ΠΛΗΓΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ακόμη και η σκανδαλώδης προσφορά – αποζημίωση προς τους κερδοσκόπους του μυθικού ποσού των 700 δισ. δολ. δεν πρόκειται να αποτρέψει την οικονομική ύφεση στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η κάθετη αύξηση του κόστους του χρήματος δημιουργεί τεράστια εμπόδια στην επέκταση της παραγωγής, οξύνοντας την κρίση της.
Του ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Η ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟ ΣΤΟΝ ΚΛΑΣΣΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΤΟΜΕΑ
Κενό γράμμα αποδείχτηκε η περίφημη ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών
Η κατάρρευση της Γουόλ Στριτ τη Δευτέρα δεν ήταν μόνο ένα μήνυμα στην αμερικανική κοινωνία για την τύχη που θα έχουν οι συντάξεις και οι τοποθετήσεις τους αν δεν ψηφιστεί το Σχέδιο Πόλσον. Ταυτόχρονα εξέφραζε και τις τεράστιες δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει στο εξής η αναπαραγωγή του κεφαλαίου, που αφορά την πραγματική οικονομία, σε περίπτωση που δεν εφαρμοστεί το Σχέδιο Πόλσον και το οποίο προβλέπει την εξαγορά από το αμερικανικό δημόσιο των ομολόγων που σχετίζονται με τα κτηματικά δάνεια της συμφοράς που χορηγούσαν, ακόμη και στο 100% της αξίας των ακινήτων, οι τράπεζες χωρίς την παραμικρή εγγύηση. Επιστρέφοντας στο σημείο μηδέν της τρέχουσας κρίσης οι δυσκολίες αναπαραγωγής αφορούν την κάθε άλλο παρά ασυνήθιστη φάση του οικονομικού κύκλου κάθε καπιταλιστικής οικονομίας όπου η σημαντική – κι εν προκειμένω θεαματική – αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης οδήγησε σε άνοδο τη ζήτηση πιστώσεων και στη συνέχεια τα επιτόκια κι αυτά με τη σειρά τους οδήγησαν σε συρρίκνωση το ποσοστό κέρδους. Ανατροπή βάθους που στους πιο απόμακρους παρατηρητές γίνεται ορατή από το πιο εύκολα ορατό γνώρισμά της: τις ανατροπές στα επιτόκια και το κόστος χρήματος.
Οι δυσκολίες αφορούν την άνοδο του κόστους του χρήματος. Δημιουργούνται δε από τη στιγμή που οι τράπεζες καχύποπτες για την ποιότητα των εγγυήσεων (λόγω της ύπαρξης των «τοξικών ομολόγων») που παρέχονται στην διατραπεζική αγορά χρήματος αρνούνται να προσφέρουν για δανεισμό τα διαθέσιμά τους ή, από την άλλη, αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος του δανεισμού λόγω των πολύ υψηλών επιτοκίων που διαμορφώνονται στη διατραπεζική.
Το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί διαβρώνοντας τα σαθρά θεμέλια της πραγματικής οικονομίας το περιγράφει παραστατικά ο τελευταίος βρετανικός Εκόνομιστ: «Τον περισσότερο καιρό κανείς δεν αναφέρεται στην πίστωση που ρέει στους πνεύμονες της οικονομίας, περισσότερο απ’ ότι οι άνθρωποι αναφέρονται στον αέρα που αναπνέουν. Όλοι όμως ξέρουν πότε σταματάει η πίστωση να κυκλοφορεί ελεύθερα η πίστωση από τις αγορές στις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Για ένα χρόνο σχεδόν οι αγορές ανησυχούν για τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα των τραπεζών. Μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers τον προηγούμενο μήνα και μέσω της σύγχυσης για το ποιον θα σώσει το κράτος και με τι όρους πανικοβλήθηκαν. Οι αγορές για αξιόγραφα 3, 6 και 12 μηνών είναι κλειστές, έτσι οι τράπεζες πρέπει να δανείζονται περισσότερο χρήμα σε καθημερινή βάση απ’ ότι συνήθως. Οι τράπεζες δανείζονταν η μία από την άλλη με 0,08 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τα επίσημα επιτόκια. Στις 30 Σεπτέμβρη πλήρωσαν περισσότερο από 4 ποσοστιαίες μονάδες επάνω. Σε μια δημοπρασία για να προμηθευτούν δολάρια σε ημερήσια βάση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι τράπεζες ήταν έτοιμες να πληρώσουν επιτόκιο 11%, πέντε φορές υψηλότερο από τα επίπεδα που ήταν πριν την κρίση».
Ο καθοριστικός δε και αναντικατάστατος χαρακτήρας που έχουν αυτά τα κεφάλαια για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας εμφανίζεται αν δούμε την έκταση της πίστης. Στις ΗΠΑ, το συνολικό χρέος της κοινωνίας (νοικοκυριών, επιχειρήσεων και δημοσίου) που από το 1940 μέχρι το 1980 κυμαινόταν περίπου στο 150% του ΑΕΠ, τα τελευταία 30 σχεδόν χρόνια αυξάνεται σταθερά κι έχει φθάσει να ξεπερνάει ακόμη και το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν κατά την κρίση του ’30 (300% του ΑΕΠ) αγγίζοντας πλέον το 350%! Το χρέος των νοικοκυριών ειδικότερα, που έχει ξεχωριστή σημασία μια και προδιαγράφει την πορεία της καταναλωτικής ζήτησης, άρα των παραγγελιών και της παραγωγής, αυξήθηκε από 50% του ΑΕΠ το 1980 σε 100% το 2006. Δεν υπάρχει αμφιβολία συνεπώς ότι και η πιο μικρή διαταραχή στην εξέλιξη αυτού του μεγέθους θα ρίξει λάδι στη φωτιά της κρίσης.
Μια άλλη πλευρά της ανεπάρκειας κεφαλαίων (που αφορά αποκλειστικά τις επιχειρήσεις, τουλάχιστον αρχικά) αποκαλύπτει η απότομη συρρίκνωση της αμερικανικής αγοράς επιχειρηματικών ομολόγων καθώς από 337 δισ. δολ. που ήταν οι νέες εκδόσεις το δεύτερο τρίμηνο του 2007, το αντίστοιχο διάστημα φέτος έφθασαν μόλις τα 77 δισ.! Ως αποτέλεσμα των παραπάνω η πίστη δεν μπορεί να παίξει το ρόλο που έπαιζε μέχρι πρόσφατα διευκολύνοντας την παραγωγή. Στο εξής θα το κάνει πιο δύσκολα και με χειρότερους όρους.
Γνωρίζοντας οι κυβερνήσεις την κρισιμότητα που έχει η στήριξη των πιστώσεων μετέτρεψαν τις κεντρικές τράπεζες τον τελευταίο αυτό χρόνο από δανειστές έσχατης ανάγκης σε δανειστές πρώτης ανάγκης. Με την μια ένεση ρευστού να διαδέχεται την άλλη, χωρίς καμία όμως να έχει τα ευεργετικά αποτελέσματα που είχε η ένεση αδρεναλίνης που δέχτηκε στην καρδιά της η Ούμα Θέρμαν στο Pulp Fiction ξυπνώντας από το κώμα, οι κεντρικές τράπεζες εγκατέλειψαν οριστικά την περίφημη ανεξαρτησία τους. Για να αποτραπεί ένα θανατηφόρο πάγωμα των πιστώσεων και να εκτονωθούν οι ανοδικές πιέσεις στα επιτόκια μόνο η αμερικανική κεντρική Τράπεζα έχει ρίξει στη διατραπεζική τους τελευταίους 13 μήνες περισσότερα από 1,1 τρισ. δολάρια! Τεράστια ποσά έχει ρίξει επίσης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στο πλαίσιο όμως της Συνθήκης του Μάαστριχτ, σε ότι αφορά την Ευρώπη, θεσπίστηκε με τους πιο αυστηρούς όρους η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών με απώτερο στόχο την στροφή των κυβερνήσεων στις αγορές κεφαλαίων για να χρηματοδοτούν τις ανάγκες τους (ταΐζοντας έτσι με τα λεφτά των φορολογουμένων τους κερδοσκόπους) και άμεσο στόχο να θωρακιστούν οι κυβερνήσεις απέναντι στις λαϊκές πιέσεις για αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Έτσι οδηγήθηκε στο σκραπ το μηχάνημα που έκοβε λεφτά χωρίς να δίνει λογαριασμό. Τώρα όμως ξαναβγήκε! Οι κεντρικές τράπεζες –άτεγκτες όταν πρέπει να επιβάλλουν τη δημοσιονομική πειθαρχία– γίνονται το Πρώτων Βοηθειών του παρασιτισμού και της κερδοσκοπίας δημιουργώντας επιπλέον κόστη τα οποία για μια ακόμη φορά καταλήγουν στους εργαζόμενους. Η ανεξαρτησία τους έτσι αποδεικνύεται μονοσήμαντη, στο βαθμό που αφορά μόνο τις λαϊκές ανάγκες κι όχι τις ανάγκες αναπαραγωγής του καπιταλισμού, αλλά και κίβδηλη στο βαθμό που η ανεξαρτησία από τις λαϊκές ανάγκες αποδείχθηκε προϋπόθεση για να προσφέρουν όλη τη γκάμα των υπηρεσιών τους στα λαμόγια την κρίσιμη ώρα.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ
Ορατός ο κίνδυνος της χρόνιας ύφεσης
ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑ ΠΟΛΣΟΝ
Εφαρμόζοντας η αμερικανική κυβέρνηση, με τη σύμφωνη γνώμη των Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, τα δύο μέτρα που προαναφέραμε (απεριόριστο δημόσιο χρήμα για την απορρόφηση των «τοξικών ομολόγων» και την διευκόλυνση εξαγοράς των χρεοκοπημένων τραπεζών από άλλες ιδιωτικές ώστε να αποτραπεί το ντόμινο μαζί με την παροχή ρευστότητας στη διατραπεζική μέσω της Κεντρικής Τράπεζας) μία εξέλιξη ήθελε να αποφύγει: Να επαναληφθεί το παράδειγμα της Ιαπωνίας και την κατάρρευση της κτηματικής αγοράς να μην ακολουθήσει μία χαμένη δεκαετία, όπως ακριβώς συνέβη στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. «Το μάθημα από την Ιαπωνία είναι εξαιρετικά σαφές», έγραφε στην Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν προχτές, Παρασκευή, ο ανταποκριτής τους στο Τόκιο τη δεκαετία του ’90. «Κρατήστε τη μύτη σας και υποστηρίξτε το χρηματοδοτικό πακέτο, για να καθαρίσει έτσι το ενεργητικό των τραπεζών».
Η θεωρητική βάση του (θανατηφόρου για τους εργαζόμενους) γιατρικού του Πόλσον, «διευκολύνετε την πίστωση για να αποτραπεί η κρίση» συναντάται στην πιο καθαρή μορφή του μέσα από τα συμπεράσματα που εξάγουν οι Φρίντμαν – Σβαρτζ στο θεμελιώδες έργο τους, Νομισματική Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών: 1867-1960. Για τον αρχιερέα του νεοφιλελευθερισμού αν η αμερικανική κεντρική τράπεζα δεν περίμενε τον Απρίλη του 1932 να παρέμβει στηρίζοντας τη ρευστότητα (κι αφού πρώτα είχαν χρεοκοπήσει αβοήθητες 1.860 τράπεζες) κανένας σήμερα δεν θα συνέδεε εκείνη τη χρονιά με την πιο οδυνηρή κρίση του καπιταλισμού.
Στην πραγματικότητα, η αστική οικονομική επιστήμη βλέπει τον τρόπο παραγωγής με τα ίδια παραμορφωτικά γυαλιά που φοράει και ο καπιταλιστής χάνοντας και οι δυο από το οπτικό τους πεδίο την παραγωγή. Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο (Τρίτος τόμος, Κεφ. 27) κατ’ αρχήν επεσήμανε τον διπλό χαρακτήρα που έχει στον καπιταλισμό η πίστη η οποία είναι επιφορτισμένη με το καθήκον να ενώνει την πράξη της αγοράς με την πώληση – καθήκον «ιερό» αν σκεφτούμε την απόσταση που χωρίζει αυτές τις δύο πράξεις, αποτελώντας τη βαθύτερη αιτία της κρίσης. «Το πιστωτικό σύστημα επιταχύνει την υλική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, που, σαν υλικές βάσεις της νέας μορφής παραγωγής, η δημιουργία τους αποτελεί το ιστορικό καθήκον του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Ταυτόχρονα, η πίστη επιταχύνει τα βίαια ξεσπάσματα αυτής της αντίφασης, τις κρίσεις και έτσι δυναμώνει τα στοιχεία της διάλυσης του παλιού τρόπου παραγωγής». Από την άλλη, δεν παρέλειπε να τονίζει ότι «από πρώτη ματιά, όλη η κρίση παρουσιάζεται σαν πιστωτική κρίση και χρηματική κρίση». Όπως συμβαίνει και τώρα που αιτία του κακού αναγορεύεται η κερδοσκοπική απληστία των επενδυτικών τραπεζών και στην καλύτερη περίπτωση τα 10 εκ. κτηματικά δάνεια-φωτιά, από τα 15 που δόθηκαν συνολικά την τετραετία 2004 – 2007, και το βάρος όλων των άμεσων παρεμβάσεων στρέφεται στην αντιμετώπιση της πιστωτικής κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, το πιθανότερο είναι πως το Σχέδιο Πόλσον παρά το τεράστιο ύψος του (κι αφήνοντας εκτός εξέτασης τις παράπλευρες απώλειες που θα επιφέρει στην ισοτιμία του δολαρίου και την θέση των ΗΠΑ) θα αποδειχτεί πολύ σύντομα μικρό. Τότε οι Αμερικάνοι φορολογούμενοι, αφού ηττήθηκαν στην πρώτη αναμέτρηση, θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν ένα νέο σχέδιο διάσωσης των κλυδωνιζόμενων αμερικανικών επιχειρήσεων και μιας νέας φούσκας που μπορεί να έχει στο επίκεντρο πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κλπ. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τους Ευρωπαίους, καθώς όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ομονοούν για την ανάγκη κρατικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων που απειλούνται.
δημοσιεύτηκε σην εφημερίδα ΠΡΙΝ, 5.10.2008