Οι σημερινές καμπές της ταξικής πάλης απαιτούν επιτακτικά μια άλλη αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Τα γεγονότα του τελευταίου διμήνου (κρίση, κινητοποιήσεις μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου) είναι μια από εκείνες τις καμπές της ταξικής πάλης στις οποίες κρίνονται - στην πράξη, πλέον, και όχι στα λόγια ή στις διακηρύξεις - ο χαρακτήρας, ο ρόλος και η φυσιογνωμία των πολιτικών ρευμάτων και δυνάμεων. Η διαπίστωση αυτή ισχύει διπλά και τριπλά για το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ και, με άλλη έννοια και τρόπο, για την αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά.
Κρίνονται, όλοι, λοιπόν, στην Αριστερά, με βάση το σύνολο της στάσης τους και όχι μόνο με βάση την τακτική τους απέναντι στις κινητοποιήσεις που έγιναν μετά τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη. Κρίνονται τόσο γι' αυτά που έκαναν και είπαν, όσο και γι' αυτά που δεν έκαναν και δεν είπαν. Και τέλος κρίνονται σε ένα σύνολο πεδίων: Στα μεθοδολογικά και ερμηνευτικά εργαλεία με τα οποία εξήγησαν την κρίση και τη νεολαιίστικη - λαϊκή έκρηξη, στους στόχους και το περιεχόμενο που έθεσαν, στο συνολικό πολιτικό στίγμα που εξέπεμψαν, στα αν και πώς μετέφεραν την εστία της σύγκρουσης στους χώρους εργασίας και σπουδών, στις σχέσεις που οικοδόμησαν με τον κόσμο του κινήματος, στο πώς ανταποκρίθηκαν στην ανάγκη διαμόρφωσης μιας μαχητικής λαϊκής ενότητας των κάτω, στις γενικότερες αξίες που προέβαλαν.
Αν έτσι αποτιμήσουμε τα δεδομένα, θα δούμε να επαναβεβαιώνεται με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο η στρατηγική και ιστορική, πλέον, ανεπάρκεια του ΚΚΕ και του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσουν και να δώσουν αντικαπιταλιστική, επαναστατική διέξοδο στις αναπτυσσόμενες μαχητικές και ριζοσπαστικές τάσεις των εργαζομένων και της νεολαίας, να διαμορφώσουν μια πολιτική γραμμή και πρακτική ρήξης και ανατροπής της αντεργατικής καταιγίδας, των πυλώνων της (ΕΕ, κεφάλαιο κλπ), των πολιτικών της διαχειριστών (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Κεντροαριστερά, ΛΑΟΣ ή άλλο), της ίδιας της αστικής κυριαρχίας. Θα δούμε επίσης πιο επιτακτικά από ποτέ τη στρατηγική και ιστορική αναγκαιότητα για ένα ελπιδοφόρο ρεύμα αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, ένα ρεύμα που δεν θα μείνει μετέωρο λειτουργώντας απλώς ως δημιουργός κινηματικών γεγονότων ή ως θινκ τανκ πρωτοπόρων ιδεών, που όμως δεν θα μπορούν να συγκροτηθούν πολιτικά σε αισθητό αντικαπιταλιστικό μέτωπο - πόλο.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Σε ό,τι αφορά την ανάλυση της κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ την αποδίδει απλώς στο νεοφιλελευθερισμό (ιδίως των ΗΠΑ), στις αδηφάγες αγορές και στην απουσία ρυθμιστικών κανόνων και κρατικού ελέγχου, ενώ το ΚΚΕ στην πάγια τάση του καπιταλισμού να δημιουργεί κρίσεις (αδυνατώντας να δει τα ειδικά - σύγχρονα χαρακτηριστικά της παρούσας κρίσης). Και σε ό,τι αφορά την έκρηξη των τελευταίων ημερών, το μεν ΚΚΕ (βλέποντας μόνο το δέντρο των "κουκουλοφόρων", αλλά όχι το δάσος των χιλιάδων μαθητών και νέων που βγήκαν στο δρόμο) την αποδίδει σε ντόπια και ξένα κέντρα, σε σχέδιο - επιχείρηση αποπροσανατολισμού και στις συνασπισμικές θωπείες, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς στη νεολαιίστικη - κοινωνική οργή.
Σε ό,τι αφορά το κίνημα και τους αγώνες της περιόδου, μπορούμε να δούμε ένα κοινό στοιχείο και στο ΚΚΕ και στο ΣΥΡΙΖΑ: Την αδυναμία - αλλά και την έλλειψη προσανατολισμού - να οργανωθούν αγώνες μέσα στους εργασιακούς χώρους που θα δημιουργήσουν ρήγματα στην αστική επίθεση (είναι χαρακτηριστική εδώ η εχθρική στάση τους στις κινητοποιήσεις των υγειονομικών). Αγώνων τόσο αναγκαίων σε συνθήκες κρίσης και επίθεσης, που θα μεταφέρουν στην "καρδιά" της ταξικής πάλης το άρωμα της νεολαιίστικης έκρηξης των ημερών. Για το ΚΚΕ αγώνες και κίνημα είναι μόνο τα απογευματινά συλλαλητήρια που οργανώνονται από το ΠΑΜΕ (οι πραγματικές απεργιακές μάχες που οργανώνονται από το χώρο αυτό αναζητούνται με το φανάρι), ενώ τα υπόλοιπα είναι "κίνημα" σε εισαγωγικά, εκτονώσεις, αυθρμητίστικες αντιδράσεις κλπ. Για το ΣΥΡΙΖΑ, που με περισσή έπαρση και καπηλεύεται ό,τι κινείται και αυτοαναγορεύεται ως ο μοναδικός εκφραστής των κινημάτων, αγώνες είναι ό,τι οργανώνεται από το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα σε συνεννόηση με την ΠΑΣΚΕ (σχεδόν πουθενά δεν πήρε ο ίδιος μια αγωνιστική πρωτοβουλία, ούτε στους εργαζόμενους ούτε στη νεολαία) και ό,τι οργανώνεται από τη ριζοσπαστική Αριστερά και (λόγω της αδύναμης συνολικής πολιτικής της παρουσίας) μπορεί να το αλιεύσει μικροπολιτικά και εκλογικά.
Σε ό,τι αφορά τις μορφές εργατικής και νεολαιίστικης συλλογικότητας, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΚΕ παραμένουν αγκυλωμένοι στις δομές που έχουν ήδη διαμορφωθεί στο επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα αλλά πολλαπλά έχουν αποδείξει - και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις της νεολαίας, των υγειονομικών κλπ - ότι αδυνατούν να συνενώσουν τη νεολαία της εργασιακής περιπλάνησης, τους ελαστικά εργαζόμενους, τους μετανάστες κλπ (και γι' αυτό, ειδικά στο ιδιωτικό τομέα, συσπειρώνουν ελάχιστους εργαζόμενους).
Σε ό,τι αφορά την τόσο αναγκαία αγωνιστική ενότητα και κοινή δράση "των κάτω", ο ΣΥΡΙΖΑ την επικαλείται γενικώς, αλλά ελάχιστα την υπηρετεί στην πράξη, καθώς κατά κύριο λόγο παραμένει προσηλωμένος στη γραφειοκρατική ενότητα "των πάνω", στις κορυφές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (ιδιαίτερα με την ΠΑΣΚΕ). Ενώ το ΚΚΕ, την ταυτίζει με τη συσπείρωση γύρω από τον εαυτό του, ακολουθώντας μια πρακτική περιχαράκωσης απέναντι σε ό,τι δεν ελέγχει, απομονωτισμού και συκοφάντησης - ειδικά προς ό,τι κινείται στα αριστερά του (επιβεβαιώθηκε αυτό περίτρανα μετά τη δολοφονία του Αλέξη).
Σε ό,τι αφορά τις μορφές δράσης (ένα ζήτημα τόσο σημαντικό, σε μια εποχή που αναδεικνύεται σε ευρύτερα τμήματα εργαζομένων και νέων η διάθεση για μαχητικούς, αποφασιστικούς αγώνες), απέδειξαν και οι δύο τις τελευταίες μέρες με τον πιο περιφανή τρόπο την αστική νομιμοφροσύνη τους. Με το ΚΚΕ να εισπράττει τα εύσημα της κυβέρνησης, του ΛΑΟΣ και του επάρατου αστικού Τύπου για την "υπεύθυνη στάση του" (που κορυφώθηκε με την κατ' όνομα πορεία τη μέρα της απεργίας) και να αμείβεται γι' αυτό δημοσκοπικά και το ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που ο Καραμανλής έθεσε το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων και απαίτησε να ακυρωθεί η απεργιακή πορεία της ΓΣΕΕ, να δηλώνει "παρών" σε αυτή την απαίτηση συρόμενος στην Κλαυθμώνος.
Το κυριότερο, όμως, είναι το πολιτικό χρώμα και η πολιτική συμπύκνωση του κινήματος και των αγώνων. Εδώ το ΚΚΕ απαντά ως εξής: Ενώ σωστά τονίζει την ανάγκη για βαθύτερο (κατά της ΕΕ, του κεφαλαίου κλπ) περιεχόμενο των αγώνων - και εγκαλεί το ΣΥΡΙΖΑ ή την αντικαπιταλιστική Αριστερά γι' απουσία αυτού -, αυτό το κάνει για να αρνηθεί την ανάγκη αποφασιστικών αγώνων που θα σπάνε, θα δημιουργούν ρήγματα στην αστική επίθεση και την κυβερνητική πολιτική (αυτή η αντίληψη το πέταξε έξω, για παράδειγμα, από το νικηφόρο αγώνα των υγειονομικών). Κι ενώ σωστά τονίζει την ανάγκη ενιαίας αντιδικομματικής ταυτότητας, αυτό γίνεται με τρόπο που συχνά οδηγεί στην απουσία ουσιαστικού μετώπου απέναντι στη ΝΔ. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να μην απασχολείται με το ζήτημα της πολιτικής κατεύθυνσης του κινήματος, ωστόσο δίνει μάχη αυτή να καθηλωθεί σε ένα όχι απέναντι στις αντιασφαλιστικές διατάξεις των νόμων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (αλλά όχι στους νόμους συνολικά), σε ένα όχι στην αναθεώρηση του 16 (αλλά όχι και σε κάθε μορφή ιδιωτικοποίησης από την ΕΕ ή την κυβέρνηση), σε ένα όχι στις συνθήκες που οικοδομούν τη νεοφιλελεύθερη ΕΕ (αλλά όχι στην ΕΕ συνολικά), σε ένα όχι στην αγορά και τη λογική που βάζει τα κέρδη πάνω από τον άνθρωπο (αλλά όχι και στην εκμετάλλευση, την ατομική ιδιοκτησία, τη μισθωτή εργασία).
Τέλος, ένα ακόμη κοινό στοιχείο των δύο μονομάχων της επίσημης Αριστεράς είναι η συνολική πολιτική στάση απέναντι στο κίνημα και τους αγώνες: Και οι δύο τα αντιμετωπίζουν με τα μάτια στραμμένα πρωτίστως στην κάλπη, στην εξαργύρωση - διασπάθιση στο κοινοβουλευτικό χρηματιστήριο των αγωνιστικών διαθέσεων και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει ο ένας απέναντι στον άλλον, στο μπουζούριασμα στον εκλογικό ντορβά ακόμη και ριζοσπαστικών ή αντικαπιταλιστικών τάσεων που δεν τους ανήκουν. Κι όλα αυτά με στόχο, όχι τη ρήξη - ανατροπή του αστικού πολιτικού σκηνικού, αλλά την εδραίωσή τους μέσα σε αυτό (είτε συμμετάσχουν σε κυβέρνηση είτε όχι) και το προβάδισμα του ενός απέναντι στον άλλον. Εξ ου και το "εκλογές τώρα" ή "ψήφο στα 16" του ΣΥΡΙΖΑ ή το "εγγύηση το δυνατό ΚΚΕ" του Περισσού.
Αλλά είπαμε... η ανεπάρκεια της επίσημης Αριστεράς δεν οδηγεί αυτοδίκαια στην ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής - επαναστατικής Αριστεράς. Οφείλει αυτή, στα πεδία ακριβώς που αναδεικνύεται η χρεοκοπία της πρώτης, να αποδείξει έμπρακτα ότι αντιπροσωπεύει μια άλλη λογική και πρακτική. Και αυτό είναι ένα καθήκον που βρίσκεται μπροστά μας.
Τα γεγονότα του τελευταίου διμήνου (κρίση, κινητοποιήσεις μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου) είναι μια από εκείνες τις καμπές της ταξικής πάλης στις οποίες κρίνονται - στην πράξη, πλέον, και όχι στα λόγια ή στις διακηρύξεις - ο χαρακτήρας, ο ρόλος και η φυσιογνωμία των πολιτικών ρευμάτων και δυνάμεων. Η διαπίστωση αυτή ισχύει διπλά και τριπλά για το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ και, με άλλη έννοια και τρόπο, για την αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά.
Κρίνονται, όλοι, λοιπόν, στην Αριστερά, με βάση το σύνολο της στάσης τους και όχι μόνο με βάση την τακτική τους απέναντι στις κινητοποιήσεις που έγιναν μετά τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη. Κρίνονται τόσο γι' αυτά που έκαναν και είπαν, όσο και γι' αυτά που δεν έκαναν και δεν είπαν. Και τέλος κρίνονται σε ένα σύνολο πεδίων: Στα μεθοδολογικά και ερμηνευτικά εργαλεία με τα οποία εξήγησαν την κρίση και τη νεολαιίστικη - λαϊκή έκρηξη, στους στόχους και το περιεχόμενο που έθεσαν, στο συνολικό πολιτικό στίγμα που εξέπεμψαν, στα αν και πώς μετέφεραν την εστία της σύγκρουσης στους χώρους εργασίας και σπουδών, στις σχέσεις που οικοδόμησαν με τον κόσμο του κινήματος, στο πώς ανταποκρίθηκαν στην ανάγκη διαμόρφωσης μιας μαχητικής λαϊκής ενότητας των κάτω, στις γενικότερες αξίες που προέβαλαν.
Αν έτσι αποτιμήσουμε τα δεδομένα, θα δούμε να επαναβεβαιώνεται με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο η στρατηγική και ιστορική, πλέον, ανεπάρκεια του ΚΚΕ και του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσουν και να δώσουν αντικαπιταλιστική, επαναστατική διέξοδο στις αναπτυσσόμενες μαχητικές και ριζοσπαστικές τάσεις των εργαζομένων και της νεολαίας, να διαμορφώσουν μια πολιτική γραμμή και πρακτική ρήξης και ανατροπής της αντεργατικής καταιγίδας, των πυλώνων της (ΕΕ, κεφάλαιο κλπ), των πολιτικών της διαχειριστών (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Κεντροαριστερά, ΛΑΟΣ ή άλλο), της ίδιας της αστικής κυριαρχίας. Θα δούμε επίσης πιο επιτακτικά από ποτέ τη στρατηγική και ιστορική αναγκαιότητα για ένα ελπιδοφόρο ρεύμα αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, ένα ρεύμα που δεν θα μείνει μετέωρο λειτουργώντας απλώς ως δημιουργός κινηματικών γεγονότων ή ως θινκ τανκ πρωτοπόρων ιδεών, που όμως δεν θα μπορούν να συγκροτηθούν πολιτικά σε αισθητό αντικαπιταλιστικό μέτωπο - πόλο.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Σε ό,τι αφορά την ανάλυση της κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ την αποδίδει απλώς στο νεοφιλελευθερισμό (ιδίως των ΗΠΑ), στις αδηφάγες αγορές και στην απουσία ρυθμιστικών κανόνων και κρατικού ελέγχου, ενώ το ΚΚΕ στην πάγια τάση του καπιταλισμού να δημιουργεί κρίσεις (αδυνατώντας να δει τα ειδικά - σύγχρονα χαρακτηριστικά της παρούσας κρίσης). Και σε ό,τι αφορά την έκρηξη των τελευταίων ημερών, το μεν ΚΚΕ (βλέποντας μόνο το δέντρο των "κουκουλοφόρων", αλλά όχι το δάσος των χιλιάδων μαθητών και νέων που βγήκαν στο δρόμο) την αποδίδει σε ντόπια και ξένα κέντρα, σε σχέδιο - επιχείρηση αποπροσανατολισμού και στις συνασπισμικές θωπείες, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς στη νεολαιίστικη - κοινωνική οργή.
Σε ό,τι αφορά το κίνημα και τους αγώνες της περιόδου, μπορούμε να δούμε ένα κοινό στοιχείο και στο ΚΚΕ και στο ΣΥΡΙΖΑ: Την αδυναμία - αλλά και την έλλειψη προσανατολισμού - να οργανωθούν αγώνες μέσα στους εργασιακούς χώρους που θα δημιουργήσουν ρήγματα στην αστική επίθεση (είναι χαρακτηριστική εδώ η εχθρική στάση τους στις κινητοποιήσεις των υγειονομικών). Αγώνων τόσο αναγκαίων σε συνθήκες κρίσης και επίθεσης, που θα μεταφέρουν στην "καρδιά" της ταξικής πάλης το άρωμα της νεολαιίστικης έκρηξης των ημερών. Για το ΚΚΕ αγώνες και κίνημα είναι μόνο τα απογευματινά συλλαλητήρια που οργανώνονται από το ΠΑΜΕ (οι πραγματικές απεργιακές μάχες που οργανώνονται από το χώρο αυτό αναζητούνται με το φανάρι), ενώ τα υπόλοιπα είναι "κίνημα" σε εισαγωγικά, εκτονώσεις, αυθρμητίστικες αντιδράσεις κλπ. Για το ΣΥΡΙΖΑ, που με περισσή έπαρση και καπηλεύεται ό,τι κινείται και αυτοαναγορεύεται ως ο μοναδικός εκφραστής των κινημάτων, αγώνες είναι ό,τι οργανώνεται από το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα σε συνεννόηση με την ΠΑΣΚΕ (σχεδόν πουθενά δεν πήρε ο ίδιος μια αγωνιστική πρωτοβουλία, ούτε στους εργαζόμενους ούτε στη νεολαία) και ό,τι οργανώνεται από τη ριζοσπαστική Αριστερά και (λόγω της αδύναμης συνολικής πολιτικής της παρουσίας) μπορεί να το αλιεύσει μικροπολιτικά και εκλογικά.
Σε ό,τι αφορά τις μορφές εργατικής και νεολαιίστικης συλλογικότητας, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΚΕ παραμένουν αγκυλωμένοι στις δομές που έχουν ήδη διαμορφωθεί στο επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα αλλά πολλαπλά έχουν αποδείξει - και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις της νεολαίας, των υγειονομικών κλπ - ότι αδυνατούν να συνενώσουν τη νεολαία της εργασιακής περιπλάνησης, τους ελαστικά εργαζόμενους, τους μετανάστες κλπ (και γι' αυτό, ειδικά στο ιδιωτικό τομέα, συσπειρώνουν ελάχιστους εργαζόμενους).
Σε ό,τι αφορά την τόσο αναγκαία αγωνιστική ενότητα και κοινή δράση "των κάτω", ο ΣΥΡΙΖΑ την επικαλείται γενικώς, αλλά ελάχιστα την υπηρετεί στην πράξη, καθώς κατά κύριο λόγο παραμένει προσηλωμένος στη γραφειοκρατική ενότητα "των πάνω", στις κορυφές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (ιδιαίτερα με την ΠΑΣΚΕ). Ενώ το ΚΚΕ, την ταυτίζει με τη συσπείρωση γύρω από τον εαυτό του, ακολουθώντας μια πρακτική περιχαράκωσης απέναντι σε ό,τι δεν ελέγχει, απομονωτισμού και συκοφάντησης - ειδικά προς ό,τι κινείται στα αριστερά του (επιβεβαιώθηκε αυτό περίτρανα μετά τη δολοφονία του Αλέξη).
Σε ό,τι αφορά τις μορφές δράσης (ένα ζήτημα τόσο σημαντικό, σε μια εποχή που αναδεικνύεται σε ευρύτερα τμήματα εργαζομένων και νέων η διάθεση για μαχητικούς, αποφασιστικούς αγώνες), απέδειξαν και οι δύο τις τελευταίες μέρες με τον πιο περιφανή τρόπο την αστική νομιμοφροσύνη τους. Με το ΚΚΕ να εισπράττει τα εύσημα της κυβέρνησης, του ΛΑΟΣ και του επάρατου αστικού Τύπου για την "υπεύθυνη στάση του" (που κορυφώθηκε με την κατ' όνομα πορεία τη μέρα της απεργίας) και να αμείβεται γι' αυτό δημοσκοπικά και το ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που ο Καραμανλής έθεσε το δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων και απαίτησε να ακυρωθεί η απεργιακή πορεία της ΓΣΕΕ, να δηλώνει "παρών" σε αυτή την απαίτηση συρόμενος στην Κλαυθμώνος.
Το κυριότερο, όμως, είναι το πολιτικό χρώμα και η πολιτική συμπύκνωση του κινήματος και των αγώνων. Εδώ το ΚΚΕ απαντά ως εξής: Ενώ σωστά τονίζει την ανάγκη για βαθύτερο (κατά της ΕΕ, του κεφαλαίου κλπ) περιεχόμενο των αγώνων - και εγκαλεί το ΣΥΡΙΖΑ ή την αντικαπιταλιστική Αριστερά γι' απουσία αυτού -, αυτό το κάνει για να αρνηθεί την ανάγκη αποφασιστικών αγώνων που θα σπάνε, θα δημιουργούν ρήγματα στην αστική επίθεση και την κυβερνητική πολιτική (αυτή η αντίληψη το πέταξε έξω, για παράδειγμα, από το νικηφόρο αγώνα των υγειονομικών). Κι ενώ σωστά τονίζει την ανάγκη ενιαίας αντιδικομματικής ταυτότητας, αυτό γίνεται με τρόπο που συχνά οδηγεί στην απουσία ουσιαστικού μετώπου απέναντι στη ΝΔ. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να μην απασχολείται με το ζήτημα της πολιτικής κατεύθυνσης του κινήματος, ωστόσο δίνει μάχη αυτή να καθηλωθεί σε ένα όχι απέναντι στις αντιασφαλιστικές διατάξεις των νόμων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (αλλά όχι στους νόμους συνολικά), σε ένα όχι στην αναθεώρηση του 16 (αλλά όχι και σε κάθε μορφή ιδιωτικοποίησης από την ΕΕ ή την κυβέρνηση), σε ένα όχι στις συνθήκες που οικοδομούν τη νεοφιλελεύθερη ΕΕ (αλλά όχι στην ΕΕ συνολικά), σε ένα όχι στην αγορά και τη λογική που βάζει τα κέρδη πάνω από τον άνθρωπο (αλλά όχι και στην εκμετάλλευση, την ατομική ιδιοκτησία, τη μισθωτή εργασία).
Τέλος, ένα ακόμη κοινό στοιχείο των δύο μονομάχων της επίσημης Αριστεράς είναι η συνολική πολιτική στάση απέναντι στο κίνημα και τους αγώνες: Και οι δύο τα αντιμετωπίζουν με τα μάτια στραμμένα πρωτίστως στην κάλπη, στην εξαργύρωση - διασπάθιση στο κοινοβουλευτικό χρηματιστήριο των αγωνιστικών διαθέσεων και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει ο ένας απέναντι στον άλλον, στο μπουζούριασμα στον εκλογικό ντορβά ακόμη και ριζοσπαστικών ή αντικαπιταλιστικών τάσεων που δεν τους ανήκουν. Κι όλα αυτά με στόχο, όχι τη ρήξη - ανατροπή του αστικού πολιτικού σκηνικού, αλλά την εδραίωσή τους μέσα σε αυτό (είτε συμμετάσχουν σε κυβέρνηση είτε όχι) και το προβάδισμα του ενός απέναντι στον άλλον. Εξ ου και το "εκλογές τώρα" ή "ψήφο στα 16" του ΣΥΡΙΖΑ ή το "εγγύηση το δυνατό ΚΚΕ" του Περισσού.
Αλλά είπαμε... η ανεπάρκεια της επίσημης Αριστεράς δεν οδηγεί αυτοδίκαια στην ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής - επαναστατικής Αριστεράς. Οφείλει αυτή, στα πεδία ακριβώς που αναδεικνύεται η χρεοκοπία της πρώτης, να αποδείξει έμπρακτα ότι αντιπροσωπεύει μια άλλη λογική και πρακτική. Και αυτό είναι ένα καθήκον που βρίσκεται μπροστά μας.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ
ΠΡΙΝ 28/12/2008
ΠΡΙΝ 28/12/2008