30/6/08

Κόμμα – Τάξη: Σχέσεις εξουσίας και ιδιοκτησίας

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΚΑΛΙΝΟΣ

Στον προβληματισμό για τη δημιουργία ενός νέου εργατικού κινήματος και στην κατεύθυνση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, ένα επίκαιρο ζήτημα είναι πώς προσδιορίζεται το κόμμα της εργατικής τάξης και κυρίως πώς ορίζεται η σχέση του μ’ αυτήν.

Ιστορικά γνωρίζουμε ότι η εργατική τάξη εκφράστηκε κατά κύριο λόγο μέσα από κομμουνιστικά ή αγροτικά κόμματα με πρόγραμμα και στόχο τη δημιουργία της κομμουνιστικής κοινωνίας. Η ιδεολογία τους μέσα από τα καταστατικά και τα προγράμματά τους υποτίθεται πως είχε ως βάση τις αρχές της κοσμοθεωρίας του Μαρξισμού Λενινισμού. Το αν και κατά πόσο πέτυχαν το στόχο τους, αυτό νομίζω θα το αποτιμήσει συνολικά και αποτελεσματικά η ιστορία. Όμως δεν μπορεί να αφήσουμε τον ιστορικό του μέλλοντος μόνο να εξάγει συμπεράσματα. Οφείλουμε και εμείς να πάρουμε θέση, για το παρελθόν το οποίο είναι και δικό μας, να εκφέρουμε γνώμη και με βάση τις γνώσεις και τις εμπειρίες μας, τη συμμετοχή μας – μικρή ή μεγάλη – να καταθέσουμε πώς σήμερα μπορεί να λειτουργήσει η σχέση εργατικής τάξης – κόμματός της.

Μια πρώτη ρητορική επισήμανση που κρίνω αναγκαία είναι ότι όποιος αρνείται το παρελθόν του δεν έχει μέλλον. Αυτή η επισήμανση έχει να κάνει με τη σταθερή θέση των δρώντων ατόμων στην κοινωνία, στο συνδικαλισμό, στην πολιτική.

Κρίσιμο σημείο είναι κυρίως για όλους εκείνους που πρωταγωνίστησαν στην πορεία του αγώνα για πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες. Πιο κρίσιμο κατά τη γνώμη μου είναι να αιτιολογηθεί η όποια στάση τους μέχρι σήμερα και στο σήμερα. Έκαναν λάθος στην πορεία τους, αναθεώρησαν τα του παρελθόντος, εκφράζοντας την μαρξιστική – λενινιστική ιδεολογία. Το κόμμα της εργατικής τάξης και η διάρθρωσή του είναι σημαντικός παράγοντας στην καθοδήγηση και στην κατεύθυνση ανατροπής της σημερινής πολιτικής κατάστασης και στη δημιουργία της εργατικής δημοκρατίας και χειραφέτησης των μαζών.

Το κόμμα αποτελεί τον καθοδηγητή από άποψη ιδεολογίας και ταυτόχρονα τον οργανωτή των αγώνων. Καθοδηγητή στο πλαίσιο της ιδεολογικής και πολιτικής κατεύθυνσης των μαζών με κριτήριο την ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος, χωρίς εκπτώσεις στην πορεία του.

Οι όποιες ανεπάρκειες του παρελθόντος υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστούν συλλογικά. Μέσω του διαλόγου και υπολογίζοντας και την αντίθετη άποψη στο μέτρο του δυνατού μπορούν να γίνουν σημαντικά βήματα. Ας δούμε ορισμένες πλευρές του προβλήματος. Είναι απαραίτητο τα μέλη και στελέχη του κόμματος να συμμετέχουν στην παραγωγή; Η απάντηση είναι αυτονόητη. Ναι, γιατί μόνο έτσι διατηρείται κι διαμορφώνεται η ταξική συνείδηση, η συνείδηση που οδηγεί στην πιο αποτελεσματική ταξική πάλη. Γεννιέται ένα ερώτημα: Είναι αναγκαία τα κομματικά στελέχη; Η απάντηση είναι ναι, αλλά για περιορισμένο χρονικό διάστημα και επιστροφή στην παραγωγή. Νομίζω ότι έβλαψε η θεσμοθετημένη μόνιμη επαγγελματική ενασχόληση γιατί έτσι δημιούργησε σχέσεις οικονομικής εξάρτησης και φυσιολογικά περιόρισε την ελευθερία της γνώμης.

Πολύ περισσότερο όταν ήταν μακροχρόνια επαγγελματική ενασχόληση γιατί ετίθετο ζήτημα ακόμα και αντιμετώπισης των βιοτικών αναγκών. Ταυτόχρονα όμως δημιουργούσε και σχέση εξουσίας του μηχανισμού έναντι των φυσικών προσώπων. Η αρνητική αυτή παραδοχή είχε τις απαρχές της από πάνω προς τα κάτω. Η εξουσία εκτεινόταν από την ιδεολογία μέχρι την έκφραση στην κοινωνία. Πολλές φορές μάλιστα δημιουργούνταν εντύπωση ότι εφόσον η αντίπαλη τάξη αναγνώριζε την προσωπικότητα ενός «ηγέτη» της εργατικής τάξης, αυτό για πολλούς εθεωρείτο καταξίωση. Η εξουσία αυτή δημιουργούσε και στρεβλή αντίληψη για την δημοκρατία, κυρίως στο εσωτερικό του κόμματος, δημιουργώντας ακόμα και ενοχές.

Σε κρίσιμες περιόδους, η μη αποδοχή της κατεύθυνσης που χάραξε ο ηγετικός πυρήνας των κομμάτων της εργατικής τάξης, έθεταν μέλη και στελέχη εκτός κινήματος με το αιτιολογικό ότι είναι προβληματικός ο τάδε, δεν σέβεται την πλειοψηφία, την απόφαση που πάρθηκε με δημοκρατική διαδικασία (το πόσο πλειοψηφούσα άποψη ήταν η όποια απόφαση πάντα ήταν ζητούμενο γιατί δεν υπήρχε δυνατότητα ελέγχου και αναζήτησης της πλειοψηφίας).

Ένα ιστορικό γεγονός στα χρόνια της δικής μου συμμετοχής και μικρής μου προσφοράς ήταν η κυβέρνηση Τζαννετάκη, η κυβέρνηση της «κάθαρσης». Η απόφαση για κάθαρση δεν γνωρίζω αλλά και δεν νομίζω να ήταν πλειοψηφούσα άποψη, πέρα βέβαια από το γεγονός, ότι αναδείκνυε σε κύριο ζήτημα την κάθαρση του αστικού πολιτικού συστήματος και μ’ αυτό τον τρόπο την ενσωμάτωσή μας στο πλαίσιο του συστήματος. Ανέδειξε το μέγεθος της αντίληψης για τη δημοκρατία, για τη σχέση κόμματος – εργατικής τάξης. Στην ουσία, απέδειξε την ιδιοκτησιακή λογική της ηγεσίας, τόσο απέναντι στο κόμμα, όσο και στους εργαζόμενους. Απέδειξε την υποταγή στελεχών στην υπηρεσία της ηγεσίας. Και απέδειξε ότι όσοι θέλησαν να αμφισβητήσουν τη λογική αυτή της πολιτικής βρέθηκαν απέναντι χαρακτηριζόμενοι ως εχθροί της εργατικής τάξης, ίσως και αντικομμουνιστές. Η πλήρης ταύτιση ιδιοκτησίας στην πολιτική.

Θα ήθελα να σημειώσω μια ακόμη άλλη παράμετρο στο παραπάνω ζήτημα. Είναι δυνατόν ένα επαναστατικό κόμμα να έχει ιδιοκτησία, στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος.[;] Ας σκεφτούμε ότι ο Μαρξ το πρώτο που αναφέρει για την οραματική μας κοινωνία είναι η κατάργηση της ιδιοκτησίας. Πώς είναι δυνατόν να δεχτούμε ιδιοκτησία.[;] Αυτό δεν αποτελεί έναν παράγοντα έκπτωσης της ιδεολογίας μας; Μήπως η ιδιοκτησία δεν αποτελεί παράγοντα εξουσίας; Δεν αποτελεί στήριγμα μηχανισμών; Ίσως είναι καιρός κάποιοι που μπορούν με πιο μεγάλη θεωρητική επάρκεια από την ταπεινότητά μου να αναλάβουν το βάρος της θεωρητικής και πολιτικής αποκατάστασης σ’ αυτό το σημείο του μαρξισμού. Ίσως είναι καιρός να πάρουμε το θάρρος απαλλαγμένοι από τα συναισθήματά μας, από την αγάπη μας στην ιδεολογία μας και την πορείας μας μικρή ή μεγάλη να αρθρώσουμε την άποψή μας, να μην εκχωρήσουμε μόνο στους ιστορικούς του μέλλοντος την αποτίμηση γι’ αυτά τα ζητήματα.

ΠΡΙΝ 29/06/2008

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ