά στο τιμόνι.
Το σύστημα «έφτασε στο χείλος της ολοκληρωτικής καταστροφής», όπως δήλωσε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς κορυφαίος τραπεζίτης της Ευρώπης. Στις ΗΠΑ, που κινδυνεύουν άμεσα με οικονομική ασφυξία, σήμανε κόκκινος συναγερμός. «Η κυβέρνηση της ηγέτιδας δύναμης του καπιταλιστικού κόσμου βρέθηκε στο κέντρο του ανεμοστρόβιλου της πιο καπιταλιστικής βιομηχανίας της. Ήδη μάλιστα, δείχνει να έχει ξεπεράσει τα όριά της», έγραψε την Παρασκευή το περιοδικό Εκόνομιστ.
Έτσι, μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες αντιστροφής των εξελίξεων, Λευκός Οίκος και Γουόλ Στριτ κατέφυγαν στο σχέδιο έκτακτης ανάγκης – στην τελευταία, ουσιαστικά, γραμμή άμυνας πριν από το γενικευμένο κραχ: Ανακοίνωσαν ότι προωθούν νομοθετική ρύθμιση, βάσει της οποίας το κράτος αναλαμβάνει να εγγυηθεί όλα τα «τοξικά χρεόγραφα» που κυκλοφορούν στις αμερικανικές αγορές. Δηλαδή, όλα εκείνα τα χρηματιστηριακά προϊόντα που είχαν πρακτικά απαξιωθεί και δεν υπήρχε καμία απολύτως περίπτωση να καλυφθούν μέσω των χρηματιστηριακών συναλλαγών.
Τη θέση του «αόρατου χεριού της αγοράς», που επικαλούνταν πριν από ενάμιση περίπου αιώνα ο Άνταμ Σμιθ, έχει πάρει πλέον για τα καλά το απολύτως ορατό και στιβαρό χέρι του κράτους – του πιο ισχυρού, όπως περίτρανα αποδεικνύεται, πυλώνα του παγκόσμιου καπιταλιστικού οικοδομήματος.
Πράγματι, σε μια περίοδο που στην Ελλάδα ξεπουλιέται η δημόσια περιουσία στο ιδιωτικό κεφάλαιο, με τη δικαιολογία της «ελεύθερης αγοράς», στις ΗΠΑ η ακραία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μπους «εθνικοποιεί την οικονομία ταχύτερα και από τον Τσάβες», όπως γράφει ο Εκόνομιστ. Την ώρα που ο θλιβερός Χατζηδάκης και οι υπάλληλοι της Κομισιόν χαρακτηρίζουν τα 850 εκατομμύρια ευρώ που δόθηκαν στην Ολυμπιακή (σύμφωνα με ισχυρισμούς τους) ως «μη αποδεκτή στρέβλωση των κανόνων του ανταγωνισμού», το αμερικανικό κράτος έχει ήδη δώσει πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια (ποσό πενταπλάσιο του ελληνικού ΑΕΠ) για να σώσουν από την καταστροφή τους πρωταγωνιστές του «καπιταλισμού-καζίνο», όπως ονόμασε το σύστημα ακόμη και ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων Τζον Μακέιν.
Είναι, πάντως, αλήθεια ότι στις ΗΠΑ δεν είχαν άλλη επιλογή. Η επί χρόνια αχαλίνωτη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, που είχε στόχο να (υπερ)καλύψει τη συνεχή μείωση του ποσοστού κέρδους για το κεφάλαιο από τις παραδοσιακές, παραγωγικές του δραστηριότητες, είχε δημιουργήσει μια φούσκα άνευ προηγουμένου, με τις ευλογίες του Άλαν Γκρίνσπαν. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι μέσα σε 25 χρόνια, από τις αρχές δηλαδή της δεκαετίας του ’80 μέχρι πρόσφατα, το μερίδιο του χρηματοοικονομικού κλάδου στο σύνολο των επιχειρηματικών κερδών των αμερικανικών επιχειρήσεων είχε εκτιναχθεί στο 40%!
Το «κλειδί» βρίσκεται στην κατανάλωση. Εκατομμύρια Αμερικανοί, ειδικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την μονοκρατορία των ΗΠΑ, ζούσαν τον δικό τους χρυσό αιώνα της αφθονίας. Οι τράπεζες τους προσέφεραν αφειδώς κεφάλαια για να αποκτήσουν οτιδήποτε λαχταρούσαν, φαντάζονταν ή απαιτούσε η κοινωνική τους θέση. Ακόμη και μετά την 11η Σεπτεμβρίου, που γκρέμισε το θεώρημα της «άτρωτης χώρας», η καταναλωτική μανία έδειχνε να μένει ανέγγιχτη από κάθε κρίση στον υπόλοιπο κόσμο.
Η ιστορία των στεγαστικών δανείων, που αποτέλεσαν την αφορμή για να σπάσει η φούσκα, είναι άκρως αποκαλυπτική. Τις περασμένες δεκαετίες, κυριολεκτικά ο κάθε πικραμένος νόμιζε ότι μπορούσε να αποκτήσει μια βίλα αξίας πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ή ακόμη και εκατομμυρίων δολαρίων, απλώς με ένα τηλεφώνημα στην πιο κοντινή τράπεζα. Κι αυτή του το χορηγούσε ευχαρίστως, μετατρέποντας αυτομάτως τα δάνεια σε ομόλογα και άλλα σύνθετα χρεόγραφα, τα οποία μεταπωλούσε στις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Το μέλλον δεν ένοιαζε κανέναν, γιατί ήταν σίγουρος ότι το «αμερικανικό όνειρο» δεν θα πεθάνει ποτέ.
Επειδή, όμως, όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος, έφτασε η στιγμή που η διαρκής συμπίεση των πραγματικών εισοδημάτων οδήγησε εκατομμύρια Αμερικανούς να δηλώσουν αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Οι τράπεζες άρχισαν να ψάχνουν απεγνωσμένα τρόπους να κλείσουν τις τρομακτικές μαύρες τρύπες που είχαν δημιουργηθεί, διαγράφοντας συνεχώς χρέη.
Το κράτος έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αποφύγει τα χειρότερα. Μόνο για την διάσωση των δίδυμων πύργων της στεγαστικής πίστης, Φάνι Μάε και Φρέντι Μακ – που ήλεγχαν χρεόγραφα αξίας 5,5 τρισεκ. δολαρίων με κεφαλαιοποίηση μόλις πάνω από 100 δισεκ! – έδωσε περίπου 200 δισεκ. δολάρια.
Άλλα 85 δισεκ. δαπανήθηκαν για την εθνικοποίηση της AIG, της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρίας του κόσμου, η μετοχή της οποίας είχε κατρακυλήσει από τα 56,30 δολάρια τον Ιανουάριο στα 2 δολάρια! Στο τέλος και αφού το πείραμα της χρεοκοπίας της επενδυτικής τράπεζας Λίμαν Μπράδερς έδειξε να δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα, λήφθηκε το ύστατο μέτρο: Απεριόριστη χορήγηση πιστώσεων και εγγυήσεων, με χρήματα των αμερικανών εργαζομένων, οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα εις διπλούν.
Αυτή η κρίση, παρ’ όλο που το επίκεντρό της βρισκόταν στις ΗΠΑ, είχε παγκόσμιες διαστάσεις. Η πλήρης ελευθερία στην κίνηση κεφαλαίων και τη δράση των κερδοσκόπων είχε ως αποτέλεσμα τα «τοξικά απόβλητα» του αμερικανικού καπιταλισμού να μολύνουν όλο τον κόσμο, πολλαπλασιάζοντας εκθετικά τα ναρκοπέδια που έχει δημιουργήσει η απελευθέρωση των αγορών και η δίψα για εύκολο κέρδος στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, τη Ρωσία και την Κίνα, την Ελλάδα και την Τουρκία.
Τα όσα ζήσαμε και ζούμε δεν είναι απλά το νέο ’29. Αποτελούν, ουσιαστικά, την πρώτη παγκόσμια κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που έπληξε ταυτόχρονα όλα τα κέντρα του, αναπτυγμένα και αναπτυσσόμενα. Αυτό, όμως, που λείπει προκειμένου αυτή η κρίση να δημιουργήσει ελπίδες ανατροπής του, είναι μια σύγχρονη εργατική πολιτική, ένα επαναστατικό πρόγραμμα που θα εμπνέει και θα κινητοποιεί τους πληβείους του 21ου αιώνα.