Η αστική τάξη ετοιμάζεται πολύπλευρα -αξιοποιώντας ως όχημα το «ξεπέρασμα» της οικονομικής κρίσης η οποία θα βαθύνει το επόμενο διάστημα- να ισοπεδώσει κατακτήσεις και δικαιώματα της εργατικής τάξης. Οι καπιταλιστές δεν έχουν άλλο δρόμο πέρα απ’ το βάθεμα της εκμετάλλευσης. Η τακτική τους συμπυκνώνεται στις εξαγγελίες Καραμανλή -στις οποίες συναινεί επί της ουσίας το ΠΑΣΟΚ- με αναφορά στη δύσκολη διετία που έρχεται και προβολή της «ανάγκης» για διαρθρωτικές αλλαγές. Εκτρέφουν το ακροδεξιό λαϊκίστικο λόγο του ΛΑΟΣ ως πολιορκητικό κριό της πολιτικής τους. Ετοιμάζουν πυρετωδώς τα μέσα, ψάχνουν εναγωνίως πολιτικές λύσεις που -ξεπερνώντας τη φθορά του πολιτικού της συστήματος- θα τους επιτρέψουν να πετύχουν το στόχο τους. Να ξεζουμίσουν, να αφαιμάξουν, να τσακίσουν την εργατική τάξη και τους άλλους εργαζόμενους.
Το βασικό ζήτημα της περιόδου για τους αγωνιστές και τους επαναστάτες είναι η...
συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου σύγκρουσης με την αστική τάξη και τις επιλογές της, τους μηχανισμούς και τα κόμματα της, ενός μετώπου υπεράσπισης των κατακτήσεων της εργατικής τάξης και πάλης για την αντεπίθεση του εργατικού κινήματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που ένα προηγούμενο διάστημα προσπαθούσε να παρουσιάσει ένα αγωνιστικό προφίλ, έχει βαλτώσει στο τέλμα των παζαριών και των διαπραγματεύσεων. Στην πραγματικότητα έχει σκοντάψει στο δίλημμα: θα επιτρέψετε αγωνιστές του ΣΥΝ και σύντροφοι του …ΡΙΖΑ στις ηγεσίες να επαναλάβουν την προδοσία του ’89 ή θα κινηθείτε σε κατεύθυνση σύγκρουσης με την αστική τάξη και τα κόμματα της;
Το ΚΚΕ αναπτύσσει μια ρητορική που μιλά για σύγκρουση και ανασύνταξη του κινήματος. Μέλη του συγκρούονται πράγματι σε αρκετούς τόπους δουλειάς με την εργοδοσία. Όμως σύντροφοι -αγωνιστές του ΚΚΕ πως θα πραγματοποιηθεί η ανασύνταξη όσο κυριαρχεί η λογική: «πας μη ΠΑΜΕ βάρβαρος»; Εξάλλου η ηγεσία του Κόμματος έχει ήδη στο παρελθόν, παλιότερο και πρόσφατο, ξαναβάλει πλάτη για να ξεπεράσει η αστική τάξη την κρίση της και δεν έχει κάνει καμία αυτοκριτική γι αυτό. Ίσα–ίσα κατηγορεί ως αντικομμουνιστή όποιον τολμά να θίγει αυτό το ζήτημα. Όμως χωρίς αυτοκριτική τι εγγυάται ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δε θα ξαναβάλει πλάτη στην επόμενη στροφή;
Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά έχει πάμπολλες ιδεολογικές και πολιτικές αδυναμίες και κυρίως έχει μικρή επιρροή στην εργατική τάξη. Έχει όμως πραγματική διάθεση να συγκρουστεί και δε βαρύνεται από συγκυβερνητικές αμαρτίες.
Χρειάζεται λοιπόν όλοι όσοι θέλουν να συγκρουστούν στο πλευρό της εργατικής τάξης, για να αποκρούσει τη λυσσαλέα επίθεση, για να αρχίσει να ανασυντάσσει επαναστατικά το κίνημα της, όσοι θέλουν να συγκρουστούν με την αστική τάξη -ιδεολογικά, πολιτικά, πρακτικά, καθημερινά- κρατώντας καθαρές αποστάσεις από τα κόμματα και τους μηχανισμούς της, όλοι αυτοί, χρειάζεται να συνεργαστούν. Να συνεργαστούν στη δράση στο υπάρχον εργατικό–συνδικαλιστικό κίνημα για την ανατροπή των συσχετισμών σε αυτό, την εξασφάλιση της εργατικής δημοκρατίας στα συνδικάτα, την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος στη βάση των ταξικών συμφερόντων, κατευθύνοντας την πάλη τους ενάντια στις αστικοποιημένες ηγεσίες, αποκρούοντας ταυτόχρονα κάθε σεχταριστική πρακτική. Να συνεργαστούν πολιτικά ακόμα και εκλογικά. Προτάσσοντας ακριβώς αυτό: ένοχος για την κρίση είναι η αστική τάξη και το σύστημα της. Η εργατική τάξη δεν πρέπει να πληρώσει την κρίση. Πρέπει να αντισταθεί και να αντεπιτεθεί. Όχι μόνο δεν ευθύνεται για την κρίση αλλά είναι και η μόνη τάξη που μπορεί με την επαναστατική της δράση να βγάλει την κοινωνία, την ανθρωπότητα απ’ το σύστημα που παράγει ξανά και ξανά κρίσεις, πολέμους, φτώχεια και δυστυχία.
Απ’ αυτή την άποψη και ειδικά σ’ αυτή τη συγκυρία, δε βοηθούν τα ξεχωριστά εκλογικά κατεβάσματα, χωρίς μάλιστα να προηγηθεί προσπάθεια συνεννόησης και συνεργασίας. Σύντροφοι του ΚΚΕ μ-λ, του Μ-Λ ΚΚΕ πρέπει να διαμορφώσουμε προϋποθέσεις συσπείρωσης και όχι κατακερματισμού. Σύντροφοι του ΕΕΚ, η εμμονή στα αδιέξοδα του εξιδανικευμένου Δεκέμβρη και οι μοναχικές πορείες βαθαίνουν την πολυδιάσπαση και υποκαθιστούν το στόχο της συγκρότησης του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης με την πολιτική της προνομιακής απεύθυνσης στο χώρο της αναρχοαυτονομίας.
Οι σύντροφοι των οργανώσεων που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνουν μια προσπάθεια να διαμορφώσουν προϋποθέσεις συνεργασίας. Αυτό είναι θετικό. Εμείς λέμε καθαρά: ενότητα δε γίνεται με προσφυγή στη φενάκη της γενικολογίας η οποία συγκαλύπτει τις ετερόκλητες ιδεολογικές αφετηρίες που έχουν οι κομμουνιστικές, σοσιαλιστικές και σοσιαλίζουσες συνιστώσες του αντικαπιταλιστικού σας συνασπισμού, μέσα στον οποίο χάνονται οι προϋποθέσεις της κομμουνιστικής προοπτικής.
Η μόνη πραγματική ενότητα που μπορεί να υπάρξει είναι η ενότητα των κομμουνιστών που προϋποθέτει στέρεη ιδεολογικο-πολιτική συμφωνία. Από τη μεριά μας δεσμευόμαστε ότι παράλληλα με τη κοινή δράση και συνεργασία για να αποκρουστεί η επίθεση, δε θα σταματήσουμε την προσπάθεια για τη δημιουργία προϋποθέσεων για μια τέτοια ενότητα, για τη δημιουργία προϋποθέσεων συγκρότησης τελικά ενός μαζικού κομμουνιστικού κόμματος της εργατικής τάξης. Στην κατεύθυνση αυτή θα αναλάβουμε το επόμενο διάστημα πρωτοβουλίες συνεννόησης και συσπείρωσης των οργανωμένων και μη δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς.
Μπορεί όμως να υπάρξει πολιτική συνεργασία και κοινή δράση, σ’ αυτά που συμφωνούμε χωρίς πλαστές ενότητες και «αντικαπιταλιστικές» κορώνες. Οι κομμουνιστές δεν έχουν κανένα φόβο, κανένα λόγο και καμιά διάθεση να κρυφτούν πίσω απ’ τον «αντικαπιταλισμό».
Δε γίνεται σύντροφοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενώ πλασάρετε μια πλαστή ενότητα «εφ’ όλης της ύλης», στην καθημερινή δράση, στα σωματεία, στις απεργίες, στις συγκεντρώσεις, να βαδίζετε χωριστά, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Δε γίνεται σύντροφοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να «πουλάτε αμεσοδημοκρατία» σαν να επρόκειτο για καθρεφτάκια στους ιθαγενείς. Όλος ο κόσμος, οι αγωνιστές του χώρου έχουν μάτια και βλέπουν, αυτιά και ακούνε. Ήταν και στην Αθηναΐδα και στο Σπόρτινγκ και στις «αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις», άκουσαν και τις καταγγελίες της ΟΚΔΕ που αποχώρησε απ’ την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΕΕΚ που δε συμμετείχε σ’ αυτή.
Η κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, στα πλαίσια της πάγιας επιδίωξής της για προώθηση του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης και σε πολιτικό επίπεδο, θα στηρίξει εκλογικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως μια ατελή και ελλειμματική προσπάθεια διαμόρφωσης προϋποθέσεων συνεργασίας για την απόκρουση της επίθεσης. Αυτό δε σημαίνει ότι κλείνουμε τα μάτια στα προβλήματα και τις αδυναμίες που προαναφέρθηκαν. Δε σημαίνει επίσης ότι θα κλείσουμε το στόμα μας γι’ αυτές, ούτε ότι θα βάλουμε στην άκρη τις δικές μας ιδεολογικές–πολιτικές αντιλήψεις. Θα συνεχίσουμε να τις προβάλλουμε και να τις προπαγανδίζουμε. Δε σημαίνει ότι γυρίζουμε την πλάτη στους συντρόφους του ΚΚΕ μ-λ, του Μ-Λ ΚΚΕ, του ΕΕΚ που θα κατέβουν αυτόνομα στις εκλογές, στους συντρόφους της ΟΚΔΕ, της Εργατικής Δημοκρατίας, του ΕΑΜ, που δε θα συμμετάσχουν (απ’ όσο έχουμε υπ’ όψη μας) ως υποψήφιοι στην εκλογική διαδικασία, στους ανένταχτους αριστερούς αγωνιστές που δεν καλύπτονται απ’ τα υπάρχοντα σχήματα της εξωκοινοβουλευτικής και μη Αριστεράς, στους αγωνιστές της βάσης του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίθετα η παρέμβαση μας θέλει μετ’ επιτάσεως να σηματοδοτήσει την ανάγκη οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που δε βαρύνονται από συγκυβερνητικές αμαρτίες, που θέλουν να συγκρουστούν, στο πλευρό της εργατικής τάξης, με τους καπιταλιστές, οι οργανώσεις αυτές, ανοίγοντας δρόμους επικοινωνίας και κοινής δράσης με όλους όσους θέλουν να δώσουν αυτή τη μάχη, με όλους όσους πιστεύουν στην επαναστατική προοπτική του προλεταριάτου, να συνεργαστούν πολιτικά, να συντονίσουν τις δυνάμεις τους, να αλληλοβοηθηθούν και υποστηριχτούν στη δράση τους στα πλαίσια του εργατικού και ευρύτερου μαζικού λαϊκού κινήματος.
Ας συνεργαστούμε στηριζόμενοι πάνω σε ένα πρόγραμμα στόχων και δράσης για την απόκρουση της επίθεσης, στηριζόμενοι πάνω στις υπαρκτές συγκλίσεις και συμφωνίες, στη δεδηλωμένη προσήλωση στην επαναστατική προοπτική, κρατώντας καθαρές αποστάσεις απ’ την αστική τάξη, τα κόμματα και τους μηχανισμούς της, χωρίς να χάνουμε την ιδεολογική και πολιτική μας αυτοτέλεια, χωρίς να συγκαλύπτουμε τις διαφορές, κρύβοντας τες κάτω από πλαστές «ενότητες» και τίτλους. Αντίθετα ας διαμορφώσουμε προϋποθέσεις ενότητας των κομμουνιστών, ανοίγοντας τη συζήτηση για τα μεγάλα ζητήματα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, βάζοντας τα ανοιχτά στην κρίση των αγωνιστών και όλων των εργαζομένων, συστρατευόμενοι παράλληλα στη διαμόρφωση ενός ενιαίου μετώπου πάλης, αντίστασης και αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος.
κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
20/9/2009