22/6/08

Κίνηση νέου εργατικού κινήματος και πολιτική συνείδηση

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ

Η εισήγηση για την Εργατική Συνδιάσκεψη, μεταξύ των άλλων, επαναφέρει την κατεύθυνση του 2ου Συνεδρίου του ΝΑΡ για τη δημιουργία Κίνησης του νέου εργατικού κινήματος και θέτει επιτακτικά την ανάγκη άμεσης προετοιμασίας και ανάληψης πρωτοβουλιών σε αυτήν την κατεύθυνση. Το σημείο αυτό έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση, προβληματισμό και διαφωνίες μεταξύ μας.

Γιατί άραγε; Είναι μήπως η ανησυχία για πιθανή σύγχυση που δημιουργείται σε ό,τι αφορά την σχέση αυτής κίνησης με τα υπάρχοντα πολιτικο-συνδικαλιστικά σχήματα και συσπειρώσεις; Βαραίνει άραγε η αντιπαράθεση για τις επιλογές μερίδας συντρόφων μας στο παρελθόν – που έδρασαν με τρόπο και περιεχόμενο, που δέχονται δικαιολογημένη κριτική παρά τις θετικές εμπειρίες – και ο φόβος ότι απλά επιδιώκουμε μια διαχείριση εσωτερικών διαφωνιών μας; Μήπως είναι απλά θέμα διαφορετικής εκτίμησης για τις πραγματικές δυνατότητες της οργάνωσης να κάνει ένα τέτοιο βήμα; Είναι ο φόβος ότι θα δράσουμε μόνοι μας χωρίς συμμετοχή και άλλων πολιτικών δυνάμεων;

Χωρίς καμία αυθαίρετη ομαδοποίηση και ισοπέδωση των προσεγγίσεων και με πλήρη σεβασμό στις πολιτικές γνώμες που αναπτύσσονται, θέλω να επισημάνω πως αλλού βρίσκεται το βασικό πρόβλημα που αναφύεται με αφορμή το συγκεκριμένο ζήτημα. Σχετίζεται με τις πολιτικές και θεωρητικές ταλαντεύσεις και ανεπάρκειες που έχουμε για το περιεχόμενο και τις μορφές πολιτικής και ιδεολογικής δράσης για τη δοκιμασία της πολιτικής γραμμής και των επεξεργασιών μας. Ας δούμε κατ’ αρχήν, πώς απαντάται σήμερα αυτό το ζήτημα. Στην πράξη, υπάρχει μια «απλοποίηση» των πραγμάτων: Τα μέλη μας δρουν κατά βάση στα πλαίσιο πολιτικο-συνδικαλιστικών σχημάτων στους χώρους εργασίας, σπουδών και γειτονιάς, όπου επιδιώκεται άμεσα ή έμμεσα η πολιτικοποίηση και η διεύρυνση του θεματολογίου της δράσης τους. Από την άλλη στις «κεντρικές πολιτικές μάχες», αναπτύσσεται μια καμπανιακή πολιτική δουλειά. Η αυτοτελής πολιτική και θεωρητική δουλειά του ΝΑΡ και της νΚΑ, δεν αναπτύσσεται όσο θα πρέπει, με πλούτο θεματολογίας και μορφών, παρά τα βήματα που έγιναν φέτος – σε κεντρικό μόνο επίπεδο – μέσω κάποιων σημαντικών εκδηλώσεων. Πρέπει να συζητήσουμε καθαρά μεταξύ μας και να κατανοήσουμε ότι αυτό το μοντέλο δράσης, είναι παντελώς ανεπαρκές σε σχέση με την ανάγκη ανάπτυξης της συνολικής δουλειάς για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου επαναστατικού αντικαπιταλιστικού ρεύματος και τελικά την ανάπτυξη επαναστατικής συνείδησης.

Ας αφήσουμε για λίγο τη συζήτηση για την «Κίνηση για το νέο εργατικό κίνημα»… Πώς στεκόμαστε απέναντι στην πρόταση για δημιουργία μετωπικής κίνησης κατά της ΕΕ; Μήπως έχουμε κάποιας μορφής συσπείρωση που να διαπραγματεύεται με μια σχετική αυτοτέλεια το ζήτημα των λαϊκών ελευθεριών; Μετά και τη διάλυση της Πρωτοβουλίας Αγώνα, πώς παρεμβαίνουμε στα ζητήματα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης; Σε ποια μετωπική πρωτοβουλία συμβάλλουμε σαν ΝΑΡ σχετικά με τους μετανάστες, που είναι και θέμα της εργατικής συνδιάσκεψης; Για τα θέματα των δημοσίων χώρων, του περιβάλλοντος, της κλιματικής αλλαγής, ποια είναι η αυτοτελής δράση μας; Για το ζήτημα του πολέμου υπάρχει η δράση μας μέσω της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης, γιατί όμως δεν μπορούμε να κάνουμε μια αξιοπρεπή κινητοποίηση για τον πόλεμο στο Ιράκ ή για την «αντιπυραυλική ασπίδα» των ΗΠΑ; Γιατί το ΝΑΡ δεν έχει μια συνέχεια στην οργάνωση των διεθνών επαφών του;

Και τι κάνουμε, θα ρωτήσει κάποιος καλοπροαίρετα. Για κάθε ένα από αυτά τα ζητήματα, θα στήνουμε και μια μορφή; Αποτελεί θετικό κεκτημένο μας η αντιπαράθεση με τη λογική του κατακερματισμού και της απουσίας της κεντρικής εκφοράς της εργατικής πολιτικής στην καθημερινή πολιτική διαπάλη. Ωστόσο, έχουμε πάει στην απέναντι μεριά. Υποτιμούμε το απλό γεγονός ότι η πολιτική συνείδηση και συμπεριφορά διαμορφώνεται μέσα από ένα σύνολο παράγοντες, με ανισομετρία και με διαφορετικό τρόπο στον κάθε εργαζόμενο και νεολαίο. Εμείς είμαστε αντίθετοι στην απλουστευτική λογική του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, που θέτει σινικά τείχη ανάμεσα στη συνδικαλιστική δράση της εργατικής τάξης, την ευρεία αντικαπιταλιστική παρέμβαση των διάφορων πολιτικών μετώπων και τις επαναστατικές πολιτικές πρωτοπορίες. Πρέπει όμως να κατανοήσουμε ότι και αυτός ο διαχωρισμός των «τριών επιπέδων» είναι μεθοδολογικός. Αλήθεια, πώς διαμορφώνεται η εργατική συνείδηση και οι εξαρτήσεις από την αστική πολιτική; Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν πάμπολλα επίπεδα και πεδία με αλληλεξάρτηση και σχετική αυτοτέλεια μεταξύ τους, που καθορίζουν τα όρια και τις δυνατότητες ανάπτυξης αντικαπιταλιστικής δράσης και εν δυνάμει επαναστατικής συνείδησης. Η απόρριψη της λογικής των «ομόκεντρων κύκλων» πολιτικοποίησης που θέτει στο κέντρο την «ανώτερη ποιοτικά επαναστατική οργάνωση» και στους περιφερικούς κύκλους τις «άπειρες πολιτικά μάζες», δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην ισοπέδωση όλων αυτών των επιπέδων και στην επικίνδυνη «απλοποίηση» των οργανωτικών και πολιτικών μορφών παρέμβασής μας. Αντίθετα, πρέπει να αντιληφθούμε με διαλεκτικό τρόπο, την ανάγκη παρέμβασης σε όλα αυτά τα τεμνόμενα μεταξύ τους επίπεδα με τις κατάλληλες μορφές και φυσικά με ένα κεντρικό ισχυρό στίγμα επαναστατικής πολιτικής γραμμής. Η δράση μας σε όλα τα μέτωπα και τομείς δράσης, πρέπει να σφραγίζεται από το στρατηγικό πυρήνα της πολιτικής μας για επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής προοπτικής και να συμβάλει στη συγκέντρωση δυνάμεων για το αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο.

Πολύ περισσότερο, που τα πεδία είναι ακόμη περισσότερα και από αυτά που αναφέρθηκαν. Γιατί δεν έχουμε ένα όμιλο μελέτης της ιστορίας στο ΝΑΡ; Μήπως στα πανεπιστήμια πρέπει να απασχοληθούμε – φοιτητές και διδακτικό προσωπικό – και με την ανάπτυξη ενός ανατρεπτικού ερευνητικού μορφωτικού ρεύματος, με πυρήνα του τη θεώρηση των κοινωνικών προβλημάτων από τη σκοπιά της εργαζόμενης πλειοψηφίας; Ασχολούνται οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με την κριτική της εκπαίδευσης και τους προσανατολισμούς της; Γιατί δεν συμβάλλουμε όσο πρέπει στις θεωρητικές πρωτοβουλίες της ‘Ουτοπίας’; Γιατί έχει υποβαθμιστεί το στοιχεία της θεωρητικής αναζήτησης στο ‘Πριν’ και γιατί λείπει ένα πολιτικό και θεωρητικό πόρταλ του ΝΑΡ στο ίντερνετ;

Όχι μία λοιπόν ακόμη, αλλά πάμπολλες «κινήσεις» και μορφές χρειαζόμαστε. Μπορούμε όμως; Μήπως πρέπει να το δούμε αντίστροφα; Μπορούμε να εξασφαλίσουμε ένα στοιχειώδες πεδίο οργανωτικής και πολιτικής δραστηριοποίησης των μελών του ΝΑΡ, όσο συντηρούμε αυτή τη φτώχεια στους δρόμους δράσης μας; Μήπως πρέπει να καταλάβουμε ότι έχουμε ήδη φτάσει σε ένα επικίνδυνο όριο και δεν πάει άλλο έτσι;

Αλλά και αν ακόμη εκτιμήσουμε ότι «εμείς σήμερα δεν μπορούμε», ποιος μας δίνει το δικαίωμα να κάνουμε την αδυναμία αρετή; Και αν είναι «δύσκολο» να κάνουμε στοιχειώδη βήματα στα παραπάνω, είναι «ευκολότερο», να μιλάμε και να στοχεύουμε στην επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής προοπτικής;

Συνοψίζοντας, ας προβληματιστούμε πάνω στην μία ή την άλλη μορφή και σκοπιμότητά της. Ας αποφασίσουμε όμως να ανοίξουμε ένα ειλικρινές και σταθερό μέτωπο με τις αδυναμίες μας και να συζητήσουμε με ανοιχτό και συντροφικό τρόπο.

ΠΡΙΝ 22/06/2008

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ