Η ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΟΥ 1922
Κύματα προσφύγων κατακλύζουν την Ελλάδα, σε συμπαιγνία με ξενόδουλους πολιτικούς που απεργάζονται την αλλοίωση του εκλογικού σώματος και του εθνικού κορμού. Το σχέδιο ξεσκεπάζουν τα εθνικά σκεπτόμενα ΜΜΕ. Δε βρισκόμαστε στο 2010 αλλά στην επαύριο της Μικρασιατικής καταστροφής.
Αν πιστέψουμε το όργιο παραπληροφόρησης που διακινείται στο διαδίκτυο από την οργανωμένη ακροδεξιά, το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για τους μετανάστες αποσκοπεί (και θα επιφέρει) μια δραματική αλλαγή στο ελληνικό εκλογικό σώμα και -κατ' επέκταση- στον «ελληνισμό».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, το νομοσχέδιο βάζει πάμπολλες «ασφαλιστικές δικλείδες», αποκλείοντας ρητά και κατηγορηματικά από την ελληνική ιθαγένεια τη συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών και πολιτικών προσφύγων πρώτης γενιάς: πρόσφυγες στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, οικονομικούς μετανάστες από τριτοκοσμικές χώρες χωρίς πιστοποιητικά γέννησης, όσους έχουν καταδικαστεί για οποιαδήποτε παραβίαση μεταναστευτικής νομοθεσίας, όσους κριθούν ότι δεν «έχουν επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας», καθώς και όσους δεν μπορέσουν να αποδείξουν στην αρμόδια διοικητική Επιτροπή όχι μόνο «την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία» αλλά και «τη δυνατότητά τους να συμμετάσχουν ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες τη διέπουν».
Αυτό το τελευταίο ιδίως, ισοδυναμεί με παροχή απόλυτης διοικητικής ευχέρειας στα αρμόδια όργανα, να κόβουν κατά βούληση όσους θεωρούν «μη ελληνοποιήσιμους» με βάση τα προσωπικά πολιτικά, θρησκευτικά ή ιδεολογικά τους γούστα και κριτήρια. Αλήθεια, πόσοι από τους σημερινούς (από γεννησιμιού) Ελληνες πολίτες κι αναντάν παπαντάν «Ελληνες το γένος» θα μπορούσαν να «αποδείξουν», πέραν πάσης αμφιβολίας και αμφισβήτησης, «τη δυνατότητά τους να συμμετάσχουν ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας»;
Εξίσου άτολμη (και σε μεγάλο επίπεδο συμβολικού χαρακτήρα) είναι και η παροχή δικαιώματος ψήφου στις τοπικές εκλογές σε ορισμένες κατηγορίες μεταναστών. Όπως επισήμανε η δικηγόρος Ιωάννα Κούρτοβικ στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων, ο αριθμός των δικαιούχων -με άδειες παραμονής «επί μακρόν», «διαρκείας» ή «αορίστου χρόνου»- δεν ξεπερνά στην πραγματικότητα μερικές εκατοντάδες σε όλη τη χώρα.
Από την άλλη, το ίδιο νομοσχέδιο πραγματοποιεί ένα ριζοσπαστικό βήμα με την απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά που γεννιούνται εδώ, διευκολύνοντας την ισότιμη ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη των παραπάνω διατάξεων να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους.
Το σημαντικότερο είναι πως η ελληνική πολιτεία δείχνει πια αποφασισμένη ν’ απαγκιστρωθεί από την ψευδοφυλετική λογική του «Έλληνα εξ αίματος» και ν’ αντιμετωπίσει καταπρόσωπα το κυριότερο (αν όχι το μοναδικό) «εθνικό ζήτημα» του καιρού μας: την όσο το δυνατόν πιο ομαλή, ισότιμη κι ολοκληρωμένη ένταξη στην ελληνική κοινωνία (και -προοπτικά- το ελληνικό έθνος) εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που το μόνο που τους εμποδίζει να νιώσουν πατρίδα τον τόπο που μεγάλωσαν, πήγαν σχολείο, έκαναν φίλους, ερωτεύτηκαν, μίσησαν, δούλεψαν, απολύθηκαν, (ενδεχομένως) απήργησαν ή διαδήλωσαν και (κατά κανόνα) φορολογήθηκαν, είναι ο θεσμικός αποκλεισμός τους από την ιδιότητα του πολίτη.
Το δίλημμα είναι πολύ απλό: ή έχουμε δημοκρατία, και λόγο για τα κοινά έχουν όλοι όσοι ζουν κι εργάζονται σε μόνιμη βάση στον τόπο μας, ή οικοδομούμε ένα καθεστώς δυο παράλληλων κοινωνιών, που θυμίζει περισσότερο Νότιο Αφρική ή Λίβανο. Με όσα μπορεί αυτό να σημαίνει για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού.
Διαβάστε τη συνέχεια
Στην πραγματικότητα, βέβαια, το νομοσχέδιο βάζει πάμπολλες «ασφαλιστικές δικλείδες», αποκλείοντας ρητά και κατηγορηματικά από την ελληνική ιθαγένεια τη συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών και πολιτικών προσφύγων πρώτης γενιάς: πρόσφυγες στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, οικονομικούς μετανάστες από τριτοκοσμικές χώρες χωρίς πιστοποιητικά γέννησης, όσους έχουν καταδικαστεί για οποιαδήποτε παραβίαση μεταναστευτικής νομοθεσίας, όσους κριθούν ότι δεν «έχουν επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας», καθώς και όσους δεν μπορέσουν να αποδείξουν στην αρμόδια διοικητική Επιτροπή όχι μόνο «την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία» αλλά και «τη δυνατότητά τους να συμμετάσχουν ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες τη διέπουν».
Αυτό το τελευταίο ιδίως, ισοδυναμεί με παροχή απόλυτης διοικητικής ευχέρειας στα αρμόδια όργανα, να κόβουν κατά βούληση όσους θεωρούν «μη ελληνοποιήσιμους» με βάση τα προσωπικά πολιτικά, θρησκευτικά ή ιδεολογικά τους γούστα και κριτήρια. Αλήθεια, πόσοι από τους σημερινούς (από γεννησιμιού) Ελληνες πολίτες κι αναντάν παπαντάν «Ελληνες το γένος» θα μπορούσαν να «αποδείξουν», πέραν πάσης αμφιβολίας και αμφισβήτησης, «τη δυνατότητά τους να συμμετάσχουν ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας»;
Εξίσου άτολμη (και σε μεγάλο επίπεδο συμβολικού χαρακτήρα) είναι και η παροχή δικαιώματος ψήφου στις τοπικές εκλογές σε ορισμένες κατηγορίες μεταναστών. Όπως επισήμανε η δικηγόρος Ιωάννα Κούρτοβικ στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων, ο αριθμός των δικαιούχων -με άδειες παραμονής «επί μακρόν», «διαρκείας» ή «αορίστου χρόνου»- δεν ξεπερνά στην πραγματικότητα μερικές εκατοντάδες σε όλη τη χώρα.
Από την άλλη, το ίδιο νομοσχέδιο πραγματοποιεί ένα ριζοσπαστικό βήμα με την απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά που γεννιούνται εδώ, διευκολύνοντας την ισότιμη ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη των παραπάνω διατάξεων να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους.
Το σημαντικότερο είναι πως η ελληνική πολιτεία δείχνει πια αποφασισμένη ν’ απαγκιστρωθεί από την ψευδοφυλετική λογική του «Έλληνα εξ αίματος» και ν’ αντιμετωπίσει καταπρόσωπα το κυριότερο (αν όχι το μοναδικό) «εθνικό ζήτημα» του καιρού μας: την όσο το δυνατόν πιο ομαλή, ισότιμη κι ολοκληρωμένη ένταξη στην ελληνική κοινωνία (και -προοπτικά- το ελληνικό έθνος) εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που το μόνο που τους εμποδίζει να νιώσουν πατρίδα τον τόπο που μεγάλωσαν, πήγαν σχολείο, έκαναν φίλους, ερωτεύτηκαν, μίσησαν, δούλεψαν, απολύθηκαν, (ενδεχομένως) απήργησαν ή διαδήλωσαν και (κατά κανόνα) φορολογήθηκαν, είναι ο θεσμικός αποκλεισμός τους από την ιδιότητα του πολίτη.
Το δίλημμα είναι πολύ απλό: ή έχουμε δημοκρατία, και λόγο για τα κοινά έχουν όλοι όσοι ζουν κι εργάζονται σε μόνιμη βάση στον τόπο μας, ή οικοδομούμε ένα καθεστώς δυο παράλληλων κοινωνιών, που θυμίζει περισσότερο Νότιο Αφρική ή Λίβανο. Με όσα μπορεί αυτό να σημαίνει για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού.
Διαβάστε τη συνέχεια