Ακόμη χειρότερα εκμεταλλεύονται την καπιταλιστική κρίση, υπερτονίζοντας τις συνέπειες αυτής, για να επιβάλλουν την αφαίρεση των τελευταίων εργασιακών δικαιωμάτων: ασφάλιση, ωράριο εργασίας, εργασιακές σχέσεις, αργίες και επιδόματα πρέπει να καταργηθούν. Διαλύουν και τις τελευταίες νησίδες Δωρεάν Δημόσιας Παιδείας-Υγείας και Ιδιωτικοποιούν, Εμπορευματοποιούν τα πάντα, ακόμα και τα σκουπίδια…Επιδοτούν τους εργοδότες-τραπεζίτες-βιομήχανους, απολύουν τους εργάτες ή απειλούν με ελαστικές εργασιακές σχέσεις.
Στην ολομέτωπη επίθεση τους η εργατική τάξη μετρά δολοφονημένους εργάτες στα εργοτάξια της μαύρης εργασίας, ωμή εκμετάλλευση των ξένων εργατών, απάνθρωπη καταπίεση των μεταναστών και διαχρονικό καθεστώς πολιτών Β΄ Κατηγορίας για τους μειονοτικούς πληθυσμούς.
Ο εθνικιστικός πυρετός του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού υπαρκτός στη διεκδίκηση περιφερειακού ιμπεριαλιστικού ρόλου, συχνά προσχηματικός για να καλουπωθεί η «εθνική ενότητα» και να απαιτηθούν θυσίες των άγρια φορολογούμενων εργαζόμενων για αγορές όπλων 25 δις ευρώ. Ταυτόχρονα ελληνικός και τουρκικός στρατός έχουν αγαστή συνεργασία στο ΝΑΤΟ, συμμετέχουν στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-Ε.Ε.-ΕΥΡΩΣΤΡΑΤΟΥ-ΟΗΕ.
Τολμώντας να ανοίξουμε την συζήτηση για το ακανθώδες ζήτημα των μειονοτήτων στην Ελλάδα, προχωράμε σε ανοικτή εκδήλωση την Παρασκευή 5/12/2008, στις 7:00 μ.μ. στο ΜΑΧ, με θέμα:
ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: «ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ»
Ομιλητές:
* ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΣΟΣ: Ερευνητής, μέλος δημοσιογραφικής ομάδας «ΙΟΣ» Κ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
* ΜΟΛΛΑ ΧΟΥΛΙΑ: Αγωνίστρια των ΕΑΑΚ Αλεξανδρούπολης, Πομακικής Καταγωγής
* ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Μέλος ΔΣ Συλλόγου Δασκάλων Νηπιαγωγών Ροδόπης
* ΣΓΑΤΖΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ: Εκπαιδευτικός, Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας,
Μέλος της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης
* ΜΕΤOΙΚΙΔΗΣ ΣΑΒΒΑΣ: Δάσκαλος από την Ξάνθη.
Επιδιώκοντας τον ανοικτό δημόσιο διάλογο με όλες τις συνιστώσες του αντικαπιταλιστικού-αντιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού-εργατικού-φοιτητικού κινήματος απευθύναμε ανοικτός κάλεσμα στα εργατικά, φοιτητικά σχήματα, στις κινήσεις πόλης και στις εξής οργανώσεις συλλογικότητες:
ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ-ΜΕΡΑ-ΝΑΡ-ΝΚΑ-ΕΕΚ-ΕΚΚΕ-ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ-ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ-ΑΝΤΙΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΙΛΙΤΑΡΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ, ΜΛ ΚΚΕ, ΚΚΕ ΜΛ, ΟΚΔΕ ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ, ΟΚΔΕ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ, ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ, ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.
ΣΑΒΒΑΣ ΜΕΤΟΙΚΙΔΗΣ
Δάσκαλος από Ξάνθη.
Μειονότητα της Θράκης : Ανάμεσα στη Σκύλα του εθνικισμού και του θρησκευτικού σκοταδισμού και τη Χάρυβδη του αστικού εκσυγχρονισμού
Α) Τι είναι η μειονότητα.
Ο τίτλος «Μειονότητα της Θράκης» ή «Μουσουλμανική Μειονότητα» κρύβει ένα πολύπλοκο και πολυδιάστατο σώμα ανθρώπων με πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του.
Κατ’ αρχή βλέποντας τη μειονότητα με εθνοτικά, γλωσσικά και πολιτισμικά κριτήρια υπάρχουν Τούρκοι, Πομάκοι, Τσιγγάνοι και κάποιοι νέγροι στα πεδινά της Ξάνθης.
Με βάση τη θρησκεία συναντάμε παραδοσιακούς Σουνίτες, αλλά και έναν σημαντικό αριθμό Αλεβιτών.
Χωροταξικά επίσης υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους κατοίκους των πόλεων, των πεδινών χωριών και των ορεινών οικισμών.
Αλλά και στον ίδιο χώρο, π.χ. στο βουνό, συναντάμε μεγάλες διαφορές νοοτροπίας και αντιλήψεων.
Για παράδειγμα στα ορεινά του νομού Ροδόπης στα όρια με το νομό Έβρου και τη Βουλγαρία υπάρχουν χωριά Σουνιτών, τα χωριά της περιοχής του Κέχρου, όπου έζησα 5 χρόνια ως δάσκαλος, με πολύ συντηρητική νοοτροπία όπου οι γυναίκες, αν τους απευθύνεις το λόγο στρέφουν το βλέμμα αλλού ή το βάζουν στα πόδια, οι άντρες δεν πίνουν αλκοόλ, τουλάχιστον δημόσια και πολλά κορίτσια, ακόμη και σήμερα, μετά το δημοτικό δεν έχουν πρόσβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα 10 χιλιόμετρα από τα συγκεκριμένα χωριά υπάρχει ένα χωριό Αλεβιτών, η Χλόη, όπου ισχύουν ακριβώς τα αντίθετα και φυσικά υπάρχει αμοιβαία εχθρότητα και καχυποψία.
Όταν λοιπόν μιλάμε για μειονότητα της Θράκης καλό είναι να έχουμε αυτά στο μυαλό μας, για να αποφύγουμε απλοϊκές ή μηχανιστικές προσεγγίσεις.
Β) Ταξική διάρθρωση της Μειονότητας
Αν στην εποχή μας η κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω μειώνεται δραματικά και το χάσμα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους διευρύνεται για τη μέση ελληνική κοινωνία, για τη μειονότητα αυτό ήταν πάντα ο κανόνας. Στη μειονότητα το να γεννηθείς σε μία φτωχή αγροτική ή εργατική οικογένεια σημαίνει ότι κατά 90% θα γίνεις αγρότης ή εργάτης αντίστοιχα. Βέβαια, για να μην είμαστε άδικοι, η ποσόστωση, σύμφωνα με την οποία το 0,5% των εισακτέων των ελληνικών πανεπιστημίων προέρχεται από τη μειονότητα μέσα από ξεχωριστές εξετάσεις, άνοιξε κάποιους δρόμους σε ένα ποσοστό νέων, που όμως είναι πολύ μικρό. Επιπλέον κι εδώ τις περισσότερες πιθανότητες να περάσουν σε κάποια καλή σχολή έχουν τα παιδιά γιατρών, δικηγόρων ή παραγόντων της μειονότητας κι αυτό όχι μόνο γιατί ξεκινάνε από διαφορετικές αφετηρίες σε σχέση με τα παιδιά των αγροτών ή των εργατών, αλλά και γιατί, σύμφωνα με ψιθύρους που κυκλοφορούν ευρέως, η εισαγωγή ενός παιδιού από τη μειονότητα σε κάποια καλή πανεπιστημιακή σχολή μπορεί να είναι και αποτέλεσμα συναλλαγών και ρουσφετιού. Άλλωστε για τα παιδιά της φτωχολογιάς ακόμη και το λύκειο ή και το γυμνάσιο σε σημαντικό ποσοστό είναι απλησίαστο. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ξάνθη και η Ροδόπη είναι στις πρώτες θέσεις πανελλαδικά όσον αφορά τη σχολική διαρροή.
Η πλειοψηφία των κατοίκων του ορεινού όγκου είναι φτωχοί αγρότες, καπνοπαραγωγοί κυρίως ή κτηνοτρόφοι που συμπληρώνουν το εισόδημά τους με περιστασιακές εργασίες ως υλοτόμοι, οικοδόμοι ή περιοδικοί μετανάστες σε δύσκολες δουλειές στην Αθήνα ή το εξωτερικό (Γερμανία, Ολλανδία κλπ). Στα αστικά κέντρα αντίστοιχα η πλειοψηφία είναι εργάτες στις οικοδομές, σε εργοστάσια (αυτοί θεωρούνται και προνομιούχοι γιατί έχουν σταθερό μεροκάματο) και μικρέμποροι, ενώ υπάρχει κι ένα μεγάλο ποσοστό περιθωριοποιημένων και εξαθλιωμένων που ζουν σε παραγκομαχαλάδες.
Από την άλλη στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονται γιατροί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι και παράγοντες της μειονότητας που κινούνται σ’ ένα πλέγμα στενών σχέσεων τόσο με το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής όσο και με το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, λειτουργούν ως τοποτηρητές, κομματάρχες και χειραγωγοί της μειονότητας, αξιοποιούν ευρωπαϊκά κονδύλια και εκμεταλλεύονται άγρια τον κοσμάκη πατώντας στην αγραμματοσύνη, την υποταγή που καλλιεργεί η θρησκεία, το δέος απέναντι στην Τουρκία και το φόβο απέναντι στο ελληνικό κράτος και τις υπηρεσίες του.
Για να γίνει πιο σαφές αυτό θ’ αναφέρω κάποια παραδείγματα. Υπάρχουν φήμες για μεγάλες αμοιβές που δίνει το προξενείο σε διάφορους, «οργανικούς» ας τους ονομάσουμε, διανοούμενους για να προωθούν τον τουρκικό εθνικισμό. Υπάρχουν μεγαλογιατροί που έχουν εξασφαλισμένη πελατεία στην Κομοτηνή κι έχουν κάνει τεράστιες περιουσίες, γιατί το νοσοκομείο Κομοτηνής είναι σε άθλια κατάσταση και παρά το ότι έχει πεθάνει κόσμος για ασήμαντες αιτίες, δεν έχει γίνει ποτέ τίποτα για τη βελτίωση των υπηρεσιών του. Υπάρχουν πρόεδροι κοινοτήτων κι άλλοι παρατρεχάμενοι που για να διεκπεραιώσουν τα χαρτιά κάποιου χωρικού προκειμένου να πάρει την επιδότηση που δικαιούται για τα ζώα του, απαιτούν και παίρνουν μπαξίσι που συνήθως αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό της επιδότησης. Βέβαια στο φαγοπότι αυτό συμμετέχουν και Έλληνες είτε πρόκειται για γραμματείς δήμων και κοινοτήτων, είτε για στελέχη δημόσιων υπηρεσιών, είτε για πολιτικούς παράγοντες. Και φυσικά όλοι αυτοί είτε πρόκειται για Τούρκους, είτε για Έλληνες έχουν κάθε συμφέρον να παραμένει η πλειοψηφία του κόσμου πειθήνια, αγράμματη και φοβισμένη. Γι’ αυτό και πολλές φορές ως δάσκαλος άκουγα τη φράση : «τι θες να μάθεις στα πομάκια γράμματα, ν’ ανοίξουν τα μάτια τους; Ας’ τους καλά είναι έτσι».
Γ) Πλευρές του εθνικισμού
Γ1. Ο ελληνικός εθνικισμόςΚατ’ αρχή βλέποντας τη μειονότητα με εθνοτικά, γλωσσικά και πολιτισμικά κριτήρια υπάρχουν Τούρκοι, Πομάκοι, Τσιγγάνοι και κάποιοι νέγροι στα πεδινά της Ξάνθης.
Με βάση τη θρησκεία συναντάμε παραδοσιακούς Σουνίτες, αλλά και έναν σημαντικό αριθμό Αλεβιτών.
Χωροταξικά επίσης υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους κατοίκους των πόλεων, των πεδινών χωριών και των ορεινών οικισμών.
Αλλά και στον ίδιο χώρο, π.χ. στο βουνό, συναντάμε μεγάλες διαφορές νοοτροπίας και αντιλήψεων.
Για παράδειγμα στα ορεινά του νομού Ροδόπης στα όρια με το νομό Έβρου και τη Βουλγαρία υπάρχουν χωριά Σουνιτών, τα χωριά της περιοχής του Κέχρου, όπου έζησα 5 χρόνια ως δάσκαλος, με πολύ συντηρητική νοοτροπία όπου οι γυναίκες, αν τους απευθύνεις το λόγο στρέφουν το βλέμμα αλλού ή το βάζουν στα πόδια, οι άντρες δεν πίνουν αλκοόλ, τουλάχιστον δημόσια και πολλά κορίτσια, ακόμη και σήμερα, μετά το δημοτικό δεν έχουν πρόσβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα 10 χιλιόμετρα από τα συγκεκριμένα χωριά υπάρχει ένα χωριό Αλεβιτών, η Χλόη, όπου ισχύουν ακριβώς τα αντίθετα και φυσικά υπάρχει αμοιβαία εχθρότητα και καχυποψία.
Όταν λοιπόν μιλάμε για μειονότητα της Θράκης καλό είναι να έχουμε αυτά στο μυαλό μας, για να αποφύγουμε απλοϊκές ή μηχανιστικές προσεγγίσεις.
Β) Ταξική διάρθρωση της Μειονότητας
Αν στην εποχή μας η κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω μειώνεται δραματικά και το χάσμα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους διευρύνεται για τη μέση ελληνική κοινωνία, για τη μειονότητα αυτό ήταν πάντα ο κανόνας. Στη μειονότητα το να γεννηθείς σε μία φτωχή αγροτική ή εργατική οικογένεια σημαίνει ότι κατά 90% θα γίνεις αγρότης ή εργάτης αντίστοιχα. Βέβαια, για να μην είμαστε άδικοι, η ποσόστωση, σύμφωνα με την οποία το 0,5% των εισακτέων των ελληνικών πανεπιστημίων προέρχεται από τη μειονότητα μέσα από ξεχωριστές εξετάσεις, άνοιξε κάποιους δρόμους σε ένα ποσοστό νέων, που όμως είναι πολύ μικρό. Επιπλέον κι εδώ τις περισσότερες πιθανότητες να περάσουν σε κάποια καλή σχολή έχουν τα παιδιά γιατρών, δικηγόρων ή παραγόντων της μειονότητας κι αυτό όχι μόνο γιατί ξεκινάνε από διαφορετικές αφετηρίες σε σχέση με τα παιδιά των αγροτών ή των εργατών, αλλά και γιατί, σύμφωνα με ψιθύρους που κυκλοφορούν ευρέως, η εισαγωγή ενός παιδιού από τη μειονότητα σε κάποια καλή πανεπιστημιακή σχολή μπορεί να είναι και αποτέλεσμα συναλλαγών και ρουσφετιού. Άλλωστε για τα παιδιά της φτωχολογιάς ακόμη και το λύκειο ή και το γυμνάσιο σε σημαντικό ποσοστό είναι απλησίαστο. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ξάνθη και η Ροδόπη είναι στις πρώτες θέσεις πανελλαδικά όσον αφορά τη σχολική διαρροή.
Η πλειοψηφία των κατοίκων του ορεινού όγκου είναι φτωχοί αγρότες, καπνοπαραγωγοί κυρίως ή κτηνοτρόφοι που συμπληρώνουν το εισόδημά τους με περιστασιακές εργασίες ως υλοτόμοι, οικοδόμοι ή περιοδικοί μετανάστες σε δύσκολες δουλειές στην Αθήνα ή το εξωτερικό (Γερμανία, Ολλανδία κλπ). Στα αστικά κέντρα αντίστοιχα η πλειοψηφία είναι εργάτες στις οικοδομές, σε εργοστάσια (αυτοί θεωρούνται και προνομιούχοι γιατί έχουν σταθερό μεροκάματο) και μικρέμποροι, ενώ υπάρχει κι ένα μεγάλο ποσοστό περιθωριοποιημένων και εξαθλιωμένων που ζουν σε παραγκομαχαλάδες.
Από την άλλη στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονται γιατροί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι και παράγοντες της μειονότητας που κινούνται σ’ ένα πλέγμα στενών σχέσεων τόσο με το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής όσο και με το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, λειτουργούν ως τοποτηρητές, κομματάρχες και χειραγωγοί της μειονότητας, αξιοποιούν ευρωπαϊκά κονδύλια και εκμεταλλεύονται άγρια τον κοσμάκη πατώντας στην αγραμματοσύνη, την υποταγή που καλλιεργεί η θρησκεία, το δέος απέναντι στην Τουρκία και το φόβο απέναντι στο ελληνικό κράτος και τις υπηρεσίες του.
Για να γίνει πιο σαφές αυτό θ’ αναφέρω κάποια παραδείγματα. Υπάρχουν φήμες για μεγάλες αμοιβές που δίνει το προξενείο σε διάφορους, «οργανικούς» ας τους ονομάσουμε, διανοούμενους για να προωθούν τον τουρκικό εθνικισμό. Υπάρχουν μεγαλογιατροί που έχουν εξασφαλισμένη πελατεία στην Κομοτηνή κι έχουν κάνει τεράστιες περιουσίες, γιατί το νοσοκομείο Κομοτηνής είναι σε άθλια κατάσταση και παρά το ότι έχει πεθάνει κόσμος για ασήμαντες αιτίες, δεν έχει γίνει ποτέ τίποτα για τη βελτίωση των υπηρεσιών του. Υπάρχουν πρόεδροι κοινοτήτων κι άλλοι παρατρεχάμενοι που για να διεκπεραιώσουν τα χαρτιά κάποιου χωρικού προκειμένου να πάρει την επιδότηση που δικαιούται για τα ζώα του, απαιτούν και παίρνουν μπαξίσι που συνήθως αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό της επιδότησης. Βέβαια στο φαγοπότι αυτό συμμετέχουν και Έλληνες είτε πρόκειται για γραμματείς δήμων και κοινοτήτων, είτε για στελέχη δημόσιων υπηρεσιών, είτε για πολιτικούς παράγοντες. Και φυσικά όλοι αυτοί είτε πρόκειται για Τούρκους, είτε για Έλληνες έχουν κάθε συμφέρον να παραμένει η πλειοψηφία του κόσμου πειθήνια, αγράμματη και φοβισμένη. Γι’ αυτό και πολλές φορές ως δάσκαλος άκουγα τη φράση : «τι θες να μάθεις στα πομάκια γράμματα, ν’ ανοίξουν τα μάτια τους; Ας’ τους καλά είναι έτσι».
Γ) Πλευρές του εθνικισμού
Η επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στη μειονότητα από τη δεκαετία του ’90, επηρεασμένη από τη σχετική ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι πολιτική κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης. Σίγουρα η σημερινή κατάσταση στη Θράκη απέχει από την εποχή της μπάρας. Εξακολουθούν, όμως, να υφίστανται άλλες, αθέατες, «μπάρες». Η πλειοψηφία του χριστιανικού πληθυσμού αναπαράγει εθνικιστικά και ρατσιστικά στερεότυπα, κυρίως στην Κομοτηνή που είναι κυριολεκτικά διχοτομημένη πόλη. Ο χαρακτηρισμός «τα Πομάκια» που χρησιμοποιούν ευρέως οι Έλληνες υποδηλώνει αμόρφωτούς υπάνθρωπους, για να μην πω για τις αναφορές στους «γύφτους» και την αντιμετώπιση αυτών των ανθρώπων που θεωρούνται εξ ορισμού κλέφτες και εγκληματίες. Μέχρι πριν λίγα χρόνια σε καφετέρια της Ξάνθης υπήρχε πινακίδα που απαγόρευε την είσοδο σε κυρίες με μαντίλα.
Σε επίπεδο κρατικού μηχανισμού είναι έντονη η παρουσία της ΕΥΠ και άλλων «ευαγών» υπηρεσιών που απασχολούν μια στρατιά έμμισθων και άμισθων ρουφιάνων. Επαγγελματίες, όπως καφετζήδες, περιπτεράδες και ταξιτζήδες, που θα αρνηθούν να «συνεργαστούν» με τις προαναφερόμενες υπηρεσίες, αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα. Επίσης ακούγονται φήμες για δασκάλους που συμπληρώνουν το εισόδημά τους με «μαύρα» χρήματα από τις ίδιες υπηρεσίες.
Στελέχη δημόσιων και νομαρχιακών υπηρεσιών ακολουθούν προσωπικές πολιτικές κόντρα πολλές φορές στην επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους. Όταν εγώ ήμουν δάσκαλος πάνω δουλεύαμε πιλοτικά τα νέα βιβλία του προγράμματος Φραγκουδάκη. Ενώ λοιπόν μια χρονιά (2000 ή 2001 ανά θυμάμαι καλά) από το πρόγραμμα μας είχαν ενημερώσει ότι είχαν έρθει τα βιβλία στα γραφεία εκπαίδευσης, αυτά κατά περίεργο τρόπο είχαν εξαφανιστεί. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου μας ενημέρωσαν από το γραφείο μας ότι σε μια αποθήκη είχαν βρεθεί κάποια βιβλία και, αν θέλαμε, να πάμε να τα πάρουμε. Άλλο παράδειγμα : προϊστάμενος γραφείου εκπαίδευσης έδειχνε ιδιαίτερη ελαστικότητα στο θέμα της καθημερινής παρουσίας των Χριστιανών δασκάλων στα σχολεία του ορεινού όγκου, ειδικά με κάποιους «κολλητούς» του. Δήλωνε, όμως, πως την 25η Μαρτίου, για να δικαιολογηθεί δάσκαλος να λείπει απ’ το σχολείο του πρέπει να σέρνεται.
Στα παραπάνω να προσθέσω και διάφορους φορείς, ΜΚΟ, σωματεία και ιδιώτες, που σε συμφωνία με το υπουργείο εξωτερικών από την εποχή που υπουργός ήταν ο Γιωργάκης Παπανδρέου, κάνουν «εξωτερική» πολιτική στη Θράκη. Στον τομέα αυτό ξεχωριστή θέση κατέχουν ο επιχειρηματίας Εμφιετζόγλου, το μεταμοντέρνο εθνικιστικό έντυπο «Αντιφωνητής» και το γνωστό δίκτυο 21.
Τέλος σαν χρυσή εφεδρεία υπάρχουν εν υπνώσει διάφορες παρακρατικές, ακροδεξιές γκρούπες, όπως τα «Γεράκια της Θράκης», για την περίπτωση που οξυνθούν τα πράγματα.
Ο ελληνικός εθνικισμός κάνει επίσης αισθητή την παρουσία του και σε συμβολικό επίπεδο.
Η Κομοτηνή είναι ίσως η μοναδική πόλη που η έδρα μιας ολόκληρης ταξιαρχίας στρατού δεσπόζει στο κέντρο της πόλης 100 μέτρα από την κεντρική πλατεία, ενώ τα στρατόπεδα είναι στις παρυφές της πόλης, εκεί που τελειώνουν οι τουρκομαχαλάδες. Σκεφτείτε ακόμη ένα σκηνικό από ταινία του Αγγελόπουλου : Στο κέντρο της Κομοτηνής υπάρχει το ηρώο της πόλης όπου δεσπόζει το «σπαθί», ένα φαραωνικό κατάλοιπο της χούντας, που περιλαμβάνει μια τεράστια μαρμάρινη στήλη ύψους 15 – 20 μέτρων με ένα ανάγλυφο σπαθί χαραγμένο πάνω. Κάθε Κυριακή απόγευμα φτάνει στρατιωτικό άγημα και μπάντα και υπό τους ήχους του εθνικού ύμνου γίνεται υποστολή σημαίας. Όλα τα αυτοκίνητα που κινούνται στους γύρω δρόμους σταματούν εκείνη τη στιγμή και οι επιβάτες, καθώς και οι πεζοί που βρίσκονται τριγύρω, στέκονται προσοχή!
Ο Λένιν ισχυριζόταν ότι ο εθνικισμός των μειονοτικών ομάδων είναι αμυντικός. Στην περίπτωση της Θράκης ο τουρκικός εθνικισμός ανταγωνίζεται στα ίσα τον ελληνικό και έχει ως προπύργιό του το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής. Όπως ανέφερα και πιο πριν το προξενείο της Κομοτηνής χρηματοδοτεί μια στρατιά από δημοσιογράφους, παράγοντες και «οργανικούς» διανοούμενους για να προωθούν τον τουρκικό εθνικισμό. Επειδή, όμως, η μειονότητα στη Θράκη δεν είναι ομοιογενής και υπάρχουν οι Πομάκοι και οι τσιγγάνοι με πολύ διαφορετική κουλτούρα, γλώσσα και συνήθειες από τους Τούρκους, το προξενείο προάγει εκτός από την αγάπη για τη μαμά - Τουρκία και το δέος ή το φόβο απέναντι στη χώρα αυτή. Την περίοδο των νατοϊκών βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας, το 1999, πολλοί κάτοικοι του χωριού όπου υπηρετούσα μου εκφράζανε το θαυμασμό τους για τους 11 Τούρκους πιλότους που βρίσκονταν εκεί και ισχυρίζονταν ότι οι Αμερικάνοι δεν τους άφηναν να βομβαρδίσουν τη Γιουγκοσλαβία, γιατί θα το «κάνουν όλο χώμα» (εννοώντας προφανώς ότι θα την ισοπεδώσουν). Στην προσπάθειά μου να αντιτάξω λογικά επιχειρήματα λέγοντας ότι εκατοντάδες νατοϊκά αεροπλάνα που βομβαρδίζουν καθημερινά δεν την «έκαναν χώμα» τη Γιουγκοσλαβία, οι 11 Τούρκοι πιλότοι θα την κάνουν; λάμβανα την αποστομωτική απάντηση ότι τους Τούρκους πιλότους τους φοβούνται ακόμη κι οι Αμερικάνοι. Μπορεί αυτού του είδους η προπαγάνδα να μας φαίνεται χοντροκομμένη, αλλά στη Θράκη κάνει τη δουλειά της. Άλλο παράδειγμα. Σε εκδήλωση του ΚΚΕ για τη μειονοτική εκπαίδευση διάφοροι Τούρκοι δημοσιογράφοι και παράγοντες ισχυρίζονταν ότι οι Μουσουλμάνοι (κυρίως Πομάκοι από τα ορεινά) που έχουν τελειώσει την ΕΠΑΘ (Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης) και διδάσκουν στα μειονοτικά σχολεία είναι αγράμματοι ή στην καλύτερη περίπτωση ελλιπώς καταρτισμένοι και ζητούσαν να μην προσλαμβάνονται στα σχολεία και στη θέση τους να έρχονται αποκλειστικά μετακλητοί δάσκαλοι από την Τουρκία. Σας πληροφορώ ότι μέσα στην αίθουσα βρίσκονταν δεκάδες μειονοτικοί δάσκαλοι και δεν τόλμησε ούτε ένας να ψελλίσει έστω μια διαμαρτυρία. Και βέβαια αυτό είναι μια πρόοδος, γιατί όχι πολύ παλιότερα οι ίδιοι παράγοντες ισχυρίζονταν ότι όλοι οι μειονοτικοί δάσκαλοι της ΕΠΑΘ ήταν είτε ψυχασθενείς, είτε πράκτορες της ΕΥΠ. Επίσης κυκλοφορούν διάφορα φαιδρά επιχειρήματα του τύπου : «Αφού δεν υπάρχει Πομακιστάν να διεκδικήσει τους Πομάκους, αυτοί δικαιωματικά ανήκουν στην Τουρκία και είναι Τούρκοι». Και σε περίπτωση που κάποιοι μειονοτικοί δεν πειστούν κυκλοφορεί το ακλόνητο επιχείρημα που λέει ότι σ’ έναν ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο η κατάκτηση τη Θράκης από τον τουρκικό στρατό είναι ζήτημα ωρών ή ημερών, οπότε «έχετε τα καλά μαζί μας, γιατί ποτέ δεν ξέρετε τι μπορεί να συμβεί».
Η θρησκεία επίσης παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα των μειονοτικών της Θράκης. Ο λόγος του ιμάμη στα χωριά αποτελεί θέσφατο για το σύνολο των κατοίκων, ενώ σε ζητήματα διαζυγίου ή άλλες αστικές διαφορές το λόγο δεν έχουν τα αστικά δικαστήρια, αλλά ο μουφτής, που είναι το αντίστοιχο του μητροπολίτη για τους Μουσουλμάνους μιας και υπερισχύει το Ισλαμικό δίκαιο. Κι εδώ βέβαια πρέπει να έχουμε υπόψη τις διαφορές που ανέφερα στην αρχή. Η επιρροή της θρησκείας είναι πολύ έντονη στους σουνίτες ορεσιβίους, λιγότερη στους Αλεβίτες και ακόμη λιγότερη στους μορφωμένους αστούς Κεμαλιστές.
Σημαντικό επίσης ζήτημα, πέρα από την επίσημη πολιτική του προξενείου και των μουφτήδων, είναι και ο ρατσισμός που αναπαράγεται στο εσωτερικό της μειονότητας. Οι καταπιεσμένοι δεν αναπτύσσουν εξ ορισμού σχέσεις αλληλεγγύης με άλλους καταπιεσμένους, αλλά πολλές φορές το ρατσισμό που υφίστανται τον αναπαράγουν σε άλλες ομάδες που θεωρούν πιο αδύναμες από αυτούς. Στη Θράκη αυτό στο επίπεδο των καθημερινών ανθρώπων μεταφράζεται : Τούρκοι ενάντια σε Πομάκους και Τσιγγάνους, Πομάκοι ενάντια σε Τσιγγάνους, μόνιμα εγκατεστημένοι Τσιγγάνοι ενάντια σε σκηνίτες Τσιγγάνους κι όλοι μαζί ενάντια στους μετανάστες.
Δ) Αστικοποίηση : Οι κοινότητες των Μουσουλμάνων σε μετάβαση
Από τη δεκαετία του ’90 με τη διάνοιξη και την ασφαλτόστρωση δρόμων στα ορεινά, την έκρηξη της ιδιωτικής τηλεόρασης σε Ελλάδα και Τουρκία και τα πρότυπα που αυτή καλλιεργεί και την αντιαγροτική πολιτική της Ε.Ε. με τη συνεχή μείωση της τιμής του καπνού και την ραγδαία αύξηση του κόστους των καλλιεργειών, υπάρχει ένα αυξανόμενο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης από τα χωριά στις πόλεις. Αντίστοιχα μέσα στις πόλεις οι παραδοσιακοί τουρκομαχαλάδες με τα χαμηλά σπίτια και τους πέτρινους μαντρότοιχους συρρικνώνονται δίνοντας τη θέση τους σε πολυκατοικίες αμφίβολης αισθητικής. Σε μια πόλη σαν την Κομοτηνή που δεν έχει ρυμοτομικό σχέδιο και διαπερνιέται από ένα λαβύρινθο από δρομάκια, στενά σοκάκια και πολλούς αδιέξοδους δρόμους, η τάση αυτή γεννά γειτονιές τέρατα, όπου κυριαρχεί το μπετόν, το κιτς και τα δορυφορικά πιάτα. Έτσι οι κοινότητες των Μουσουλμάνων, ειδικά των ορεσίβιων και των κατοίκων των φτωχών αστικών μαχαλάδων, βρίσκονται από τη μια να χάνουν τους παραδοσιακούς δεσμούς αλληλεγγύης και συνοχής που τους εξασφάλιζαν μια στοιχειώδη ασφάλεια και μια αίσθηση ταυτότητας και από την άλλη δεν μπορούν εύκολα να ενταχθούν στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, αφού η ανεργία και ο λειτουργικός αναλφαβητισμός κυριαρχούν. Δεν είμαι από αυτούς που ισχυρίζονται ότι οι παραδοσιακές κοινότητες των Μουσουλμάνων ήταν ιδανικές και πρέπει να διατηρηθούν με κάθε τρόπο. Ακόμη και αυτοί που εξακολουθούν να ζουν στα ορεινά λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ή προσπαθούν να λειτουργήσουν σαν αστοί. Ο καταναλωτισμός και ο ατομισμός είναι τα κυρίαρχα πρότυπα στη νεολαία και τα ψυχοφάρμακα διακινούνται σε σακούλες σούπερ μάρκετ, ειδικά στις γυναίκες. Αυξάνεται το ποσοστό αυτών που θέλουν να έχουν σχολεία για τα παιδιά τους, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σταθερή δουλειά με μισθό και ασφάλιση. Όμως η ραγδαία αποβιομηχάνιση με τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες που φεύγουν στη Βουλγαρία, η διασπάθιση των κονδυλίων που προορίζονται για τη Θράκη από διάφορους επιτήδειους παράγοντες και παραγοντίσκους καθώς και τα υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού κάνουν την κατάσταση για τους φτωχούς Μουσουλμάνους της Θράκης ασφυκτική και αδιέξοδη.
Ε) Υπάρχουν δυνατότητες παρέμβασης στη μειονότητα από τη σκοπιά ενός εργατικού διεθνιστικού κινήματος;
Οποιαδήποτε παρέμβαση στη μειονότητα συναντά την καχυποψία, η οποία έχει γίνει δεύτερη φύση για τους Μουσουλμάνους της Θράκης μετά από δεκαετίες καταπίεσης και ελέγχου. Το δυσκολότερο στη Θράκη δεν είναι τι να πεις, αλλά πώς να πείσεις ότι δεν είσαι πράκτορας ή ότι, τέλος πάντων, δεν υποκρύπτεις συμφέροντα πίσω απ’ αυτά που λες.
Την περίοδο που ήμουν δάσκαλος στη Ροδόπη εκδίδαμε μαζί με τρεις άλλους συναδέλφους (δύο «Χριστιανούς» κι έναν «Μουσουλμάνο») ένα δίγλωσσο συνδικαλιστικό έντυπο, τη «Ρωγμή- cak» και παρεμβαίναμε στον τοπικό σύλλογο δασκάλων και στα σεμινάρια του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανόπαιδων (πιο σύντομα Πρόγραμμα Φραγκουδάκη) που τα παρακολουθούσαν και Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι δάσκαλοι. Πολλοί Μουσουλμάνοι συνάδελφοι μας χτυπούσαν την πλάτη φιλικά, όταν δεν τους έβλεπαν αδιάκριτα μάτια, και μας προσπερνούσαν αδιάφορα όταν υπήρχαν κι άλλοι κοντά. Πολλοί μας κατήγγειλαν πολλά και διάφορα, αλλά κανείς δεν δεχόταν να γράψει το παραμικρό στο έντυπό μας, έστω και με ψευδώνυμο, έστω κι αν του εγγυόμασταν ότι θα αναλαμβάναμε εμείς την ευθύνη. Φυσικά είναι περιττό να αναφέρω πως κυκλοφόρησαν φήμες ότι ήμασταν πράκτορες είτε του προξενείου, είτε της ΕΥΠ. Μετά από 5 χρόνια στη Ροδόπη ένας Κεμαλιστής Τούρκος δάσκαλος μου είπε πως αυτός και άλλοι Μουσουλμάνοι συνάδελφοι διαφωνούν με τα περισσότερα απ’ όσα λέω, αλλά κατέληξαν στο συμπέρασμα πως είμαι ο Σάββας και δεν παίζω το παιχνίδι κανενός άλλου.
Αντίστοιχα στο χωριό που δίδασκα, ειδικά μετά τον πρώτο χρόνο που είχα μια σύγκρουση με τον Πρόεδρο και το Χριστιανό γραμματέα της κοινότητας, ερχόταν πολλές φορές οι χωρικοί και μου έλεγαν διάφορα. Για το μπαξίσι που κρατά ο γραμματέας από τις επιδοτήσεις τους, μέχρι για τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας που είχαν εγκαταστήσει μέσα στις αυλές τους. Όσες φορές προσπάθησα να τους πείσω να κάνουν κάτι, έστω μια καταγγελία στον τοπικό τύπο ή ένα κείμενο υπογραφών, μου απαντούσαν έντρομοι πως αυτό είναι αδύνατο και πως η ζωή τους στο χωριό θα γίνει αβίωτη μετά και μου πρότειναν να το κάνω εγώ γι’ αυτούς.
Το σημαντικότερο, όμως, πρόβλημα για οποιαδήποτε παρέμβαση στη Θράκη είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι η κυρίαρχη ταυτότητα των ανθρώπων αυτών είναι η ταυτότητα του μειονοτικού, που σε συνδυασμό με το φόβο και την καχυποψία τούς περιχαρακώνει. Πρώτα μιλάς στο Μουσουλμάνο της Θράκης και μετά στον εργάτη. Βέβαια αυτό με την αστικοποίηση που επέρχεται ραγδαία τείνει να αμβλυνθεί, αλλά παραμένει ακόμη σοβαρό εμπόδιο για οποιαδήποτε παρέμβαση. Πολλές φορές, όταν προκηρύσσονταν απεργία της ΑΔΕΔΥ, προτείναμε σε Μουσουλμάνους συναδέλφους να απεργήσουν. Πάντα η απάντησή τους ήταν ότι αυτό αφορά τους Χριστιανούς δημόσιους υπαλλήλους κι ότι οι ίδιοι δεν μπορούν να απεργήσουν. Στη Ροδόπη υπάρχουν δύο σύλλογοι δασκάλων, ο ένας των «Χριστιανών» που ανήκει στη ΔΟΕ και έχει τίτλο «Οι τρεις Ιεράρχες» (!!!!!!) κι ένας των Μουσουλμάνων αποφοίτων της ΕΠΑΘ που απ’ όσο γνωρίζω δεν ανήκει στη ΔΟΕ, οπότε και δεν καλύπτονται τα μέλη του συνδικαλιστικά από το Β’/βάθμιο συνδικαλιστικό όργανο των δασκάλων. Το καταστατικό μάλιστα του χριστιανικού Συλλόγου αναφέρει πως μέλη του γίνονται όλοι οι εκπ/κοί της Ροδόπης ανεξάρτητα από φυλή και φύλο, αλλά δεν αναφέρει τη θρησκεία. Προτείναμε, λοιπόν, σε κάποιους Μουσουλμάνους συναδέλφους να κάνουν αίτηση εγγραφής στο χριστιανικό σύλλογο, ώστε να ασκηθεί μια πίεση για ν’ αλλάξει το καταστατικό του και να ανοίξει ο διάλογος για έναν κοινό σύλλογο. Αίτηση δεν έκανε ούτε ένας!
Εδώ θέλω πάλι να επανέλθω στην αρχική μου παρατήρηση για τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της μειονότητας. Ο συντηρητισμός και η περιχαράκωση που περιέγραψα αφορά κυρίως το νομό Ροδόπης που δίνει και τον στίγμα της μειονότητας μιας και στο νομό Ροδόπης κατοικεί ο μεγαλύτερος πληθυσμός. Στην Ξάνθη τα πράγματα είναι αρκετά καλύτερα, γι’ αυτό και όποιες συλλογικότητες έχουν συγκροτημένη και σταθερή παρουσία, έχουν πρόσβαση στη μειονότητα, έστω και μειοψηφική.
Αριστείδης Σγατζός
Δάσκαλος, Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας
Μέλος της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης Μυτιλήνης
Αν και οι περισσότεροι μελετητές των μειονοτήτων παραδέχονται το σχεσιακό χαρακτήρα μιας μειονότητας σε σχέση με ένα πλειονοτικό πληθυσμό και το αναγκαίο συμφραζόμενο ύπαρξης ενός εθνικού κράτους μέσα στο οποίο συνυπάρχουν αυτοί οι πληθυσμοί εντούτοις σπάνια αποφεύγουν την υποστασιοποίηση της «μειονότητας». Ο Chaliand τονίζει: «Ξεκινώντας από την ίδια τη λέξη θα πρέπει να παραδεχθούμε πως μιλάμε για ένα πληθυσμό που μειοψηφεί σε σχέση με ένα άλλο πληθυσμό με εθνοτικά, γλωσσικά ή θρησκευτικά κριτήρια μέσα σε ένα κράτος. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η ίδια η μειονότητα να αναγνωρίζει στον εαυτό της, μέσα από την έκφραση της συλλογικής της θέλησης την διαφοροποίηση της και τη θέληση να επιβιώσει σαν τέτοια ζητώντας de facto και de jure ισότητα με την πλειοψηφία του πληθυσμού» (Chaliand 1989 : 7). Μπορούμε να χωρίσουμε τις μειονότητες σε εκούσιες / κατ’ επιλογή μειονότητες και σε ακούσιες / κατ’ επιβολή μειονότητες. Στην πρώτη κατηγορία τοποθετούνται οι μετανάστες και γενικά οι άνθρωποι που έχουν μεταβεί λίγο ή πολύ οικειοθελώς σε μια άλλη κοινωνία αναζητώντας καλύτερες οικονομικές δυνατότητες και / ή μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία. Στη δεύτερη κατηγορία είναι άνθρωποι που εντάχθηκαν σε ένα κοινωνικό σχηματισμό μέσω δουλείας, κατάκτησης, αποικιοποίησης ή αναγκαστικής εργασίας. Η υποεπιτροπή του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην έκθεση που υπέβαλε τον Ιούνιο του 1977 προτείνει τον εξής ορισμό για την έννοια της μειονότητας:: « Ομάδα αριθμητικά μικρότερη από το υπόλοιπο του πληθυσμού ενός κράτους, που δεν κατέχει εξέχουσα θέση και τα μέλη της – που έχουν πολιτικά δικαιώματα – φέρουν εθνικά, πολιτιστικά και γλωσσικά στοιχεία που τους ξεχωρίζουν από το λοιπό πληθυσμό – έστω και σιωπηρά – αλλά νιώθουν αλληλέγγυα για την διατήρηση των πολιτιστικών στοιχείων, της παραδοσιακής θρησκείας και της γλώσσας της ομάδας τους».(Ντούσιας 1997: 27).
Τα ζητήματα που αφορούν τις μειονότητες και ιδιαίτερα της εθνικές μειονότητες εμφανίζουν δυσχέρεια και πολυπλοκότητα τόσο σε επιστημονικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. «Είναι θέματα που προκαλούν πολιτικές εντάσεις. Παράλληλα η εξέτασή τους απαιτεί μια διεπιστημονική προσέγγιση αρκετά σύνθετη η οποία δεν ξεφεύγει πολλές φορές από την υπεράσπιση της "ημέτερης" θέσης για την κάθε μειονότητα. Αυτό το μείζον πρόβλημα οφείλεται στην πολλαπλή πίεση που δέχονται οι ερευνητές τόσο από άποψη ιδεολογική (υποταγή της έρευνας σε εθνικές προφάνειες) όσο και από θεσμική άποψη δεδομένου ότι τα συμπεράσματα της έρευνας τους επιδέχονται άμεση πολιτική αξιοποίηση» (Δημούλης 1997 : 121-122). Γενικά οι προσεγγίσεις στα θέματα των μειονοτήτων δεν καταφέρνουν τις περισσότερες φορές να ξεφύγουν από ένα επιφανειακά ασυμβίβαστο δίπολο. Αυτό της αφομοίωσης της μειονότητας (αφομοιωτισμός) και αυτό της διαφύλαξης της μειονοτικής ταυτότητας ως ισότιμης με την πλειονοτική (φιλομειονοτισμός). Ο αφομοιωτισμός εμφανίζεται ως η πιο ρεαλιστική και ειρηνική έκφραση της εθνικιστικής οργάνωσης των κρατών ενώ ο φιλομειονοτισμός συνιστά μια καθολικευτική έκφραση της τάσης αναπαραγωγής των εθνικών κοινοτήτων ως πρωταρχικών υποκειμένων της πολιτικής. Πρόκειται για δυο απαντήσεις που κινούνται στον φαύλο κύκλο του εθνικισμού, είτε προέρχονται από την καταπιέζουσα είτε από την καταπιεζόμενη ομάδα. Η ίδια η παραδοχή μιας καθολικής μειονοτικής ταυτότητας στο εσωτερικό της δεν ομογενοποιεί - πολλές φορές βίαια - τις ιδιαίτερες ταυτότητες των επιμέρους τμημάτων της; (ο.π.: 150-151 και Fenet 1989: 12).
Ας δούμε ως παράδειγμα την περίπτωση της Θράκης. Εδώ η αντίθεση, το δίπολο μειονότητα / πλειονότητα – αναδεικνύεται σε μια ταυτότητα που “καταβροχθίζει” επιμέρους νοήματα που παράγονται από τις σχέσεις των υποκειμένων. Με τη συγκεκριμένη θεώρηση αυτή η αντίθεση οργανώνει τις σχέσεις, άρα και το νόημα, όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής. Δεν θεωρώ λοιπόν τυχαία ότι πολλές φορές ακόμη και στη βιβλιογραφία που μιλάει για κατασκευή των μειονοτήτων και μειονοτικοποιήση κοινοτήτων, γίνεται αναφορά σε «μέλος / μέλη» της μειονότητας - μια μεταφορά που μας παραπέμπει σε έναν οργανισμό (Τρουμπέτα 2001: 18 - 20).
Όσο έζησα στην Κομοτηνή δεν γνώρισα μέλη ενός «οργανισμού» τέτοιου τύπου. Αντίθετα, γνώρισα ανθρώπους που ήταν μέλη συλλόγων, συνδικαλιστικών σωματείων, κομμάτων, fun club ποδοσφαιρικών ομάδων. Γνώρισα ανθρώπους που σχετίζονται πολιτικά, εργασιακά, εκπαιδευτικά, σεξουαλικά, φιλικά. Παρ’ όλα αυτά μέσα σε αυτές τις ποικίλες και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες, ηγεμονεύει - αφού προβάλλεται ως κεντρικό αναλυτικό εργαλείο - η ερμηνεία του δίπολου, πλειονότητας / μειονότητας.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε αυτό το ζήτημα είναι ανάγκη να δούμε ιστορικά πως προέκυψε αυτή η διχοτομία. Η ενσωμάτωση της Θράκης στο ελληνικό εθνικό κράτος, ολοκληρώθηκε με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του ελληνοτουρκικού πολέμου που ακολούθησε. Με τη συνθήκη της Λοζάννης αναγνωρίσθηκε επίσημα η ύπαρξη στην περιοχή της Θράκης, μουσουλμανικής μειονότητας με δικαιώματα ανάλογα με εκείνα των χριστιανικών μειονοτήτων του νεοσύστατου Τουρκικού κράτους (Εργαστήριο Ευρωπαϊκών Σπουδών, 1993: 18-21 και 95) Βέβαια η Ελλάδα και η Τουρκία αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικά κράτη εκπληρώνοντας την παράμετρο της κυριαρχίας στον ορισμό του έθνους από τον Άντερσον ο οποίος στις “Φαντασιακές Κοινότητες” ορίζει το έθνος «ως μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη» (1997: 26). Απ’ την άλλη είναι γνωστό ότι στη φάση γένεσης των βαλκανικών εθνικισμών, δημιουργίας (Βουλγαρία) ή επέκτασης (Ελλάδα) των εθνικών κρατών, η εθνικοποίηση της θρησκείας έπαιξε μεγάλο ρόλο (Kitromilides 1990: 51-59). Σ’ αυτό λοιπόν το ιστορικό πλαίσιο, στο επίπεδο του ηγεμονικού εθνικού λόγου που έχει ενσωματώσει την θρησκεία ως συστατικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας, δεν μπορεί να ενταχθεί στον εθνικό κορμό μια θρησκευτικά προσδιορισμένη (μέσα από ένα νομικό κείμενο) μειονότητα. Πολύ περισσότερο δε στο βαθμό που η ύπαρξή της συνδέεται ιστορικά, νομικά και πολιτικά με ένα άλλο εθνικό κράτος. Παρόλα αυτά βρίσκεται στα όρια της κυριαρχίας του έθνους - κράτους, άρα η μειονότητα αναδεικνύεται ως ο φαντασιακός εθνικά “άλλος” μέσα στα όρια κυριαρχίας του εθνικού φαντασιακού “εγώ” (Τρουμπέτα 2001β: 186)
Στη Θράκη οι κυρίαρχες ερμηνείες συμπεριφορών, απόψων, θέσεων ακολουθούν αυτή την οριζόντια κοινωνικά σχέση ή τουλάχιστον αυτή η οριζόντια σχέση προηγείται ερμηνευτικά δημιουργώντας ένα ιεραρχικό σχήμα όπου, παρ’ όλη τη διαπλοκή των επιμέρους ταυτοτήτων, σε τελική ανάλυση πρώτα “είναι” κανείς μειονοτικός - εθνικά “άλλος” και μετά εργάτης / άντρας / δάσκαλος / φιλελεύθερος κ.ο.κ. Πέρα λοιπόν από τους “αντικειμενικούς” παράγοντες χαρακτηρισμού ενός πληθυσμού ως μειονότητας, η μειονοτικότητα αναπαράγεται καθημερινά μέσα από το λόγο και τη δράση των υποκειμένων ως μια διαφορετική κοινωνική κατηγορία (Zdzislaw 1993: 213). Για να μιλήσω για το δικό μου εργασιακό χώρο, την εκπαίδευση, στο αντιληπτικό πεδίο του προϊσταμένου ή του πλειονοτικού δασκάλου, μια εκπαιδευτική πρωτοβουλία ενός μειονοτικού δασκάλου -όπως για παράδειγμα το να μοιράσει στα παιδιά ένα φυλλάδιο με πληροφορίες – ερμηνεύεται ως ενέργεια πρώτα - πρώτα μειονοτικού και μετά δασκάλου.
Από την άλλη μεριά, και για τους ανθρώπους που τα στοιχεία της ταυτότητάς τους επιτρέπουν την “ένταξή” τους στο μειονοτικό πληθυσμό (ντόπιοι μουσουλμάνοι ) υπάρχει πλήρης αποδοχή αυτής της διχοτομίας αφού «…οι μειονότητες ορίζονται από το βλέμμα που οι κυρίαρχες ομάδες έχουν γι αυτούς…» (Τσιμπιρίδου, 2000:38): δηλαδή ορίζονται ως “άλλοι” και ερμηνεύουν συμπεριφορές, στάσεις, σχέσεις με βάση αυτή την ετερότητα. Μας μαθαίνουν δηλαδή να είμαστε μειονοτικοί ή πλειονοτικοί, μας μαθαίνουν να καθορίζουμε την ταυτότητά μας με βάση αυτή την παράμετρο, μας μαθαίνουν να είμαστε πάνω από όλα Έλληνες ή Τούρκοι ή Βούλγαροι. Μέσα από την θεωρητικοπρακτική μας δραστηριότητα συγκροτούμε την υποκειμενικότητά μας εντασσόμενοι στα ηγεμονικά συναινετικά πλαίσια.
Κι εδώ νομίζω μπορούμε να ανιχνεύσουμε και την εργατική διεθνιστική απάντηση στα μειονοτικά ζητήματα, μια απάντηση που σπάει το φαύλο κύκλο αφομειωτισμού και φιλομειονοτισμού, σπάει το εθνικιστικό πλαίσιο ερμηνείας του κόσμου, ένα πλαίσιο που βολεύει και στις δυο εκδοχές του τους κυρίαρχους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ένα πλαίσιο που εν τέλει υποτάσσει τους εργαζόμενους στην αστική κυριαρχία και εμπλέκει καθημερινά την περιοχή μας στα γεωπολιτικά παιχνίδια του ιμπεριαλισμού. Χωρίς να αδιαφορούμε για ζητήματα περιστολής και καταπάτησης δικαιωμάτων, - αντίθετα να πρωτοστατούμε στην επίλυσή τους-, η ανάδειξη των κοινών στοιχείων ταυτότητας είναι αυτή που θα οδηγήσει σε μια εναλλακτική ηγεμονία στην περιοχή. Κι όταν λέμε κοινών στοιχείων δεν εννοούμε παρά την ταξική ταυτότητα των υποκειμένων. Αν όμως όπως λέει κι ο Μαρξ η θεωρητικοπρακτική μας δραστηριότητα είναι αυτή που διαμορφώνει την υποκειμενικότητά μας, αν μαθαίνοντας τον κόσμο κατασκευάζουμε και τον εαυτό μας τότε μόνο η δράση με στόχο την εναλλακτική ηγεμονία μπορεί να δώσει εργατική διεθνιστική λύση. Πρακτικά να κάνουμε στη Θράκη αυτά που υποτίθεται κάνουμε στην υπόλοιπη Ελλάδα, με άλλη ένταση όμως και ποιοτικά διαφορετική απαιτητικότητα. Να στήνουμε και να ενισχύουμε σωματεία, σχήματα, κινήσεις και συσπειρώσεις, να οργανώνουμε τους ανθρώπους με κριτήριο τη θέση τους στην παραγωγή κι όχι με το αν είναι άνδρες ή γυναίκες, χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, Έλληνες ή Τούρκοι. Είναι δυνατόν για παράδειγμα να υπάρχουν δυο πρωτοβάθμια σωματεία στην εκπαίδευση με βάση το θρήσκευμα των εργαζομένων σε αυτήν; Η επιτυχία μιας απεργίας στην Ξάνθη ή την Κομοτηνή πρέπει να αξιολογείται και με κριτήριο το παραπάνω ζητούμενο. Ο καθορισμός πλαισίων αιτημάτων πρέπει να λαμβάνει συνεχώς υπόψη την ανάγκη να καλύπτουν όλους τους εργαζόμενους της περιοχής. Εργαλεία σε αυτήν την κατεύθυνση θα βρούμε πολλά το ζήτημα είναι να το διακηρύξουμε, να το τολμήσουμε, να αποφασίσουμε ότι η αριστερά είναι αυτή που θα το κάνει κι όχι το κράτος. Κι εδώ τίθεται ένα ζήτημα που δε νομίζω ότι αφορά αποκλειστικά τις περιοχές όπου τίθεται ζήτημα μειονότητας. Ο σχεδιασμός, η συγκρότηση κι η εφαρμογή θεσμών – δε μ’ αρέσει η λέξη αλλά αποδίδει σε μεγάλο βαθμό αυτό που εννοώ – εργατικής πολιτικής, πρωτόλειων μορφών ενός δεύτερου παράλληλου πολιτισμού μέσα στους οποίους η δράση κι οι σχέσεις των υποκειμένων που συμμετέχουν θα οδηγούν στην ανάδειξη της ταξικής ταυτότητας ως ηγεμονικής και τον διεθνισμό όχι ως διακήρυξη γραμμένη σε μπροσούρες και συνθήματα αλλά ως καθημερινή στάση ζωής.