Άμεση και μαζική ήταν απάντηση στη δολοφονική επίθεση στο Στέκι των Μεταναστών και τα γραφεία του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, στον πεζόδρομο της Τσαμαδού, στα Εξάρχεια, την Τρίτη 24/2. Πάνω από 2.000 άτομα συμμετείχαν στη συγκέντρωση που κάλεσε το Δίκτυο, που λόγω του μεγάλου πλήθους μετετράπη σε πορεία στη Βουλή.
Η μαζική προσέλευση αποδεικνύει τα αυξημένα και μαχητικά αντανακλαστικά ενός ολοένα και μεγαλύτερου κομματιού κόσμου απέναντι σε ζητήματα κρατικής και παρακρατικής βίας, ιδιαίτερα μετά το Δεκέμβρη του 2008, την ίδια στιγμή που ήταν έκδηλη και η αμηχανία μεταξύ των αγωνιστών που συμμετείχαν στη συγκέντρωση για το τι πραγματικά σημαίνει μια τέτοια επίθεση που θα μπορούσε πολύ εύκολα να στοιχίσει τη ζωή πολλών συναγωνιστών, μιας και εκείνη την ώρα βρισκόταν σε εξέλιξη σύσκεψη 30 και πλέον ατόμων (Σύνδεσμος Αντιρρησιών Συνείδησης).
Η επίθεση της 24ης Φλεβάρη –ανεξάρτητα αν δεν είχε τραγική κατάληξη- έρχεται να λάβει δυστυχώς εξέχουσα θέση στη σειρά των δολοφονικών επιθέσεων του Κράτους, του παρα-κράτους και των φασιστικών συμμοριών του μετά το θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου (6 Δεκέμβρη ‘08) και την απόπειρα κατά της Κωνσταντίνας Κούνεβα (23 Δεκέμβρη ’08). Αναμφίβολα εντάσσεται στην άμεσα επαπειλούμενη «στρατηγική της έντασης» από την πλευρά του Κράτους, κυρίως μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη, τις «μέρες και νύχτες του Αλέξη».
Με στόχο την τρομοκράτηση ολόκληρου του επαναστατικού λαϊκού και νεολαιίστικου δυναμικού που εκδηλώθηκε με εκρηκτικό τρόπο, επί δεκαπέντε ημέρες στην Ελλάδα και πρόσχημα την αποπροσανατολιστική και, εν τέλει, σε βάρος του κινήματος δράση νεοσύστατων ομάδων ατομικής βίας, η κυβέρνηση Καραμανλή, με την αρωγή του ΠΑΣΟΚ, του ΛΑΟΣ, ου μην αλλά και του ΚΚΕ, θέλει να ταυτίσει την δεκεμβριανή τρικυμία με τα… μακρινά «τρομοκρατικά» κυματάκια της, σε συνθήκες σχετικής κινηματικής νηνεμίας, αλλά και αναμενόμενων νέων κοινωνικών αναταραχών. Ήταν όλοι οι παραπάνω -πλην ΠΑΣΟΚ- που ευθέως κατηγορούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «χαϊδεύει τα αυτιά των “κουκουλοφόρων”» κατά το Δεκέμβρη και ήταν τα γραφεία του Δικτύου (που συμμετέχει στον ΣΥΡΙΖΑ) –το οποίο έχει επανειλημμένα συκοφαντηθεί για το ίδιο ζήτημα από τους ίδιους βρωμερούς κύκλους- αυτά που δέχτηκαν την επίθεση. Είναι όλοι τους συνυπεύθυνοι, ηθικοί αυτουργοί για αυτήν την επίθεση, αυτοί είναι οι μόνοι και πραγματικοί Τρομοκράτες, που θέλουν να επιβάλουν το Κράτος του Τρόμου πάνω στο κίνημα και τις εργατικές και λαϊκές μάζες συνολικότερα.
Από αυτήν την άποψη, το πρόβλημα της κυβέρνησης και της αστικής εξουσίας γενικότερα δεν είναι, φυσικά, απλώς και μόνο η δράση του Δικτύου, του Στεκιού των Μεταναστών, του Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης ή οποιουδήποτε άλλου, αλλά κάθε δράση ταξικής αλληλεγγύης, υπεράσπισης των λαϊκών ελευθεριών και ακόμα περισσότερο κάθε έμβρυο επαναστατικής οργάνωσης των μαζών. Η αυξανόμενη ταξική πόλωση, λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης της καπιταλιστικής κρίσης διεθνώς και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, και η αποσύνθεση του αστικού πολιτικού συστήματος εξουσίας ενδυναμώνουν τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό του Κρατικού μηχανισμού, οπλίζοντας το χέρι «ανεπίσημων», πλην όμως ανεκτών από τις «επίσημες» αρχές, (παρα) κρατικών-φασιστικών συμμοριών που βάλλουν με κάθε τρόπο κατά των αγωνιστών του μαζικού κινήματος.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, χαρακτηριστική ήταν και η –στην καλύτερη περίπτωση- «υποτίμηση» του θέματος από τα ΜΜΕ, τα οποία έριξαν όλο το βάρος της «ενημέρωσης» στην επίθεση μεμονωμένων ατόμων στα γραφεία της «Απογευματινής» στην οδό Φειδίου, την ώρα που η διαδήλωση επέστρεφε στα Εξάρχεια και όχι στην πρωτοφανή δολοφονική επίθεση με ρίψη χειροβομβίδας στα γραφεία του Δικτύου και του Στεκιού Μεταναστών.
Η… προτίμηση που δείχνουν τα μέσα μαζικής εξαπάτησης σε τέτοιου είδους γεγονότα ατομικής βίας, μικρότερης (εμπρησμός μιας τράπεζας) ή μεγαλύτερης σημασίας (πχ Citigroup, Κηφισιά) και κυρίως αμφίβολης προέλευσης και όχι σε μια τέτοια «καραμπινάτη» υπόθεση μαζικής δολοφονικής απόπειρας που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία στο μεταπολιτευτικό παρελθόν της χώρας, είτε έγινε ενάντια στο κίνημα (όπως αυτή που συνέβη στις 24/2), είτε –πολλώ δε μάλλον- έγινε στο όνομα του κινήματος, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Η κυρίαρχη άποψη που καλλιεργείται, γνωστή και από προηγούμενα, από την αστική τάξη και όλους τους μηχανισμούς της είναι ότι πρόκειται για μια «βεντέτα» μεταξύ «ακροκινούμενων ομάδων», αντεξουσιαστών – ακροαριστερών από τη μια μεριά και νεοναζιστών από την άλλη, δεν πείθει πλέον ούτε και τους πιο αδαείς.
Ιδιαίτερα μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη, επιχειρείται ξεκάθαρα και συστηματικά από τις ναυαρχίδες του «έγκυρου» αστικού τύπου, τόσο από το «αντιπολιτευόμενο» ΒΗΜΑ, όσο και από τη φιλοκυβερνητική ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, η ταύτιση της «νέας γενιάς τρομοκρατών» με την άκρα αριστερά γενικά (διάβασε κυριακάτικα φύλλα 22/2/09), ενώ όλοι αυτοί μαζί θέλουν να «αποσταθεροποιήσουν» τη χώρα και μάλιστα σε τέτοιες δραματικές οικονομικές συνθήκες…
Η αντίληψη αυτή εφάπτεται, αν σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ταυτίζεται κιόλας, με μια άλλη συναφή αντίληψη που θέλει «4.000 “μπάχαλους”, να σπέρνουν τον τρόμο στα ΑΕΙ» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 22/2). Αυτοί, λοιπόν, οι «μπάχαλοι» έχουν ένα ευρύτατο πεδίο δράσης που ξεκινά από επιθέσεις, όπως αυτή κατά του συντρόφου Σπύρου Δρίτσα, προέδρου του Συλλόγου Φοιτητών Ιατρικής και στελέχους της ΑΡΑΝ και της ΕΑΑΚ (29/1) και καταλήγουν στην επίθεση στον πανεπιστημιακό Γιάννη Πανούση, πριν δύο περίπου εβδομάδες, περνώντας από δράσεις τύπου «απαγωγής καλπών, κλειδώματος πρυτάνεων στα γραφεία τους, καταστροφής πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων, διάλυσης συνελεύσεων» κλπ. Αυτή η ισοπεδωτική θεώρηση της εξω- και αντι-θεσμικής δράσης έχει ως προφανές κίνητρο την συκοφάντηση της πολιτικής και κοινωνικής πρωτοπορίας του κινήματος, ιδιαίτερα καθώς αυτή η πρωτοπορία δεν ελέγχεται από τους παραδοσιακούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς της καθεστωτικής αριστεράς, του ΚΚΕ και του ΣΥΝ.
Είναι κατάδηλο, πως μέσα σ’ αυτό το κλίμα σύγκρουσης, υπάρχουν και προβοκάτορες που λειτουργούν συνειδητά σε βάρος όλων των πλευρών του κινήματος, όπως συνέβη στην περίπτωση της επίθεσης στο σ. Δρίτσα, δηλαδή του χτυπήματος ενός άγνωστου, φερόμενου ως «μπάχαλου» ενάντια σε έναν δηλωμένο και ευρέως γνωστό ακροαριστερό. Το πρόβλημα, όμως, δεν το έχουν τόσο με τους όποιους αυτοαποκαλούμενους «αναρχικούς», «χούλιγκαν» ή «μπάχαλους», όσο με την ΕΑΑΚ, την άκρα αριστερά στα ΑΕΙ-ΤΕΙ που ανοιχτά και δημόσια μπλοκάρει μέσα από μαζικές διαδικασίες την αντι-μεταρρύθμιση στην παιδεία.
Μ’ άλλα λόγια, εκείνο που πάνω απ’ όλα επιχειρείται είναι η συλλήβδην «τρομοκρατική» στόχευση ενάντια σε ολόκληρο το νέο, ανεξέλεγκτο πολιτικό δυναμικό της νεολαίας. Αν το Κράτος ή/και το (παρα)κράτος επικεντρωνόταν, μέχρι πρότινος, κυρίως στον αντεξουσιαστικό χώρο, ήταν γιατί τον θεωρούσε περισσότερο «ευάλωτο», από άποψη μαζικής απήχησης και τρόπου δράσης, σε σχέση με την άκρα αριστερά. Ο Δεκέμβρης, ωστόσο, φαίνεται ότι έφερε αλλαγές και σ’ αυτό το σκέλος της τακτικής των κατασταλτικών μηχανισμών.
Σ’ αυτό το σημείο, γίνεται -κατά το επικρατούν αστικό δόγμα- η «σύμπτωση» μεταξύ της «νέας γενιάς τρομοκρατών» που χρησιμοποιεί το Άσυλο για επιθέσεις κατά της αστυνομίας (π.χ. επίθεση σε σχολή ΜΑΤ από Πανεπιστημιούπολη) και όσων, όχι απλά και μόνο, υπερασπίζονται γενικά το πανεπιστημιακό άσυλο, αλλά ακόμα περισσότερο χρησιμοποίησαν κεντρικές πανεπιστημιακές σχολές (π.χ. Νομική, ΕΜΠ, ΑΣΟΕΕ) ως Κέντρα Αγώνα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη, δηλαδή κέντρα αγώνα μιας εξέγερσης που αμφισβήτησε το μονοπώλιο της βίας του Κράτους, δηλαδή προκάλεσε μια ανοιχτή εκδήλωση κρίσης εξουσίας, και οδήγησε το ΓΕΕΘΑ να κηρύξει «κίτρινο συναγερμό» και την κυβέρνηση στο παρά πέντε της κήρυξης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Αυτό σημαίνει, πως το Άσυλο ενοχλεί την κεντρική πολιτική εξουσία περισσότερο γιατί μπορεί να λειτουργεί σαν προπύργιο ανεξέλεγκτων πολιτικών δυνάμεων, πρωτοπόρων της κινητοποίησης των μαζών, παρά γιατί προφυλάσσει απλά τους καταληψίες φοιτητές ή ακόμα και «τρομοκράτες». Η τελευταία δε κατηγορία είναι εντελώς γελοία, αν σκεφτεί κανείς πως η πιο πρόσφατη επίθεση στην αμερικανική πρεσβεία (και μάλιστα με ρουκέτα!) έγινε από κάθετο στη Βασιλίσσης Σοφίας δρόμο, ακριβώς απέναντι από το κτίριο-στόχο….
Απ’ αυτήν την άποψη, δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς την πάλη για την υπεράσπιση των λαϊκών ελευθεριών, όπως αυτή του Ασύλου για παράδειγμα, με την πάλη ενάντια στο αστικοδημοκρατικό Κράτος και την κοινοβουλευτική δημοκρατία που αυτοχειριάζεται, με την ίδια την πάλη για την εξουσία της εργατικής τάξης. Το κίνημα αλληλεγγύης και αυτό-περιφρούρησης απέναντι στις κρατικές, παρα-κρατικές και φασιστικές επιθέσεις πρέπει να ετοιμάζεται ταυτόχρονα και για τις επόμενες επιθέσεις των επαναστατημένων μαζών, τους νέους Δεκέμβρηδες και τους «κόκκινους Οκτώβρηδες».
Δημήτρης Κατσαγάνης