27/10/08

Σκέψεις για μια μαζική αντικαπιταλιστική παρέμβαση


ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ – Α. ΔΡΑΓΑΝΙΓΟΣ

Η καπιταλιστική κρίση άλλαξε πολλά από τα δεδομένα της σκέψης μας, προκαλώντας ήδη, ραγδαίες ανακατατάξεις στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Τριάντα χρόνια μετά την κρίση του κεϋνσιανισμού, έρχεται η παταγώδης κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου παράδεισου, πράγμα που, εκτός από τους παροξυσμούς των αγορών, προκαλεί και ένα παροξυσμό ερωτημάτων και αβεβαιότητας. Προς τα πού θα κινηθεί ο καπιταλισμός; Θα γυρίσει στο παλιό καλό κράτος πρόνοιας;
Καθώς η παρούσα κρίση δεν είναι απλά κρίση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, αλλά πηγάζει βαθιά από τις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ο καπιταλισμός χωρίς την πίεση και την απειλή της ανατροπής ενός νέου επαναστατικού ρεύματος, για να σταθεροποιήσει την κερδοφορία του, θα βρει «διέξοδο» προς ένα νέο γύρο εκμετάλλευσης του ανθρώπου και της φύσης, κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, και όξυνσης των ανταγωνισμών και των πολέμων.
Είναι μεγάλη αυταπάτη να περιμένει κανείς ότι το κεφάλαιο θα αναγνωρίσει το «νεοφιλελεύθερο λάθος του», θα ζητήσει ταπεινά συγνώμη από τους λαούς και θα ξαναβαδίσει τον παλιό καλό σοσιαλδημοκρατικό δρόμο, προσφέροντάς μας ένα νέο πλουσιοπάροχο κοινωνικό συμβόλαιο και ότι οι ΗΠΑ θα αναγνωρίσουν το αδύνατο του «νέου αμερικανικού αιώνα» για να κάτσουν χαμογελαστές στο τραπέζι του νέου πολυπολικού κόσμου μας.
Πώς, λοιπόν, διαμορφώνονται οι λογικές της Αριστεράς για την κρίση και την απάντηση στην κρίση; Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει την κρίση σαν κρίση του νεοφιλιλευθερισμού, κινούμενος πλέον αποφασιστικά στη λογική ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου στην Ελλάδα και την Ευρώπη. «Το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς παλεύει για μια δημοκρατική και κοινωνική Ευρώπη», λέει η ανακοίνωση του ΚΕΑ (‘Εποχή’ 19/10), γι’ αυτό «η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να αλλάξει καθεστώς λειτουργίας να υποβληθεί σε δημόσιο και δημοκρατικό έλεγχο¨(!), ενώ «το Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης πρέπει να μετασχηματιστεί σε ένα Σύμφωνο Αλληλεγγύης». Έτσι οι δυνάμεις του πολυεθνικού κεφαλαίου και των ευρωπαίων τραπεζιτών θα ακολουθήσουν τον δρόμο της κοινωνικής δικαιοσύνης… Τέτοιες λογικές οδηγούν κατευθείαν στην αγκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας, με ή χωρίς κυβερνητική συνευθύνη.
Το ΚΚΕ αναγνωρίζει την κρίση σαν κρίση του καπιταλισμού. «Όλα όσα αναγκαστικά σήμερα αναγνωρίζουν ως αντιθέσεις και αποπροσανατολιστικά αποδίδουν στο λεγόμενο νεοφιλελεύθερο μοντέλο είναι σύμφυτα της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας», αναφέρει η ανακοίνωση του ΠΓ (‘Ριζοσπάστης’ 19/10), καταγγέλλοντας όλες τις αυταπάτες περί εξανθρωπισμού του καπιταλισμού… Και τι προτείνει; Ένα σύνολο άμεσων ανακουφιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης (για τους μισθούς, τους δανειολήπτες κ.λπ.), χωρίς καμιά αναφορά στην ανάγκη υπέρβασης του καπιταλισμού (έστω με το δικό του μικροαστικό δρόμο της λαϊκής οικονομίας – εξουσίας), έξω από κάθε πολιτικό πρόγραμμα σύγκρουσης με τους πυλώνες της αστικής πολιτικής και κάθε αναφορά ς στην ανάγκη ενός άλλου κινήματος ικανού να υλοποιήσει τα παραπάνω. Φαίνεται μάλιστα να αποδέχεται τα κυβερνητικά μέτρα για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, υπό τον όρο «να μην τα πληρώσει ο λαός»!
Το ΝΑΡ πιστεύει πως, για να μην πέσουν οι συνέπειες της κρίσης πάνω στους εργαζόμενους και αντίθετα για να καλυτερεύσουμε την ζωή μας, να μην κατρακυλήσουμε σε έναν νέο πιο βάρβαρο αντιλαϊκό γύρο, απαιτείται η όξυνση της πολιτικής πάλης των εργαζομένων για την ανατροπή της πολιτικής του κεφαλαίου και του αστικού δικομματισμού, της ΕΕ, της νέας αντιδραστικής πολεμικής Νέας Τάξης μέσα από τον κλονισμό και την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας.
Από αυτήν την αντίληψη, απορρέει ένα πρόγραμμα πολιτικών στόχων που να συγκρούονται με τον πυρήνα και τους πυλώνες της κυρίαρχης πολιτικής. Η Αριστερά σήμερα πρέπει, για παράδειγμα, να δέσει την απαίτηση «να πληρώσει το κεφάλαιο και όχι οι εργαζόμενοι την κρίση του», με την πάλη να εθνικοποιηθούν χωρίς αποζημίωση οι τράπεζες και οι άλλες μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, με εργατικό – λαϊκό έλεγχο και ειδικά αυτές που κλείνουν οι ιδιοκτήτες τους. Για ριζική αναδιανομή του συσσωρευμένου πλούτου. Για απειθαρχία – έξοδο από τα κριτήρια της ΟΝΕ και των βασικών αποφάσεων της ΕΕ, από την σκοπιά της πάλης για την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση κ.λπ.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά παλεύει για να βαθύνει η αποστοίχιση των εργαζόμενων από το αστικό πολιτικό σύστημα, η αντιπαλότητα με τον αστικό δικομματισμό και τα κεντροδεξιά ή κεντροαριστερά σενάρια αναδόμησής του. Να απορριφθεί κάθε έννοια μετωπικής πολιτικής απεύθυνσης στο ΠΑΣΟΚ. Για την υπέρβαση των αντινεοφιλελεύθερων και αντιμονοπωλιακών μετώπων και του πολιτικού συνεχούς μαζί τους.
Αυτός είναι ο πυρήνας μιας αντίληψης που συνδέει οργανικά την άμεση ανάγκη ανατροπής της επίθεσης με την ανάγκη αμφισβήτησης – κλονισμού και ανατροπής της αστικής κυριαρχίας. Πατάει στα σημερινά ερωτήματα και ανάγκες των εργαζομένων και στο σημερινό επίπεδο του κινήματος για να το ανεβάσει ένα σκαλί παραπάνω στη διεκδίκηση μιας συνολικής αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων. Επιδιώκει έμπρακτα, μέσα από την πάλη, μια ρωγμή στην αστική κυριαρχία στο δρόμο για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και επανάσταση.
Αυτή η αντίληψη διαχωρίζεται από λογικές του τύπου «σήμερα οικοδομούμε ένα κάποιο πολιτικό μέτωπο επιβίωσης και αύριο κλονισμού και μεθαύριο επανάστασης κ.λπ.», γιατί πιστεύουμε πως ειδικά στη σημερινή περίοδο, μόνο η αντικαπιταλιστική – επαναστατική πάλη μπορούν να ανοίξουν δρόμο και να λύσουν μέσα από αυτήν και το θέμα της επιβίωσης. Διαχωρίζεται επίσης από τις αντιλήψεις που κατανοούν την επαναστατική τακτική σαν διαρκή επίκληση της «επαναστατικής αναγκαιότητας» ή σαν ιδεολογική φυγή στην άμεση προβολή των στόχων της κομμουνιστικής κοινωνίας στο σήμερα.
Διότι, πράγματι, η ανάγκη επαναθεμελίωσης της κομμουνιστικής προοπτικής ενισχύεται καθώς οι εργαζόμενοι ήδη νιώθουν τα συντρίμμια της «ελεύθερης αγοράς», της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και του κέρδους να πέφτουν πάνω στις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι αριστεροί δε, βλέπουν το ΣΥΡΙΖΑ να εγκαταλείπει το έδαφος της άλλης κοινωνίας και το ΚΚΕ να επανέρχεται με μια τυφλή αποφασιστικότητα στη δικαίωση των πιο μαύρων σελίδων του κομμουνιστικού κινήματος. Αλλά είναι άλλο πράγμα να πιστεύει κανείς ότι τα σημερινά αιτήματα και στόχοι και η ευρύτερη πολιτική ιδεολογική στήριξή τους πρέπει να διαπνέονται, να έχουν στο νεύρο τους την κομμουνιστική λογική, κατανοώντας πάντα ότι διαμεσολαβούνται από τα πολιτικά επίδικα, το συσχετισμό δυνάμεων και το επίπεδο του κινήματος μιας συγκεκριμένης περιόδου και είναι άλλο πράγμα να πιστεύει ότι η προβολή της επανάστασης και οι κομμουνιστικές λύσεις στο σήμερα αποτελούν επαναστατική τακτική. Γιατί πολλές φορές το «πολιτικό κενό» που μένει ανάμεσα στην ιδεολογική φυγή και το σημερινό επίπεδο του κινήματος καλύπτεται από τη ρεφορμιστική και τελικά την αστική πολιτική. Αυτή η διαπίστωση, εκτός από ιστορικό δίδαγμα, αποτελεί και ένα τραγικά άλυτο πρόβλημα της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Με αυτή τη βασική κατεύθυνση, σήμερα που η ανάγκη συνολικής πολιτικής απάντησης φωνάζει, πρέπει το ΝΑΡ να αναβαθμίσει την απεύθυνση και τις πρωτοβουλίες του για βήματα στο πόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Ο πόλος, όπως το κατανοούμε, είναι μια διαδικασία επικοινωνίας, (αλληλ)επίδρασης και μετασχηματισμού του ρεύματος της αριστερής διαμαρτυρίας και ειδικά της πιο πρωτοπόρας αγωνιστικής του ζώνης σε αντικαπιταλιστική, επαναστατική κατεύθυνση, όχι απλά συνεύρεσης των οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Των πρωτοπόρων, δηλαδή, δυνάμεων του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς εκείνου του τμήματος της βάσης της Αριστεράς που προβληματίζεται και αγωνιά για την όλο και πιο διαχειριστική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και την αδιέξοδη πορεία του ΚΚΕ.
Δεν είναι μια ενότητα – ήδη έτοιμων από καιρό – επαναστατικών δυνάμεων. Δεν προϋποθέτει την πλήρη ιδεολογική ταύτιση και συμφωνία, που είναι αδύνατο να υπάρξει. Αν υποστηρίζαμε κάτι τέτοιο (αντίθετα με όλες τις αποφάσεις Συνεδρίων του ΝΑΡ) θα ξεκοβόμασταν ακόμα περισσότερο από τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες και τις αντιφατικές δυνάμεις που γεννούν η όξυνση της κρίσης, των αγώνων και των αντιθέσεων στην διαχειριστική Αριστερά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν αντιμετωπίζουμε στατικά τη σημερινή «ριζοσπαστική Αριστερά», που η κοινωνική – ταξική της γείωση, η προγραμματική της συγκρότηση, η κατακτημένη ανεξαρτησία της είναι πολύ μακριά από τις ανάγκες της περιόδου, χωρίς να λείπουν οι ταλαντεύσεις ανάμεσα στα αντικαπιταλιστικό και τον αντινεοφιλελεύθερο ρεύμα. Πιστεύω, όμως, πως η όξυνση της κρίσης και ανάγκη για ριζικές πολιτικές απαντήσεις, η κρίση του υποταγμένου συνδικαλισμού και η συνειδητοποίηση του ρόλου του από όλο και πιο πλατιά τμήματα της τάξης, η όλο και πιο σαφής διαχειριστική πορεία του αντινεοφιλελεύθερου ρεύματος, η άνοδος της δράσης του ΝΑΡ και του ΜΕΡΑ και η απαίτηση για μια ουσιαστική αντικαπιταλιστική ενότητα στην κατεύθυνση του πόλου του μεγάλου τμήματος του κόσμου της ριζοσπαστικής Αριστεράς ενισχύουν ουσιαστικά την λογική μια βαθιάς – και όχι ευκαιριακής και εκλογικίστικης – αντικαπιταλιστικής ενότητας.
Με τον ίδιο δυναμικό τρόπο, πρέπει να αντιμετωπίσουμε και την κατάσταση στην Αριστερά, καταλαβαίνοντας βαθύτερα τις σημερινές τάσεις αλλαγής της. Αντιμετωπίζουμε την ανάγκη της κοινής δράσης του αριστερού κόσμου σαν έκφραση της επιτακτικής ανάγκης για ανεξάρτητη αγωνιστική ταξική ενότητα της ίδιας της τάξης. Στα επόμενα χρόνια κανείς δεν θα μπορεί εύκολα να στέκεται με την υπεροψία και τον χλευασμό της ενότητας στην πάλη που στέκεται το ΚΚΕ, και το ίδιο δύσκολα θα δέχεται μια ενότητα που οδηγεί στην ουρά της ΓΣΕΕ και ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ, όπως κάνει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Οι ανάγκες της πάλης, οι συσχετισμοί δύναμης επιβάλουν μια γραμμή ενότητας για την ανατροπή της επίθεσης και την υπέρβαση του υποταγμένου συνδικαλισμού. Απαιτούν το άνοιγμα μια ς πλατιάς στρατηγικής συζήτησης στον κόσμο της Αριστεράς για τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό της νέας εποχής.
Σε δύσκολες εποχές, το επαναστατικό κίνημα πολλές φορές βασανίστηκε ανάμεσα στην υποταγή στον αντίπαλο ή τα «πλατιά ρεφορμιστικά μέτωπο έκτακτης ανάγκης» (π.χ. τα αντιφασιστικά και λαϊκά μέτωπα) από τη μια και την ιδεολογική περιχαράκωση και αναδίπλωση που αντιλαμβανόταν την πολιτική πάλη σαν συνεπή προβολή μιας «ορθής γραμμής», «χωρίς συμβιβασμούς», έξω από τους συσχετισμούς, το επίπεδο συνείδησης και συγκρότησης του κινήματος, την αντιφατική κίνηση των τάξεων και των πολιτικών ρευμάτων, τις συμμαχίες, την αξιοποίηση κάθε ρωγμής για την ενίσχυση του επαναστατικού ρεύματος.
Ελπίζω να κατακτήσουμε τη «σοφία» να υπερβούμε με επαναστατικό τρόπο τα νέα μας ερωτήματα.

ΠΡΙΝ 26/10/2008

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ