10/11/07

Φτωχοί, θρήσκοι και αμόρφωτοι απορρίπτουν συνήθως τους μετανάστες

Αθωότητα και άγνοια ή ρεαλισμός και ανθρώπινη επαφή; Τι είναι τελικά αυτό που κάνει τα Ελληνόπουλα λιγότερο φοβικά απέναντι στους ξένους; Ισχύει το ίδιο στην επαρχία η περιορίζεται το φαινόμενο στο κέντρο όπου οι ξένοι είναι περισσότεροι;
Παρατηρούνται ανάλογες διαφορές και σε άλλες χώρες; Τελικά, δικαιολογείται μια αισιοδοξία για το μέλλον ή μήπως όσο τα παιδιά θα μεγαλώνουν θα ενσωματώνονται στους υψηλούς δείκτες ξενοφοβίας;

Απαντήσεις σε τέτοιας μορφής ερωτήματα ζητήσαμε από τον Θωμά Μαλούτα, πανεπιστημιακό-στέλεχος του ΕΚΚΕ, που συμμετείχε και στην ανάλυση της ευρωπαϊκής κοινωνικής έρευνας. Οπως λέει, «το σημαντικότερο στοιχείο διαφοροποίησης πρέπει να αφορά το εθνικιστικό υπόβαθρο της ξενοφοβίας στην Ελλάδα που στρέφεται κυρίως ενάντια σε οτιδήποτε προσλαμβάνει ως απειλή για τη διατήρηση μιας αμιγούς ταυτότητας μέσα στο πλαίσιο του ιδεολογήματος της ιστορικής συνέχειάς της». Τι αλλάζει όμως στο σχολείο; «Η επαφή με τον συγκεκριμένο άλλο, και ειδικά στον χώρο του σχολείου, αποδυναμώνει την επίδραση του σχετικού υποβάθρου, ειδικά όταν αυτό δεν ενδυναμώνεται συστηματικά από άλλα στοιχεία, όπως ο ανταγωνισμός για τις ίδιες θέσεις απασχόλησης κ.λπ. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο εθνικισμός μειώνεται ή ότι γενικά ο μετανάστης δεν θεωρείται μια συνολικά αρνητική υπόσταση, αλλά ότι ο συγκεκριμένος μετανάστης με τον οποίο υπάρχει η καθημερινή συνύπαρξη στο σχολείο, τη γειτονιά ή τον χώρο εργασίας είναι πλέον οικείος και ξεφεύγει ως εξαίρεση από το αρνητικό πλαίσιο της κατηγορίας του».

Ολα τα παραπάνω συμβαίνουν όμως τώρα. Μπορούμε να προβλέψουμε τι θα συμβαίνει έπειτα από κάποιες δεκαετίες; Ο Θ. Μαλούτας δεν διακινδυνεύει προβλέψεις. Λέει όμως: «Η συγκριτικά ομαλή κοινωνικοοικονομική ένταξη των μεταναστών στην Ελλάδα τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην κατοικία προοιωνίζεται ίσως μια προοδευτική άμβλυνση των αρνητικών προσλήψεων και προδιαθέσεων. Ωστόσο, η σύμφυση των κυρίαρχων προδιαθέσεων με τις εθνικιστικές καταβολές, των προβλημάτων που γεννώνται σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες και για γηγενείς ομάδες, των απειλών που ενσαρκώνει πάντα η παραβατικότητα του κοινωνικά ασθενέστερου κατά της ζωής και περιουσίας των υπολοίπων και ο πειρασμός πολιτικής διαχείρισής τους με τρόπο που να αναδεικνύει τη μετανάστευση ως ρίζα του κακού (αποτελεσματικό από ό,τι δείχνει η πρακτική των ακροδεξιών κομμάτων τις τελευταίες δεκαετίες) είναι στοιχείο που δεν αναιρεί μια γενική αισιοδοξία, αλλά σημαίνει ότι πρέπει κανείς να είναι έτοιμος και για σοβαρές υποτροπές».

Η αυριανή κοινωνία όμως χτίζεται σε μεγάλο βαθμό μέσα στα σχολεία. Αρα δεν δικαιολογείται κάποια αισιοδοξία; «Γενικά δικαιολογείται. Εξαρτάται όμως και από το εύρος που θα πάρει η κρίση αναπαραγωγής των γηγενών μεσαίων στρωμάτων και από τον βαθμό στον οποίο η δεύτερη γενιά των μεταναστών θα αναπτύξει μια κοινωνική κινητικότητα που θα επιδεινώνει αυτήν την κρίση.

Πρόκειται για την εποχή που τα πολυπληθή γηγενή μεσοστρώματα θα έχουν δυσκολία να εξασφαλίσουν ανάλογες κοινωνικοεπαγγελματικές θέσεις στις επόμενες γενιές τους, ενώ οι νέες γενιές των μεταναστών δεν θα αρκούνται, όπως σήμερα, στις δουλειές που δεν θέλουν οι γηγενείς. Σε συνθήκες υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης κάτι τέτοιο δεν θα αποτελέσει πρόβλημα. Σε διαφορετικές όμως συνθήκες τα πράγματα μπορούν να εξελιχθούν προβληματικά» λέει ο κ. Μαλούτας.

Σχολείο ταξικό

Συμπληρώνει όμως ότι «δεν είναι δεδομένη και η διατήρηση ανάλογου ρόλου για το σχολείο». «Σήμερα εξακολουθεί να είναι (αριθμητικά τουλάχιστον) κυρίαρχος ο ρόλος του δημόσιου σχολείου και να λειτουργεί με σχετικά κοινωνικά εξισωτικό τρόπο, τουλάχιστον με την έννοια ότι πολύ ευρέα στρώματα του πληθυσμού δεν αυτοπεριορίζουν τις προσδοκίες των ίδιων και των παιδιών τους μέσα από την εκπαίδευση.

Ωστόσο, και οι εγχώριες εξελίξεις (όπου η μεταρρύθμιση στην Παιδεία είναι περισσότερο μια προσπάθεια ανταπόκρισης στην αγωνία κοινωνικής αναπαραγωγής των μεσοστρωμάτων) και οι ανάλογες διεθνείς (βλέπε ιδιαίτερα τη Μεγάλη Βρετανία με τη στροφή στην ιδιωτική εκπαίδευση και τις διαφοροποιήσεις στο πλαίσιο της δημόσιας) προοιωνίζονται ένα μέλλον όπου το σχολείο και η Παιδεία θα είναι πολύ περισσότερο ένα καταναλωτικό προϊόν στο οποίο τα διάφορα κοινωνικά στρώματα θα μπορούν να επενδύουν με πολύ διαφορετικό τρόπο.

Αυτό σημαίνει ότι ο σημερινός ταξικός χαρακτήρας του σχολείου θα ενταθεί και ο ρόλος του ως στοιχείου ανάπτυξης της κοινωνικής συνοχής θα είναι πολύ δυσχερέστερος».

Υπάρχουν όμως κάποια στοιχεία που διαφοροποιούν την ελληνική σχολική κοινότητα από εκείνες άλλων χωρών. «Ενα σημαντικό στοιχείο είναι ότι η πλειονότητα των μεταναστών στην Ελλάδα δεν διαφοροποιούνται φυλετικά από τον γηγενή πληθυσμό. Επίσης, η μακράν μεγαλύτερη εθνική ομάδα μεταναστών, οι Αλβανοί, δεν διακρίνονται από κάποια χαρακτηριστικά (π.χ. έντονο θρησκευτικό συναίσθημα και ανάλογες καθημερινές πρακτικές). Τα χαρακτηριστικά αυτά σημαίνουν ότι ο δικός μας "άλλος" είναι λιγότερο ορατός (όπως π.χ. στη Γαλλία οι καταγόμενοι από την Αφρική).

Παράλληλα, είναι σημαντικό ότι στη χώρα μας δεν αναπτύχθηκε ποτέ κουλτούρα εργατικής τάξης, που συνδέεται με "μάτσο" συμπεριφορές νεαρών αγοριών, τα οποία με υπερηφάνεια αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους ως αυριανά μέλη της και, παράλληλα, τον μετανάστη ως άμεσο ανταγωνιστή».

Μήπως όμως η ύφεση της ξενοφοβίας εντοπίζεται μόνο στην Αθήνα και είναι πολύ διαφορετική η κατάσταση στην περιφέρεια; Ο ερευνητής υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για αθηναϊκή ιδιαιτερότητα: «Παλαιότερες έρευνες σε αγροτικές περιοχές (Κασίμης, Ζακοπούλου, Παπαδόπουλος, σε Κορινθία, Ηπειρο και Κρήτη) είχαν δείξει ότι υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ μιας γενικής απορριπτικής στάσης και της θετικής αξιολόγησης των μεταναστών με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της αναγκαιότητας της παρουσίας τους στο πλαίσιο των αγροτικών εργασιών». Αλλη δηλαδή η γενική εικόνα που έχουμε για τον «ξένο» και άλλη για τον ξένο που γνωρίζουμε καλά.

Στην ευρωπαϊκή κοινωνική έρευνα τα ποσοστά ξενοφοβίας των Ελλήνων ψηλώνουν περισσότερο ανάλογα με τέσσερις παραμέτρους: Χαμηλό εισόδημα, χαμηλή μόρφωση, δεξιά πολιτική τοποθέτηση, υψηλός βαθμός θρησκευτικότητας. Με άλλα λόγια, όσο πιο δεξιά αυτοτοποθετείται κανείς πολιτικά, όσο πιο θρήσκος δηλώνει, όσο χαμηλότερη μόρφωση διαθέτει και όσο μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα έχει, τόσο περισσότερο απορριπτικός είναι απέναντι στους μετανάστες. Αυτό μπορεί να συσχετισθεί με τη στάση των μαθητών; «Δεν νομίζω ότι υπάρχουν αρκετά πλούσια στοιχεία για να μπορέσει κανείς να σχολιάσει αξιόπιστα αυτές τις διαφοροποιήσεις. Θα χρειαζόταν ένα μεγάλο δείγμα από σχολεία σε διαφορετικές συνοικίες της πόλης και με σαφή αναφορά στο κοινωνικο-οικονομικό προφίλ και το πολιτικό περιβάλλον των ερωτώμενων και των οικογενειών τους» μας λέει ο κ. Μαλούτας.

Θα υπήρχαν όμως και κάποιοι που θα έλεγαν ότι τα παιδιά στην Αθήνα φοβούνται να δηλώσουν απόρριψη επειδή ακριβώς οι ξένοι είναι πάρα πολλοί. Υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο; «Ο μεγάλος αριθμός δεν είναι πάντοτε συμβολή στη θετική πρόσληψή τους, αφού μπορεί να εκληφθεί και ως απειλή» αντιλέγει ο κ. Μαλούτας. «Αλλωστε, είναι γνωστό ότι ορισμένα κοινωνικά στρώματα προσπαθούν να αποφύγουν σχολεία με μεγάλο αριθμό μεταναστών με τη λογική ότι κατά κανόνα θα είναι και λιγότερο υποβοηθητικά για τις επιδόσεις των παιδιών τους. Θα είχε πάντως ενδιαφέρον να υπήρχαν στοιχεία και από μαθητές των μεγάλων ιδιωτικών σχολείων της αθηναϊκής περιφέρειας, χωρίς ωστόσο να θεωρώ ότι θα αντιμετωπίζαμε κάποιες ριζικά διαφορετικές συμπεριφορές».


Α.Χ. arihadj@enet.gr


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/11/2007

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ