1/12/08

Η Σκόνη του Χρόνου: η νέα ταινία του Θ. Αγγελόπουλου

Στο χαμόγελο του Μπρούνο Γκανς (πέφτοντας από το πλωτό ταξί στο ποτάμι του Βερολίνου), νομίζουμε πως συμπυκνώνεται ο πλούτος και η ποικιλία των μηνυμάτων που μας στέλνει η νέα ταινία του Θ. Αγγελόπουλου. Ένα χαμόγελο γεμάτο, αποχαιρετισμός μιας γενιάς που δεν υπέκυψε, μιας γενιάς που μετρούσε το χρόνο με γεγονότα. Εμείς χάσαμε -σαν μας λέει- αλλά παίξαμε το παιχνίδι μέχρι τέλους, εσείς;

Του ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΡΑΚΗ

Ένα χαμόγελο ειρωνικό προς την επόμενη γενιά, που ταλαντευόμενη ανάμεσα στο συλλογικό όνειρο και την ατομική καταξίωση, άφησε το ταξίδι στη μέση και έμεινε να μετρά τα γεγονότα με το χρόνο.
Ο Γιάκομπ (Μπρούνο Γκανς σε μια ερμηνεία που θα μείνει στην ιστορία) τα έχει ζήσει και τα έχει χάσει όλα. Την κοινωνία που ονειρευόταν, τη χώρα του, τους φίλους του και το μεγάλο του έρωτα, την Ελένη. Αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να παλεύει. Ακόμα και τώρα που τα μαλλιά έχουν ασπρίσει και τα δάχτυλα υγραίνονται, συνεχίζει να διεκδικεί την Ελένη, να την προσκαλεί σε χορό στα σκαλιά του μετρό. Κι όταν αυτή καταρρέει, τότε μόνο συνειδητοποιεί πως ήρθε το τέλος, ενώ ο Σπύρος, έχει από καιρό αποδεχτεί παθητικά την απόφαση της ιστορίας «που μας έβαλε στο περιθώριο».

Η Ελένη συλλαμβάνεται στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια του εμφύλιου. Ο μεγάλος της έρωτας, ο Σπύρος (Μελισσοκόμος, Ταξίδι στα Κύθηρα), την αναζητά και την βρίσκει στην Τασκένδη. Είμαστε στο 1953. Εξορίζονται και οι δυο στη Σιβηρία, από όπου φεύγουν μετά το θάνατο του Στάλιν. Δυο πλάνα σεκάνς, αυτό της ανακοίνωσης του θανάτου του Στάλιν και αυτό στο βαγόνι (που αιτιολογεί συμβολικά την εξορία), δίνουν αριστουργηματικά το κλίμα της εποχής.
Το ταξίδι συνεχίζεται, οι τόποι εναλλάσσονται, ο χρόνος γυρνά πίσω, όχι όμως με φλας μπακ, ο χώρος και ο χρόνος συμπλέκονται, διαστέλλονται και συστέλλονται, ο χρόνος γίνεται ο τόπος της ιστορίας, οι εποχές και οι γενιές συνομιλούν άμεσα, χωρίς διαμεσολαβήσεις. Φιλανδία, Αυστρία, Ρώμη, Νέα Υόρκη, Τορόντο, Βερολίνο, τα σύνορα έχουν πέσει, παγκοσμιοποίηση.

Ο Νταφόε, γιος της Ελένης και του Σπύρου, γυρίζει ταινία την ιστορία των γονιών του (Ταξίδι στα Κύθηρα). Εκπροσωπώντας την επόμενη γενιά, ψηλαφεί τις ανοιχτές πληγές του παρελθόντος προσπαθώντας να ανιχνεύσει το παρόν (η σκηνή στο πιάνο με την Πιτακή είναι από τις ωραιότερες της ταινίας). Μένοντας άναυδος αλλά και μετέωρος απέναντι στα γεγονότα, αναζητά κι αυτός την Ελένη, την κόρη του, που παραπαίει στο φόντο ενός άγριου καπιταλισμού (πλάνο σεκάνς με τις μοτοσικλέτες). Την Ελένη που προσπαθεί να καταλάβει, αλλά δεν μπορεί, που το βάρος του παρελθόντος (σκηνικό του παιδικού δωματίου) την πλακώνει, αναζητώντας το τέλος στο κατειλημμένο από άστεγους κτίριο. (Ένας από τους άστεγους έρχεται από τη σκηνή του θανάτου του Στάλιν)

Μετά το αρκετά επιτηδευμένο «Λιβάδι που δακρύζει», είναι φανερή η προσπάθεια του σκηνοθέτη να επικοινωνήσει με τον «παλιό» εαυτό του, κρατώντας μεν τον άξονα της νέας τριλογίας, (ατομικό-συλλογικό, έρωτας και επανάσταση, ως υποκείμενα και αντικείμενα της ιστορίας), αλλά αποφεύγοντας επιμελώς τόσο την τεχνική της συναισθηματικής ταύτισης, όσο και την οπτική της «αβάσταχτης ελαφρότητας» των πραγμάτων.
Όπως είναι φανερή και η αγωνία του να ξαναβρεθεί με τους «κάτω», λέγοντας μας με λόγια, πως «κάποιοι βιάστηκαν να μιλήσουν για το τέλος της ιστορίας», αλλά και δείχνοντάς μας μέσα από μια προκάτ μεν, αλλά περίτεχνη σκηνή (αυτή του σκονισμένου παλιού μουσικού οργάνου), πως η ταξική πάλη συνεχίζεται και στο χέρι μας είναι να βγει ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας. Αρκεί να διώξουμε τη σκόνη; Θα ρωτήσουμε εμείς.
Όμως είναι και φανερή η αδυναμία του να προσεγγίσει τη νέα εποχή και τη νέα γενιά και να πιάσει τα σύγχρονα υπόγεια ρεύματα (η μορφή της μικρής Ελένης είναι μάλλον απλουστευτική και ξεπερασμένη από τις εξελίξεις).

Κινηματογραφική γλώσσα σταθερή, όπου τα γεγονότα αναγγέλλονται από τους ηθοποιούς και τα μηνύματα αναδείχνονται μέσα από τα πλάνα σεκάνς. Τα αγάλματα (του Σεφέρη;) επαναφέρονται με τα κομμένα κεφάλια (Τοπίο στην ομίχλη, Βλέμμα του Οδυσσέα), ίσως μετά την κατάρρευση θα μπορούσε να προστεθεί κι αυτό του Λένιν, για να συνδιαλέγονται τα αίτια της ήττας.
Οι νεκροί χρόνοι κυριαρχούν ως σημείο τομής του ανθρωπολογικού και του φιλμικού, όπως και η φωνή οf και το espace of (σκηνή αναγγελίας του γάμου), ενώ στην πορεία μειώνονται τα πανοραμίκ εξωτερικά πλάνα και αυξάνονται τα κοντινότερα εσωτερικά, όπως και ο ρυθμός (η επικράτηση του ατομικού απέναντι στο συλλογικό;).
Ιδανική η φωτογραφία του Α. Σινάνου και επιβλητική η μουσική της Ε. Καραϊνδρου.

Τέλος ο σκηνοθέτης μας αφήνει ένα ανοιχτό παράθυρο με την αναφορά του στην επόμενη ταινία της τριλογίας. Θα είναι άραγε το «Τρίτο φτερό» η ανάκληση και ανάπλαση εικόνων -απόκρυφων πτυχών- της σύγχρονης ανθρώπινης ύπαρξης, πάνω στο έδαφος της νέας κοινωνικής πραγματικότητας και των μεγάλων αντιθέσεων της;

Εφημερίδα ΠΡΙΝ, 30.11.08

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ