ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Με τις εκλογές στις 4 Οκτώβρη ετοιμάζεται μια νέα σαρωτική και στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση στα εναπομείναντα αναιμικά εργατικά δικαιώματα. Είναι η «συνταγή» της δικής τους απάντησης στην καπιταλιστική κρίση που προσδοκούν να τροφοδοτήσει μια έστω και αναιμική ανάπτυξη, η οποία θα περάσει από τα ζητήματα του εισοδήματος, των «δημοσιονομικών ανισορροπιών» και των ελλειμμάτων, της παραπέρα φορολόγησης, σε αυτό που αποτελεί τη λυδία λίθο της καπιταλιστικής κερδοφορίας, δηλαδή τη «βουτιά» στη βαθύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, με τα 65ωρα της Ε.Ε., την 4ήμερη εβδομάδα, την μισή εργάσιμη μέρα με το μισό μισθό, και το νέο ασφαλιστικό.
Ταυτόχρονα όμως, όπως αναγνωρίζεται ευρύτερα, αυτή η ατζέντα είναι κοινά συμφωνημένη, και προωθημένη άλλωστε στη βασική της κατεύθυνση εδώ και χρόνια, από Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., πολύ δε περισσότερο αποτελεί προδιαγεγραμμένη πολιτική γραμμή της υπερεθνικής καπιταλιστικής συμμαχίας στην οποία συμμετέχει και η ελληνική αστική τάξη, δηλαδή της Ε.Ε. Η οικονομική πολιτική είναι από τώρα συμφωνημένος μονόδρομος, ανεξάρτητα από τις «μπλε» ή «πράσινες» αποχρώσεις.
Επομένως η βασική αιτία της προσφυγής στις κάλπες είναι άλλη: είναι η αγωνία για σταθεροποίηση συνολικά του πολιτικού συστήματος, εν μέσω κρίσης, μαζί με την ανάγκη αποκατάστασης της πολιτικής ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Η κυβέρνηση που θα βγει από τις εκλογές θα επωμιστεί τη «βρώμικη» δουλειά, της καπιταλιστικής απάντησης στην κρίση θα είναι και το «πειραματόζωο» απέναντι στην κοινωνική δυσφορία, και τους αγώνες που θα προκύψουν. Η δυνατότητα ενσωμάτωσης της εργατικής αγανάκτησης, μέσω των εκλογικών αυταπατών και της αναμονής για την εφαρμογή του προγράμματος της νέας κυβέρνησης, θα είναι για την άρχουσα τάξη ένας ασφαλής δείκτης για το ρυθμό και την ποιότητα των αλλαγών που θέλει να προωθήσει στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία. Πέρα από το ποιο κυβερνητικό σχήμα προωθεί σήμερα ο αστικός κόσμος ως κριό και πρώτη γραμμή της σφοδρής αντιλαϊκής επίθεσης, ή τις εναλλακτικές λύσεις «γαλαζοπράσινων», «πρασινορόζ», «γαλαζόμαυρων» συνδυασμών που ζυμώνουν για μετά,, η πρώτιστη αποστολή των εκλογών είναι η «επανανομιμοποίηση» συνολικά του αστικού πολιτικού συστήματος.
Η αστική τάξη λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τις σαφείς ενδείξεις αδυναμίας ενσωμάτωσης των εργαζομένων, και ενεργητικής εμπλοκής τους στο ένα ή το άλλο πολιτικό σχέδιο. Δεν πρόκειται απλώς για το γενικό φόβο των αντιδράσεων που ενδεχομένως θα επέλθουν. Το κεφάλαιο και το πολιτικό προσωπικό του υπολογίζουν ιδιαίτερα και αυτά που ήδη έχουν συμβεί:
Δεν ξεχνούν την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, όπου παρά την «χείρα βοηθείας» της Αριστεράς, με το Κ.Κ.Ε. σε ενεργητικό ρόλο υπεράσπισης της αστικής νομιμότητας και τάξης, και το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. υπερασπιστή της ομαλής δημοκρατικής διεξόδου και της κάλπης, δεν μπόρεσαν να εγκλωβίσουν την ευρύτερη κοινωνική αγανάκτηση, όπως και αν αυτή εκφράστηκε στην εξέγερση. Και το κυριότερο, βρέθηκαν αντιμέτωποι, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, με μια πραγματική κίνηση ανθρώπων στους οποίους δεν μπορούσε να ηγεμονεύσει κανένας παραδοσιακά διαμορφωμένος πολιτικός μηχανισμός, από όπου και αν προερχόταν.
Διαβλέπουν πως το τελευταίο οκτάμηνο έχουν πυκνώσει οι εργατικές κινητοποιήσεις που δεν καλύπτονται, ούτε και προκύπτουν από υποκίνηση των κλασικών συνδικαλιστικών και πολιτικών φορέων. Αγώνες, απεργίες, επισχέσεις εργασίας, ασυντόνιστες και με μεγάλες αδυναμίες περιεχομένου μεν, αλλά με εκρηκτική έκφραση του «δεν πάει άλλο» των ίδιων των εργαζομένων δε. Και το κυριότερο, αγώνες που οργανώνονται από τους ίδιους. Αυτοί οι αγώνες παρότι δεν συνδέονται με ένα συνολικό πολιτικό ρεύμα ανατροπής και αμφισβήτησης της αστικής πολιτικής και επομένως έχουν σαφή όρια στα αποτελέσματά τους, αποτελούν ωστόσο, ως τάση ανεξαρτησίας και μαχητικότητας, «εν δυνάμει» κίνδυνο για το σύστημα, πολύ περισσότερο που μπαίνουμε σε μια περίοδο που οι συνέπειες τις κρίσης θα ενταθούν.
Δεν ξεχνούν το πολιτικό πρόβλημα που αναδείχτηκε στις ευρωεκλογές της 7ης Ιούνη, με το πρωτοφανές ποσοστό αποχής. Ήταν ένδειξη των τάσεων αποσταθεροποίησης του μοντέλου της αστικής εκπροσώπησης. Γεγονός που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο απασχόλησε τα αστικά κομματικά επιτελεία, αν και πολύ λιγότερο την αριστερά, μέσα ή έξω από το κοινοβούλιο, παρότι η αποχή απευθυνόταν και προς αυτήν.
Όλα αυτά μαζί, δηλαδή η καπιταλιστική κρίση, η ανάγκη ανασύνθεσης του πολιτικού συστήματος, και η κρίση εκπροσώπησης των εργατικών μαζών, αυτοτελώς και σε αλληλεπίδραση, οδήγησαν σε αυτές τις εκλογές. Το αν τα σχέδια αυτά βέβαια θα επαληθευτούν, εξαρτάται από τη συμπεριφορά των εργαζομένων και των νέων ανθρώπων.
Όλες οι εξελίξεις, επομένως, οδηγούν σε αναβαθμισμένες απαιτήσεις και δυνατότητες εμφάνισης και προώθησης στην πράξη μιας επαναθεμελιωμένης εργατικής επαναστατικής πολιτικής, που θα επιχειρεί να κάνει πρόγραμμα δράσης, περιεχόμενο (λογική, στόχοι, μορφές αγώνα) του συνολικού πολιτικού αγώνα των εργαζομένων την επαναστατική απάντηση στην κρίση.
Επαναστατική απάντηση στην κρίση, όμως, δεν είναι ένα αφηρημένο σύνθημα, αλλά διαπερνά και διαμορφώνει συγκεκριμένες απαντήσεις σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα της ταξικής πάλης (και κρίνεται σε αυτά):
Για να μην πληρώσουμε την κρίση τους πραγματικά, πρέπει να τους ανατρέψουμε. Πρέπει να αρνηθούμε την επιστροφή στην καταστροφική για τον άνθρωπο και τη φύση καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία άλλωστε μας έφερε εδώ. Δε ζητάμε «διέξοδο», «ανακούφιση», «ανάσχεση» κ.λπ. από την κρίση και μετά βλέπουμε..., αλλά μετατροπή της σήμερα σε πολιτική επαναστατική κρίση συνολικής αμφισβήτησης και ανατροπής του συστήματος που γεννά τις κρίσεις. Η επαναστατική απάντηση στην κρίση έχει αυτό ως πρόταγμα και στόχευση και όχι το υιοθετημένο από όλες τις πτέρυγες της Αριστεράς (κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής), ακόμη και από τη ΓΣΕΕ, «δεν θα πληρώσουμε την κρίση τους», το οποίο γεννά και αναπαράγει αυταπάτες περί του ότι μπορούμε να «τη βγάλουμε καθαρή» χωρίς συνολική σύγκρουση και επαναστατική ρήξη (νομιμοποιώντας έτσι κυβερνητικές προτάσεις «κοινωνικής ευαισθησίας» τύπου ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την κοινοβουλευτική-κομματική λογική του «ισχυρού ΚΚΕ-ισχυρού λαού»).
Για να υπάρξει πραγματικό εργατικό αντίπαλο δέος στην επίθεση που γίνεται και έρχεται, χρειάζεται επειγόντως ένα νέο εργατικό κίνημα βάσης και χειραφέτησης. Ένα κίνημα που μέσα στα προγράμματα των αγώνων και της πολιτικής πάλης θα προωθεί την τολμηρή αντεπίθεση των αξιών, κριτηρίων, λογικών και πρακτικών της εργατικής χειραφέτησης, της κατάργησης της εκμετάλλευσης, της αντίθεσης στα μοντέλα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κατανάλωσης, της αλλαγής του τρόπου παραγωγής του πλούτου και του ίδιου του πλούτου που παράγεται, της συμβατής με το περιβάλλον οργάνωσης της ζωής. Αξιών, κριτηρίων, λογικών και πρακτικών έξω, πέρα και ενάντια στον καπιταλιστικό πολιτισμό. Ένα τέτοιο κίνημα δε διεκδικεί «κάτι από τα κέρδη τους», αλλά όλον τον πλούτο που παράγει ο εργαζόμενος σήμερα, μαζί με την ανάγκη για αλλαγή αυτού του πλούτου. Δε διεκδικεί απλά «υπεράσπιση, ή ρεαλιστική μείωση των ωρών εργασίας» ή «δουλειά για όλους», αλλά τη ριζική πανκοινωνική μείωση του χρόνου και την αλλαγή του περιεχομένου της εργασίας για όλους, γιατί θέλει να κάνει μέτρο του πλούτου τον ελεύθερο χρόνο και να μετασχηματίσει την εργασία σε έναν πλούτο ελεύθερων συνεργατικών και δημιουργικών κοινωνικών δραστηριοτήτων. Δε διεκδικεί απλά «απαγόρευση των απολύσεων», «κρατικοποιήσεις» και «προγράμματα σωτηρίας», αλλά την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και την εργατική αυτοδιεύθυνση και συνεργασία για τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Δε διεκδικεί απλά «κρατική» παιδεία, υγεία, ασφάλιση, αλλά τη ριζική αλλαγή των λειτουργιών, των μεθόδων και του περιεχομένου τους, στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης και της απελευθέρωσης από τη δικτατορία της αστικής επιστήμης και ιδεολογίας. Δεν αναγνωρίζει σε κανένα μόρφωμα του αστικοποιημένου συνδικαλισμού (ΓΣΕΕ, Ομοσπονδίες, κ.λπ.) το δικαίωμα να εκπροσωπεί τους εργαζόμενους και δε διεκδικεί καμία αναγνώριση μέσα σε αυτούς τους θεσμούς στήριξης και αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας. Αντίθετα, οργανώνεται και παλεύει, με πραγματικά ανεξάρτητο τρόπο, με συνελεύσεις και διαδικασίες βάσης, με σωματεία συγκροτημένα σε αυτή την κατεύθυνση και επιτροπές βάσης, με πανεργατικό συντονισμό τους χωρίς γραφειοκρατικές ή «ταξικές» εκπροσωπήσεις.
Σε συνθήκες κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, αλλά και κρίσης της αστικής εκπροσώπησης, για να μη μας κυβερνήσει κανείς από όλα τα σχήματα και τις παραλλαγές της αστικής πολιτικής η επαναστατική απάντηση στην κρίση πρέπει να συμβάλει για να μετατεθεί πλήρως το πεδίο της πολιτικής από τους μηχανισμούς της εκπροσώπησης και του θεάματός τους, στο πεδίο της ανάπτυξης συλλογικών αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών και αντι-θεσμών κοινότητας, αγώνα, αλληλεγγύης, εργατικού πολιτισμού, και συνολικής πολιτικής πάλης για τα δικαιώματα, τις ανάγκες και τις επιθυμίες. Η παρέμβαση της επαναστατικής αριστεράς στις εκλογές δεν μπορεί να διεκδικεί γενικώς την πολιτική έκφραση των αγώνων, αλλά ακριβώς το αντίθετο: να αξιοποιεί ότι δυνατότητες της δίνουν τέτοιες μάχες για να αποκαλύπτει ότι τέτοιες διαδικασίες δεν είναι κομμάτι του κινήματος, ούτε μπορούν ποτέ να το εκπροσωπήσουν. Από αυτή τη σκοπιά, η εργατική επαναστατική πολιτική δε ζητάει καταγραφή εντός του αστικού συστήματος εκπροσώπησης, αλλά συμβολή στη διαμόρφωση ενός ανταγωνιστικού προς αυτό πεδίου παραγωγής και έκφρασης πολιτικής από τους ίδιους τους εργαζόμενους και τους αγωνιστές, και για τους ίδιους.
Η εργατική επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί μέσα στα παλιά μοντέλα μετώπων και συμμαχιών που μας κληροδότησε το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα σε όλες τις παραλλαγές του και αναπαράγει σήμερα η εξωκοινοβουλευτική και αντικαπιταλιστική Αριστερά. Τα μοντέλα αυτά είχαν και έχουν στο επίκεντρό τους την «ενότητα για να 'μαστε πολλοί», τις συμφωνίες των πολιτικών γραφείων των οργανώσεων, τα χαρτιά των «προγραμμάτων», μαζί με τον ανταγωνισμό για την ηγεμονία-πρωτοκαθεδρία πάνω στους υπόλοιπους. Και όλα αυτά, έξω από το πεδίο της ταξικής πάλης και των αγώνων όπου κρίνονται οι πραγματικές συνθέσεις και η προωθητικότητά τους ή όχι για τους ίδιους τους εργαζόμενους, μακριά από τον αποφασιστικό ρόλο των ίδιων των αγωνιστών, οι οποίοι καλούνται, στην καλύτερη περίπτωση, να συζητήσουν για την υλοποίηση των κεντρικών συμφωνιών, και κυρίως με σταθερό κυρίαρχο προσανατολισμό στις κάθε είδους εκλογικές αναμετρήσεις. Χρειάζεται σήμερα επειγόντως ένα άλλου τύπου μέτωπο, σε περιεχόμενο και μορφή: ένα κοινωνικοπολιτικό μέτωπο που θα εδράζεται στο πολύμορφο δυναμικό των πρωτοβουλιών της βάσης των εργαζομένων και των αγωνιστών, σε τμήματα των σωματείων και των επιτροπών βάσης, στα εργατικά σχήματα, στα σχήματα της ΕΑΑΚ, στις κινήσεις πόλης, στις ανοιχτές συνελεύσεις, στις πρωτοβουλίες αγώνα, στις καταλήψεις χώρων, στα νεολαιίστικα σχήματα της νέας βάρδιας, και θα επιχειρεί με αμεσοδημοκρατικές συνελευσιακές διαδικασίες μια ανώτερη πολιτική ενοποίηση (μέσα στην πολυμορφία), με κέντρο την πολιτική μάχη για επαναστατική απάντηση στην κρίση.
Αυτή η λογική, περιεχόμενο και μορφή μετώπου υπερβαίνει όλα τα μετωπικά σχήματα του παρελθόντος και του παρόντος της εξωκοινοβουλευτικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, και επιχειρεί να θέσει στο κέντρο της μετωπικής πολιτικής τη συγκρότηση νέων κοινωνικοπολιτικών υποκειμένων του επαναστατικού αγώνα, πέρα από τις αυτάρεσκες λογικές των «πρωτοποριών», του «καθοδηγητή-καθοδηγούμενου», των «απόλυτων αληθειών» που συμμαχούν πρόσκαιρα για να αποδείξουν μετά το «πόσο δίκιο είχε» η καθεμιά τους. Είναι μια πρόταση για ένα μέτωπο μέσο του επαναστατικού αγώνα και όχι αυτοσκοπός για την αναπαραγωγή και καταγραφή κομματικών μηχανισμών.
Για να υπάρξει μια «άλλη» σύγχρονη επαναστατική Αριστερά σήμερα, είναι ανάγκη και οι ίδιες οι οργανώσεις που μιλούν στο όνομά της να αλλάξουν «σύγχρονα» και «επαναστατικά». Πριν απ' όλα επιχειρώντας τόσο στην εσωτερική τους λειτουργία και στις πολιτικές θέσεις που εκφράζουν, όσο και στη σχέση τους με το κίνημα και το μέτωπο, να αποτυπώνουν από σήμερα εκείνα τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στην απελευθερωμένη κοινωνία που επιδιώκουν. Η «άλλη» Αριστερά δεν θα προκύψει απλώς με «αλλαγή των συσχετισμών» εντός της παλιάς Αριστεράς, με την εκλογική ή οργανωτική μετατόπιση προς τη «δική μας» Αριστερά, αλλά από μια πολύ πλατύτερη και βαθύτερη κοινωνικοπολιτική διαδικασία, ορισμένα βήματα της οποίας περιγράψαμε παραπάνω. Η επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής απελευθέρωσης στη σημερινή εποχή του καπιταλισμού, τόσο στη θεωρητική αναζήτηση όσο και στον κοινωνικό και πολιτικό πειραματισμό, αποτελεί μια κρίσιμη προϋπόθεση αυτής της πορείας. Οι διαφόρων τύπων αναπαλαιώσεις και νεο-ισμοί, η επιστροφή του παλιού στο όνομα της αδυναμίας του νέου να υπάρξει ακόμη, η αναπαραγωγή των βασικών μοχλών αναπαραγωγής της αστικής κυριαρχίας, όπως οι -με όποιο όνομα- «δημοκρατικοί συγκεντρωτισμοί», οι διαχωρισμοί διευθυντών και διευθυνόμενων, οι θεωρητικές μονολιθικότητες, και άλλα πολλά χαρακτηριστικά των μορφών του κόμματος που γνωρίσαμε, ναρκοθετούν διαρκώς το δρόμο για την «άλλη» Αριστερά, οδηγώντας ξανά πίσω τελικά στις παλιές μορφές μη εργατικής και μη επαναστατικής πολιτικής.
Η αναγκαία τομή και άλμα από αυτές τις μορφές δε θα προκύψει από παλιές ή νέες αυτόκλητες ομάδες «απόλυτης αλήθειας», αλλά από τη συμβολή στην πιο τολμηρή αναζήτηση, συζήτηση, έρευνα και δράση, εντός της ταξικής πάλης και για την ταξική πάλη, για τα μεγάλα επίδικα της εποχής μας.
Τα παραπάνω ισχύουν πρώτα από όλα και για το δικό μας εγχείρημα, το οποίο το τελευταίο διάστημα δοκιμάζεται από την απουσία ολόπλευρης συζήτησης, ενημέρωσης και απόφασης των Ο.Β. πάνω στα κρίσιμα ζητήματα της πολιτικής γραμμής, και την πρωτοφανή μετατροπή των πολιτικών του οργάνων σε πηγή όχι πολιτικής συζήτησης και κριτικής των απόψεων αλλά καταγγελιών σφων που έχουν διαφορετικές απόψεις και προτάσεις από αυτές της «πλειοψηφίας», με αποτέλεσμα την αναπαραγωγή και δημιουργία εκφυλιστικών φαινομένων και εσωκομματικών πρακτικών που μας γυρίζουν πίσω στα χρεοκοπημένα μοντέλα του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος που το ΝΑΡ από την ίδρυσή του παλεύει να υπερβεί.
Όλα τα παραπάνω, στην αλληλοδιαπλοκή τους συγκροτούν την προσπάθεια επαναστατικής απάντησης στην κρίση. Είναι προφανές ότι απέχουν πολύ από τις απαντήσεις που δίνει και τους δρόμους που ακολουθεί η σημερινή εξωκοινοβουλευτική, αντικαπιταλιστική, και επαναστατική Αριστερά. Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η Αριστερά, τα αντιστρατεύεται κιόλας, εμμένοντας, είτε μοναχικά είτε συμμαχικά, σε ένα κόμμα, μέτωπο και κίνημα από τα παλιά, που δεν μπορούν να απαντήσουν στις μεγάλες πραγματικές αγωνίες των εργαζομένων αλλά και των ίδιων των αγωνιστών που πλαισιώνουν αυτές τις οργανώσεις και τα συμμαχικά τους σχήματα.
Σε αυτά τα πλαίσια αντιμετωπίζουμε και το εγχείρημα του ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ένα εγχείρημα που πολύ σύντομα διέψευσε τις ελπίδες ακόμα και αυτών των αγωνιστών που επένδυσαν σε αυτό. Οι πρακτικές των συνιστωσών του στο εργατικό κίνημα (με αποκορύφωμα την τελευταία ΔΕΘ και τη συμμετοχή της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑΣ στη συγκέντρωση της ΓΣΕΕ) και στο μεταναστευτικό, ο τρόπος λειτουργίας που μετέτρεψε τις συνελεύσεις σε χώρο επιβεβαίωσης των ειλημμένων αποφάσεων των οργανώσεων και των κεντρικών τους συμφωνιών, το πολιτικό στίγμα που συνεχώς ταλαντεύεται ανάμεσα στην αντικαπιταλιστική και στην αντινεοφιλέλευθερη γραμμή, η αδυναμία συμβολής του στη συζήτηση και δράση για την απάντηση στην κρίση, όλα όσα δηλαδή θεωρήθηκαν στο παρελθόν «υπονομευτική κριτική» είναι σήμερα παραδεκτά ακόμα και από αγωνιστές που το στηρίζουν. Το κυριότερο όμως είναι ότι τα προβλήματα αυτά δεν είναι απλά ζήτημα συσχετισμών ή οργανωτικής δομής, αλλά βαθύτερων πολιτικών χαρακτηριστικών που εξαρχής συνόδευσαν αυτή την προσπάθεια.
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι η δικαίωση ή όχι της όποιας κριτικής και εσωκομματικής αντιπαράθεσης στο ΝΑΡ ή στην αντικαπιταλιστική αριστερά, αλλά το ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που η αδυναμία της απάντησης στην κρίση και τα αδιέξοδα του συγκεκριμένου εγχειρήματος εντείνουν την ανησυχία και την απογοήτευση ενός ευρύτερου δυναμικού ανεξάρτητα από την τοποθέτησή του απέναντι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε πια να εθελοτυφλούμε. Χρειάζεται άμεσα μια νέα πρωτοβουλία για το κίνημα και την αριστερά που θα έχει σαν κριτήριο και προϋπόθεση την εργατική επαναστατική απάντηση στην κρίση και τους νέους Δεκέμβρηδες που έρχονται, ιδιαίτερα στο νεολαιίστικο και εργατικό κίνημα, και θα αξιοποιεί και το δυναμικό όλων των προηγουμένων προσπαθειών, σε αντίθετη κατεύθυνση από τις εκλογικές συμπράξεις χωρίς στίγμα και προοπτική. Σε διαφορετική περίπτωση θα έχουμε ως ΝΑΡ και αντικαπιταλιστική αριστερά μεγάλη ευθύνη για την αναπαραγωγή όλων των αδιεξόδων που ζούμε σήμερα, μπροστά και στα μέτωπα που θα ανοίξουν μετεκλογικά.
Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι φανερό ότι κανένα πολιτικό σχέδιο κανενός σχηματισμού σε αυτές τις βουλευτικές εκλογές δε μπορεί να συμβάλει στην τόσο αναγκαία εμφάνιση και προώθηση της εργατικής επαναστατικής απάντησης στην κρίση. Εμείς θα προσπαθήσουμε να συμβάλλουμε στη διαμόρφωση των ουσιαστικών όρων για κάτι τέτοιο, μαζί με όλους τους οργανωμένους και ανένταχτους αγωνιστές που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες και αναζητούν απαντήσεις σε αυτή την κατεύθυνση, ανεξάρτητα από τη στάση τους στις 4 Οκτώβρη, τόσο στο πεδίο της θεωρητικής και πολιτικής συζήτησης και δράσης, όσο και στο καθοριστικό πεδίο του κινήματος και των αγώνων.
Μέλη από τις ΟΒ:
ΝΑΡ ιδιωτικών υπαλλήλων
ΝΑΡ τραπεζών-ΔΕΚΟ
ΝΑΡ δικαιοσύνης
ΝΑΡ ΜΜΕ-πολιτισμού
ΝΑΡ Βορείων προαστίων Αθήνας
ΝΑΡ Δυτικών προαστίων Αθήνας
ΝΑΡ εργαζομένων Θεσσαλονίκης
ΝΑΡ Ξάνθης
ΝΑΡ Κέρκυρας
ΝΑΡ Ευβοίας
ΝΑΡ Ευρώπης
ν.ΚΑ εργαζομένων Αθήνας
ν.ΚΑ εργαζόμενων Θεσσαλονίκης
ν.ΚΑ εργαζομένων Πάτρας
ν.ΚΑ σπουδάζουσας Αθήνας
ν.ΚΑ σπουδάζουσας Θεσσαλονίκης
ν.ΚΑ σπουδάζουσας Πάτρας
ν.ΚΑ Αλεξανδρούπολης