ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΡΑΓΑΝΙΓΟΣ
Το ότι η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε είναι «μη συνηθισμένη» είναι πλέον σαφές σε όλους. Επιβεβαιώνεται από το χαρακτήρα της κρίσης και από τα φαινόμενα ύφεσης του καπιταλισμού. Την υπογραμμίζει η ισχυρή απαξίωση του αστικού δικομματισμού και ειδικά του ΠΑΣΟΚ και το διευρυμένο ρεύμα διαμαρτυρίας, σχετικής αγωνιστικής ανόδου, κοινωνικής και πολιτικής αναζήτησης πλατιών τμημάτων των εργαζομένων προς τα αριστερά.
Σε αυτές τις συνθήκες, το κρίσιμο ζήτημα για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα, στο οποίο πρέπει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας, είναι ένα: Σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί αυτό το «ευρύ ρεύμα διαμαρτυρίας» και ιδιαίτερα μια πρωτοπόρα αγωνιστική του ζώνη, που αναδεικνύεται εντός του; Θα κινηθεί σε κατεύθυνση ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, της ΕΕ, των ιμπεριαλιστικών τυχοδιωκτισμών, σε αντιπαράθεση με τους πυλώνες της αστικής πολιτικής ή θα εγκλωβιστεί σε λύσεις αναπαλαίωσης του αστικού πολιτικού συστήματος; Ειδικότερα, θα μετασχηματιστεί η πιο πρωτοπόρα αγωνιστική του ζώνη, σε ένα συνολικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό ρεύμα (και μαζί του θα μετασχηματιστούμε και εμείς) ή θα πισωγυρίσει και θα «διαλυθεί» σε πολυποίκιλα άλλα σχέδια, αντιθετικά στην προοπτική αυτή;
Γύρω από αυτό το ερώτημα αρθρώνονται τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια στην Αριστερά και στο εργατικό κίνημα. Ποια πρέπει λοιπόν να είναι η δική μας πολιτική λογική; Πού κρίνεται και ποια προβλήματα εμποδίζουν την ανάπτυξή της;
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά και το ΝΑΡ έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο σε κάθε αγώνα και κίνημα των τελευταίων χρόνων. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα περισσότερα από τα κινήματα της περιόδου αυτής, δεν θα έφταναν στο επίπεδο που έφτασαν χωρίς την παρέμβασή της. Και αυτό κάτι λέει για τη δράση των αγωνιστών της, την επαφή τους με τους εργαζόμενους και την νεολαία, αλλά και την πολιτική της γραμμή.
Όμως η αντικαπιταλιστική Αριστερά και το ΝΑΡ, δυσκολεύονται εξαιρετικά να κερδίσουν πολιτικά, γιατί δεν αποτελούν ένα σχετικά ολοκληρωμένο συνολικό επαναστατικό πολιτικό ρεύμα στην κοινωνία. Το πολιτικό μας δίλημμα για την επόμενη περίοδο, δεν είναι ούτε το αν θα κάνουμε μια «ρεαλιστικότερη πολιτική πρόταση», ούτε το αν θα αποκτήσουμε μια «πλατιά πολιτική απεύθυνσης», ούτε το αν θα διαχειριστούμε τυπικά τις διαφωνίες μας. Το ερώτημα που στέκει εμπρός μας είναι αμείλικτο: Θα κάνουμε βήματα στη συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου αντικαπιταλιστικού επαναστατικού ρεύματος ή θα υποκλιθούμε στις διάφορες εκδοχές «ρεαλιστικών» πολιτικών προτάσεων της διαχειριστικής Αριστεράς;
Πράγμα, που στη συγκεκριμένη φάση κρίνεται στο αν θα υπερβούμε την ταλάντευση ανάμεσα στο αντικαπιταλιστικό και το αντινεοφιλελεύθερο πρόγραμμα στην πολιτική μας, αλλά και τα πολυποίκιλα ρεύματα του οικονομισμού, που καταλήγουν πάντα στην ουρά του υποταγμένου συνδικαλισμού στο εργατικό κίνημα.
Λέει ο Α. Αλαβάνος σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ‘Ελευθεροτυπία’ ότι «οι πολίτες της Αριστεράς και όσοι είχαν ακολουθήσει το σοσιαλδημοκρατικό εγχείρημα έχουν δική τους συμφωνία για κοινωνικό κράτος, αναδιανομή του εισοδήματος, οικολογική στροφή, ένα σύγχρονο δημόσιο τομέα, δημοκρατικές αλλαγές, διαφάνεια και έλεγχο στις κρατικές υπηρεσίες και σεβασμό στον πολίτη, για δημόσια δωρεάν υψηλής ποιότητας παιδεία». Βάλτε τα αυτά δίπλα στην πρόταση του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για τη «δημοκρατική επανίδρυση της ΕΕ» και έχουμε μια πλήρη εικόνα της αντινεοφιλελεύθερης – διαχειριστικής πλατφόρμας στη σημερινή εκδοχή της. Σε αυτή την βάση, η «αριστερή διακυβέρνηση» αποκτά όλο της το περιεχόμενο.
Ο χαρακτήρας των διεκδικούμενων αλλαγών συνδέεται άμεσα με την πολιτική πρόταση της διαχειριστικής Αριστεράς, περί αριστερής διακυβέρνησης. Δεν μπορούμε να καταδικάσουμε ανέξοδα το δεύτερο, αν δεν παίρνουμε θέση για το πρώτο. Το ζητούμενο για μας πρέπει να είναι ένα πρόγραμμα πολιτικού αγώνα για την ανατροπή του κοινωνικού ταξικού συσχετισμού προς όφελος των εργαζομένων, στηριγμένο σε ένα εργατικό κίνημα αμφισβήτησης των πυλώνων της αστικής πολιτικής, π.χ. με πέρασμα όλων των εταιρειών στρατηγικής σημασίας σε δημόσιο έλεγχο, απειθαρχία – ανυπακοή έως το επίπεδο της αποδέσμευσης από ΕΕ-ΟΝΕ, υπονόμευση και κατάργηση των αντιδραστικών μηχανισμών του κράτους από τη σκοπιά των οργάνων – φύτρων μιας νέας εργατικής εξουσίας κ.λπ. Να γιατί εμείς δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε απόψεις που ψαλιδίζουν το αριστερό – εργατικό «Όχι» στην ΕΕ σε μια σεμνή καταγγελία της Ευρώπης του ρατσισμού και του πολέμου.
Η πολιτική αυτή κατεύθυνση αποτελεί τη βάση της ενωτικής μας πρότασης προς τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, αλλά και του πυρήνα της δημιουργικής αντιπαράθεσης που πρέπει να κάνουμε με άλλα ρεύματα, αλλά και δικές μας υστερήσεις που μας καθηλώνουν. Σε αυτή την προσπάθεια δεν συμβάλλουν διόλου θετικά ορισμένες σκέψεις που κατατέθηκαν στο πλαίσιο του διαλόγου για την Εργατική Συνδιάσκεψη που θέτουν θέμα αριστερής κυβέρνησης του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου ή και μιας εναλλακτικής εργατικής – δημοκρατικής πολιτικής πρότασης «διεξόδου από την κρίση» ρητά ορισμένη «εντός του καπιταλισμού». Οι λογικές αυτές (εφόσον εννοούν αυτά που γράφονται) δεν μας βοηθούν να συγκρουστούμε δημιουργικά με τον κυβερνητισμό και συνολικά με την αντινεοφιλελεύθερη – διαχειριστική πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων δυνάμεων που κινούνται στις παρυφές της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Πάμε παρακάτω. Ποιο είναι το πρόβλημα της παρέμβασης του ΝΑΡ στο εργατικό κίνημα και ευρύτερα στα κινήματα; Ότι δεν ασχολείται με την πρωτογενή δουλεία μέσα στους εργαζόμενους; Ότι κτίζει διαρκώς «πολιτικές κινήσεις από τα πάνω» (οι σύντροφοι που κάνουν αυτή την κριτική, αναφέρονται στη μία και μοναδική προσπάθεια για το Κέντρο Εργατικής Παρέμβασης πριν από… 10 χρόνια). Ότι δεν παρεμβαίνει στα υπάρχοντα συνδικάτα; Ότι προβάλλει υπερπολιτικοποιημένα αιτήματα; Ή μήπως ότι έχει την τάση να διασπάσει τις συσπειρώσεις και τα σχήματα; Αστεία πράγματα.
Το ΝΑΡ ασχολείται κατά βάση αποκλειστικά με την οικονομική πάλη των εργαζομένων και η πολιτική του παρέμβαση περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό στη στήριξη της δράσης των πολιτικοσυνδιλιστικών σχημάτων και συσπειρώσεων. Μπορέσαμε εμείς μέσα στο πρόσφατο εργατικό κίνημα να θέσουμε γενικότερα ζητήματα, όπως για παράδειγμα συνθήματα και στόχους κατά της ΕΕ; Εδώ ταλαντευόμασταν αν η κατάργηση του νόμου Ρέππα έπρεπε να είναι όριο για μια οποιαδήποτε συμφωνία ή όχι. Είναι και αυτό μια εμπειρία από το συντονισμό των πρωτοβάθμιων σωματείων που δεν πρέπει να ξεχνιέται. Και όταν πάει κανείς να θέσει ζητήματα πολιτικής πάλης των εργαζομένων, τότε έρχονται οι θεωρίες του ότι οι εργάτες και τα συνδικάτα είναι για να διεξάγουν οικονομικούς αγώνες, πρέπει να διαφυλάξουμε την ενότητα του οικονομικού αγώνα ή αλλιώς την καθαρή εργατική ενότητα πέρα από κόμματα και παρατάξεις, κλασική (δεξιόστροφη) αυτονομία και μάλιστα στο όνομα του Λένιν!
Ποια στάση κρατάμε απέναντι στην ανάγκη για έναν ευρύτερο συντονισμό κατά κλάδο, πόλη και γενικά, που θα υπερβεί στην πράξη το πλεονέκτημα της ΓΣΕΕ, να αποτελεί μόνο πόλο που μπορεί να προκηρύξει πανελλαδική απεργία; Με λογικές του τύπου κάνουμε κοινή δράση με τη ΓΣΕΕ; Όχι σύντροφοι, δεν κάνουμε καμιά κοινή δράση με τη ΓΣΕΕ. Συμμετέχουμε και αξιοποιούμε τις απεργίες που θα είναι πάντα αναγκασμένοι να κάνουν, αλλά δεν μένουμε εκεί. Δίνουμε μάχη ενάντια στον εργοδοτικό συνδικαλισμό, τη συναινετική λογική, την έλλειψη διαδικασιών βάσης. Εξοργιζόμαστε με τα ξεπουλήματα, τα καταγγέλλουμε και διαδηλώνουμε ενάντιά τους (δεν ταλαντευόμαστε, όπως στην περίπτωση της διαμαρτυρίας σε ΓΣΕΕ και ΣΕΒ για την κατάπτυστη ΕΓΣΣΕ). Ποια στάση κρατήσαμε απέναντι στα συντονιστικά που φτιάχτηκαν στην περίοδο της απεργίας; Πόσες φοβίες είχαμε μην πολιτικοποιηθεί το πλαίσιο, μη μονιμοποιηθεί ο συντονισμός και φτιάξουμε ένα «νέο μικρό ΠΑΜΕ».[;] Δεν λέω, να αποφύγουμε την προοπτική ενός «μικρού ΠΑΜΕ», αλλά μήπως πρέπει να τρέμουμε πολύ περισσότερο την πλήρη κυριαρχία του Παναγόπουλου, των ΠΑΣΚΕ/ΔΑΚΕ και του βέβαιου ξεπουλήματος των αγώνων;
Αρκετοί σύντροφοί μας δεν συμφωνούν να συμβάλλουμε σε μια κίνηση που θα οργανώνει, θα αναπτύσσει και θα επεξεργάζεται τις απόψεις του Νέου Ταξικού Εργατικού Κινήματος. Πώς όμως θα αναπτυχθεί μια αντίληψη χωρίς να οργανώνεται; Η κουλτούρα που έχει διαμορφωθεί στο ΝΑΡ, είναι να λειτουργούμε σχεδόν αποκλειστικά σαν «πλάτη» των συσπειρώσεων και των σχημάτων, να δεχόμαστε τη σκληρή πάλη για την ηγεμονία που κάνουν όλα τα άλλα ρεύματα (που συνήθως πισωγυρνάνε και τις συσπειρώσεις σε περιορισμένους αγώνες στα πλαίσια των χώρων), αλλά εμείς να μην οργανώνουμε την πάλη για την υποστήριξη των απόψεων της αναγκαίας τομής, του νέου ταξικού εργατικού κινήματος. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν μια σειρά δυνάμεις (όχι μέσα στο ΝΑΡ, αλλά μέσα στα σχήματα) οι οποίες ενώ μιλούν στο όνομα των συσπειρώσεων, αντιπαλεύουν με πάθος κάθε προοπτική πολιτικής τους ενοποίησης για να μην πούμε ότι ανέχονται την πολιτική ουράς απέναντι στις διάφορες πολιτικοσυνδικαλιστικές μορφές του ΣΥΡΙΖΑ.
Με βάση τα παραπάνω, είναι επιβεβλημένο σήμερα να κάνουμε μια τομή. Η ηγεμόνευσή μας από τέτοιου τύπου τάσεις είναι καταστροφική. Σε όλη την ιστορία του εργατικού κινήματος, παλιότερη και πρόσφατη, ο οικονομισμός (οι εργάτες κάνουν οικονομικό αγώνα, τα συνδικάτα είναι όργανα του οικονομικού αγώνα, «καθαρή» ενότητα στη οικονομική πάλη έξω από πολιτικούς στόχους) συμπληρωνόταν πολιτικά από την πολιτική ουράς στα ρεφορμιστικά ρεύματα. Είναι πολύ λογικό. Αν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και οι νέοι δεν κάνουν πολιτικό αγώνα (πράγμα στο οποίο κυρίως πρέπει να συμβάλλουν τα επαναστατικά ρεύματα) όχι μόνο για να καλυτερέψουν τη θέση τους σήμερα, αλλά και για να αλλάξουν την κοινωνία, τότε το καθήκον αυτό πέφτει στους κοινοβουλευτικούς τους εκπροσώπους, στις κάθε λογής διαχειριστικές δυνάμεις. Δεν αναρωτιέται κανείς γιατί με τόση ευκολία οι χώροι της εργατικής αυτονομίας, της κινηματίστικης πρακτικής, ακόμα και αναρχικών ρευμάτων, αφομιώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ;
Χωρίς αυτή την τομή στην πολιτική γραμμή και στο εργατικό και ευρύτερα λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα (και αντίστοιχα στην οργάνωση του ΝΑΡ) δεν θα μπορέσουμε να επιδράσουμε στο ρεύμα της διαμαρτυρίας και ειδικά στην πιο πρωτοπόρα αγωνιστική ζώνη. Δεν θα μπορέσουμε να αποτελέσουμε έναν εναλλακτικό πόλο στους χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς που προβληματίζονται και ασφυκτιούν από τη δεξιόστροφη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ και την ολοκληρωτικά αδιέξοδη πορεία του ΚΚΕ.
Από αυτήν την πολιτική σκοπιά πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το θέμα της ενότητας των δυνάμεων της υπαρκτής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, μέσα από μια μεγάλη ειλικρινή, πραγματική, ενωτική απεύθυνση. Όχι ανάποδα. Όχι αυτονομημένα από την υπόλοιπη πολιτική μας. Όχι κοινοβουλευτικά (στο όνομα του αντικοινοβουλευτισμού βεβαίως). Τότε μπορεί να έχει προοπτική. Και μάλιστα τότε μόνο μπορεί να γίνει πράξη.
Για όλα τούτα, λοιπόν, αν θέλουμε πραγματικά να επιδράσουμε στον κόσμο των αγώνων και της Αριστεράς, που αρχίζει να βράζει από αναζητήσεις, χρειαζόμαστε μια νέα κοινωνική και πολιτική πρωτοπορία. Και επειδή για μας πρωτοπορία δεν είναι (μόνο) το όποιο κόμμα (κόμματα), αλλά ταυτόχρονα και τα πολιτικά μέτωπα και οι συσπειρώσεις και τα σχήματα (το καθένα στο επίπεδό του), μιλάμε για μια τομή σε όλο το «κόμμα με την ευρεία έννοια». Και στο κόμμα, και στο μέτωπο και στην αριστερή πτέρυγα και στο κίνημα.
Όλοι έχουν ευθύνη. Θέλω να πιστεύω ότι το ΝΑΡ θα μπει σε μια συντεταγμένη πορεία, με την εργατική και εν συνεχεία με την προγραμματική του Συνδιάσκεψη, συμβολής σε μια τέτοια κατεύθυνση. Μόνο έτσι το διάχυτο αντικαπιταλιστικό αγωνιστικό δυναμικό θα μπορέσει να συγκροτηθεί ως διακριτή επαναστατική πολιτική πρόταση, χωρίς να λεηλατείται από τη διαχειριστική Αριστερά και να πολιορκείται από τις σειρήνες της περιθωριοποίησης.