24/10/09

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΝΑΡ 17-10-2009


Α. ΓΙΑ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ 4/10
1. Οι εκλογές της 4/10 –όπως και οι ευρωεκλογές- σφραγίστηκαν από την επίδραση της κρίσης, «της δεύτερης μεγαλύτερης κρίσης του καπιταλισμού», το βάθος, η έκταση και η διάρκεια της οποίας επιδρούν καθοριστικά στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Η ανάκαμψη από την κρίση –ύφεση που προωθεί η αστική πολιτική αφορά τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος και των πολυεθνικών (πχ αυτοκινητοβιομηχανίες), αφορά την κατανάλωση και όχι την εργασία και συνοδεύεται από αύξηση της ανεργίας και μείωση των κοινωνικών δαπανών. Η διάθεση σημαντικών κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό στην κατεύθυνση αυτή (πχ 28 δις στις Τράπεζες) μεταφέρει τα κρισιακά φαινόμενα στη δημοσιονομική σφαίρα και ενισχύει τις διεργασίες επανάκαμψης της κρίσης με οξύτερο τρόπο. Ο ελληνικός καπιταλισμός λόγω των ιδιαίτερων δομικών προβλημάτων του, με το αστικό κράτος σε κατάσταση χρεοκοπίας και συνεχούς –όλο και πιο τοκογλυφικού- δανεισμού αντιμετωπίζει οξύτατο πρόβλημα γι αυτό και οι κραυγές των αστών για μέτρα υπέρ της «οικονομίας, της αγοράς, της ανταγωνιστικότητας».
Για το ξεπέρασμα της, η αστική τάξη ακολουθεί μια επιθετική πολιτική σκληρής και βάρβαρης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Η πολιτική αυτή σε σύμπλεξη με τις συντηρητικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προωθούν οι κυβερνήσεις όλων των χρωμάτων και συμμαχικών συνδυασμών δημιουργεί ένα εκρηκτικό μίγμα αντιδραστικής πολιτικής που τη φέρνει αντιμέτωπη με την μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία των εργαζομένων και της νεολαίας. Η εμπειρία και από τις εκλογές σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης δείχνει ότι οι κυβερνήσεις φθείρονται πιο γρήγορα από ποτέ, λόγω της βαθύτερης αδυναμίας του καπιταλισμού για μονιμότερες απαντήσεις, στο έδαφος της σχετικής κοινωνικοπολιτικής αστάθειας που διαμορφώνεται. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσονται, με τη μορφή της άμπωτης και πλημμυρίδας, εργατικοί και νεολαιίστικοι αγώνες οι οποίοι ασκούν τη δική τους επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις.
Οι τάσεις αυτές αποκαλύπτονται με χαρακτηριστικό τρόπο και στην χώρα μας με την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών και την όσο το δυνατόν γρηγορότερη «αλλαγή φρουράς» με το ΠΑΣΟΚ που επιβλήθηκε από σημαντικές μερίδες του κεφαλαίου μπροστά στον υπαρκτό κίνδυνο ανεξέλεγκτων κοινωνικών συγκρούσεων. Η μαζική λαϊκή καταδίκη και η εκλογική αποδοκιμασία της πολιτικής της ΝΔ, δεν σηματοδοτεί, με το ανάλογο της επίθεσης βάθος, απόρριψη για τα νεοσυντηρητικά – νεοφιλελεύθερα δόγματα, πάνω στα οποία η ΝΔ στήριζε την πολιτική της και την ιδιαίτερα επιθετική θατσερική προεκλογική της εκστρατεία. Ωστόσο, το μαζικό κίνημα στην εξέλιξη του, δημιούργησε ρωγμές κυρίως στην κοινωνική συναίνεση απέναντι στην εφαρμοζόμενη πολιτική, την οποία θα βρει μπροστά της η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ . Δεν έριξαν, βεβαίως. την κυβέρνηση Καραμανλή οι αγώνες, αλλά –ειδικά οι πιο ριζοσπαστικοί απ’ αυτούς- έφθειραν και απονομιμοποίησαν την πολιτική της. Γιατί οι αγώνες παίζουν σοβαρό πολιτικό ρόλο, ακόμα και όταν έχουν αδυναμία να εκφράσουν ένα συνολικό ανατρεπτικό περιεχόμενο ώστε μαζί με μια άλλη Αριστερά να ανοίγουν ένα άλλο δρόμο για τα εργατικά συμφέροντα.
Η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ δεν είναι τόσο ισχυρή όσο παρουσιάζεται. Η αδυναμία του να εμπνεύσει και να στρατεύσει μαζικά σε ένα σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό σχέδιο, η σχετική του υστέρηση στις πόλεις και στους μισθωτούς εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, το γεγονός πως είναι η κυβέρνηση που εκλέγεται με το χαμηλότερο ποσοστό κυβερνητικής εναλλαγής από τη μεταπολίτευση είναι στοιχεία που πρέπει να σημειωθούν.
Η συμβολή της έκρηξης του Δεκέμβρη στην κατάρρευση της ΝΔ είναι πολύ σημαντική. Το γεγονός όμως ότι δεν μπόρεσε να τροφοδοτήσει μια συνολική αριστερή στροφή έχει να κάνει και με τα όρια των ίδιων των γεγονότων, αλλά και πολύ περισσότερο με την αδυναμία της Αριστεράς να εκφράσει την εξεγερτική δυναμική του, γεγονός που το πληρώνει.
Τα αποτελέσματα τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ ξεπέρασαν τους σχεδιασμούς και τις εκτιμήσεις των κομμάτων αυτών και των αστικών κέντρων ακριβώς διότι η λαϊκή αγανάκτηση και οργή βρήκε –έστω αυτόν -τον τρόπο να εκδηλωθεί, συντρίβοντας εκλογικά τη ΝΔ και δίνοντας άνετη αυτοδυναμία στο ΠΑΣΟΚ.
Από τη σκοπιά αυτή δεν συμφωνούμε με τάσεις απογοήτευσης, ότι η δικομματική εναλλαγή λειτούργησε ανεμπόδιστα, ότι το αστικά μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ (που είχε διωχθεί το 2004) ψηφίζεται ως εναλλακτική λύση στην καταρρέουσα Δεξιά, ότι γενικά στο κίνημα και στην Αριστερά υπάρχει μια από τα ίδια. Ούτε με την γραμμική αντίληψη «οι αγώνες έριξαν τον Καραμανλή, το ίδιο περίπου θα γίνει με τον Παπανδρέου, οι μάζες θα στραφούν αριστερά» κοκ.
Επιχειρούμε να δούμε διαλεκτικά το αποτέλεσμα, προσεγγίζοντας πιο συγκεκριμένα τη δύναμη αλλά και τις ανοικτές αδυναμίες του αστικού πολιτικού συστήματος, την αδυναμία αλλά και τις μεγάλες δυνατότητες του εργατικού κινήματος με έμφαση στις δυνατότητες.
2. Η ΝΔ γνώρισε μία εκλογική συντριβή και έφτασε στο χαμηλότερο εκλογικό σημείο από την ίδρυσή της. Έχασε 699.012 ψήφους από τους 2.994.979 ψήφους ή το 8,36%. Από το 41,84% του 2007 και κατακρημνίστηκε στο 33,48%, ενώ από τις εκλογές του 2004 οι απώλειες προσεγγίζουν τους 1.100.000 ψήφους.
Η καταδίκη αυτή έχει έντονα ταξικό χρώμα καθώς ειδικά στις εργατικές – λαϊκές περιοχές Αθήνας και Πειραιά οι εργαζόμενοι την «μαυρίζουν», ακυρώνοντας την μακρόχρονη προσπάθεια της ΝΔ να κυριαρχήσει σε αυτές τις περιοχές. Στη Β’ περιφέρεια Αθηνών χάνει 8,64%, φτάνοντας στο 26,63%, ενώ στη Β’ Πειραιά έπεσε στο 23,07% (-8,33%). Σύμφωνα με τα στοιχεία η εκλογική καταγραφή της ΝΔ στους μισθωτούς συρρικνώθηκε: ιδιωτικός τομέας 25%, δημόσιος τομέας 30%. Στους άνεργους 27%, ενώ και στους επιστήμονες ελεύθερους επαγγελματίες (πολλοί είναι «κρυμμένοι» μισθωτοί) παίρνει 28%. Αλλά και ο Δεκέμβρης «πυροβολεί» τη ΝΔ, καθώς στους 18άρηδες που ψήφισαν για πρώτη φορά παίρνει μόνο 21%!
Μεγάλη είναι η πτώση της και σε αστικές περιοχές, αφού μεσαία και ανώτερα στρώματα την εγκατέλειψαν: Βριλήσσια 30,99, (–9,9%) Γλυφάδα 31,2% (-9%), Π. Φάληρο 33,58% (-9,9%), ενώ κρατά Εκάλη με 55% (αλλά με –14,5%) και Φιλοθέη 47,8 (-13,5%). Σύμφωνα με την ανάλυση τω αποτελεσμάτων η ΝΔ κρατιέται στους «επιχειρηματίες-εργοδότες» (42%) και στον μη οικονομικά ενεργό πληθυσμό: συνταξιούχοι Δημοσίου 49%, συνταξιούχοι ιδιωτικού 40% και νοικοκυρές 43%. Εμφανίζεται ιδιαίτερα «γερασμένη», αφού στους άνω των 65 ετών έλαβε ποσοστό 49%.
Η ΝΔ κάηκε κυριολεκτικά στα καμένα, αφού στην Ηλεία έπεσε -9,32%, στην Αττική 9,78%, στην Εύβοια 9,52%. Βούλιαξε στο Αιγαίο της εγκατάλειψης, με πρώτα τα Δωδεκάνησα του Παυλίδη (-10,88%), τις Κυκλάδες (-9,47%), τη Χίο (-9,87%). Κάπως κρατήθηκε στους αγρότες (38%) και στη Μακεδονία (αρκετοί νομοί με ελάχιστες ποσοστιαίες απώλειες).
Οι ψηφοφόροι της ΝΔ που έφυγαν κατευθύνθηκαν στο ΠΑΣΟΚ (περίπου 200.000 υπολογίζουν οι δημοσκόποι), λιγότεροι από 100.000 στο ΛΑΟΣ, αρκετοί στους Οικολόγους Πράσινους, ενώ υπολογίζεται ότι πάνω από 250.000 έκαναν αποχή.
Η ΝΔ πλήρωσε την βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική της, τις προκλητικές αντεργατικές εξαγγελίες περί «παγώματος μισθών για την αντιμετώπιση της κρίσης», τη συνολική χειροτέρευση της ζωής των εργαζομένων, αλλά και την τραγική διάψευση των εξαγγελιών για «χρηστή διαχείριση» και «καθαρά χέρια».
Η κατακρήμνισή της, ειδικά στην εργατική τάξη, αντανακλά την βαθιά και καθολική κρίση (οικονομική, κοινωνική, πολιτική, οικολογική, ηθική) του σύγχρονου καπιταλισμού, η οποία, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία, χρεώνεται, πρώτα από όλα, στον κάθε φορά διαχειριστή του.
3. Το ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσε 43,92%, το οποίο είναι μακριά –κυρίως ποιοτικά- από το 48% του ’81 ή το 47% του 1993, ακόμα και από το 45,5% του Καραμανλή το 2004.
Πάντως το κόμμα του Γ. Παπανδρέου εκτινάχθηκε κατά 5,8% από το 38,1% του 2007 (αλλά μόλις 3,37% από το 40,55% του 2004). Η εικόνα είναι όμως πιο γκρίζα εάν δει κανείς τις ψήφους: Οι 3.012.373 του 2009 είναι μόλις 285.094 παραπάνω από τις 2.727.279 το 2007 και περίπου οι ίδιοι με τις 3.003.920 του 2004, όταν το ΠΑΣΟΚ έχασε τις εκλογές.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι «στα ίδια» αλλά δείχνει τη ρηχή δυναμική που έχει το ΠΑΣΟΚ, παρά το ντοπάρισμα των ΜΜΕ.
Αυτό γίνεται φανερό ειδικά όταν δει κανείς από που έρχεται η άνοδος του ΠΑΣΟΚ.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα (όπου βρίσκεται συγκεντρωμένη η εργατική τάξη και τα πιο δυναμικά στρώματα του πληθυσμού) ο ρυθμός ανόδου μόλις ξεπερνά το μέσο όρο ή βρίσκεται και κάτω: Α’ Αθήνας 5,55%, Β’ Αθήνας 6,17%, Α’ Πειραιά 6,27%, Β’ Πειραιά 6,43%, Α’ Θεσσαλονίκης 4,49%. Αντίθετα, η μεγαλύτερη άνοδος καταγράφηκε στην Κρήτη (Ρέθυμνο 14,07%, Ηράκλειο 8,11%), στα νησιά (Δωδεκάνησα 8,16%, Χίος 8,09%), σε τμήμα της Ηπείρου (Θεσπρωτία, Άρτα 6,8%), την Ηλεία 8,1%, τη Φθιώτιδα και τη Θράκη εκτός Έβρου.
Το ΠΑΣΟΚ κερδίζει μαζικά τα αγροτικά στρώματα (46%, με επιστροφή ύστερα από πολλά χρόνια), τους μισθωτούς του Δημοσίου Τομέα (47%), τους οποίους ο Κ. Καραμανλής έβαλε στον μισθολογικό πάγο, ενώ έχει μεγάλη επιρροή στις κατηγορίες του μη ενεργού πληθυσμού. Αντίθετα, οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα είναι πολύ επιφυλακτικοί (37%), δεν έχουν πειστεί από τις διακηρύξεις του Παπανδρέου.
Το ανεβασμένο εκλογικό ποσοστό του ΠΑΣΟΚ δεν συνιστά ένα θετικό, επιθετικό όραμα αλλαγής, αλλά μια αμυντική στάση μειωμένων προσδοκιών, χωρίς να λείπουν ελπίδες και αυταπάτες για κάτι καλύτερο στην εποχή της κρίσης.
Οι εργαζόμενοι, μέσα στην κρίση, στράφηκαν στην κοινοβουλευτική λύση του «μικρότερου κακού», καθώς το εργατικό λαϊκό κίνημα και η Αριστερά, παρά τις αντιστάσεις τους, δεν έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να αλλάζουν την κατάσταση και να συγκροτούν μια άλλη πολιτική διέξοδο.
4. Ο ΛΑΟΣ ανέβηκε σημαντικά από τις 271.809 ψήφους (3,8%) το 2007 και πολύ περισσότερο από τις 162.494 ψήφους (2,19%) το 2004. Στην εκτίμηση της συνολικής δύναμης του αστικού συνασπισμού πρέπει να ληφθεί υπόψη το ενισχυμένο ΛΑΟΣ, του οποίου μπορεί να ανακόπηκε η ορμή που είχε καταγραφεί στις ευρωεκλογές, μπορεί να πήρε ένα μικρότερο ποσοστό απ’ αυτό που επεδίωκε από τις απώλειες της ΝΔ, αλλά είναι πλέον τέταρτο κόμμα, με ισχυρή παρουσία 5,63% και 386.152 ψήφους. Το ΛΑΟΣ κατάφερε να αυξήσει τις ψήφους από τις ευρωεκλογές λιγότερο από 20.000 (366.637 τον Ιούνη), παρότι εκατοντάδες χιλιάδες περισσότεροι προσήλθαν στην κάλπη με αποτέλεσμα πτώση από το 7,15% των ευρωεκλογών.
Το πιο σοβαρό όμως είναι ότι αναδεικνύεται ως μια σύγχρονη ακροδεξιά δύναμη, πολυσυλλεκτική μεν αλλά ρατσιστική και αντιδραστική στην ουσία της, που εκφράζει τους κατοίκους των πόλεων και των μεγάλων αστικών κέντρων και όχι κάποιες καθυστερημένες παραδοσιακά δεξιές περιοχές. Στην Α’ Αθήνας πήρε 7,59%, στη Β’ Αθήνας 7,28%, στην Α’ Πειραιά 7,56%, στη Β’ Πειραιά 7,59%, στην Αττική 8,29%, στην Α’ Θεσσαλονίκης 8,86%. Αντίθετα, σε περιοχές με παραδοσιακά ισχυρή ακροδεξιά τα ποσοστά του ΛΑΟΣ είναι χαμηλότερα: Φλώρινα 3,55% Μεσσηνία 5,07%, Λακωνία 5,57%.
Ταυτόχρονα, παρά το ότι ο Γ. Καρατζαφέρης προσπαθεί να παρουσιάσει το κόμμα του ως «λαϊκό», έχει εντυπωσιακά υψηλά αποτελέσματα σε εύπορους δήμους της Β’ Αθηνών, αποκαλύπτοντας ότι ψηφίζεται από μεσαία και ανώτερα στρώματα, επιχειρηματίες και κομμάτι της αστικής τάξης: Ψυχικό 8,04%, Φιλοθέη 7,53%, Νέο Ψυχικό 7,96%, Π. Φάληρο 8,30%, Γλυφάδα 8,44%, Εκάλη 8,71. Βεβαίως, ψηλά ποσοστά «κτυπά» και σε εργατικές περιοχές όπως η Καισαριανή 9,4% (!), ο Άι Γιάννης Ρέντη 8,37%, το Πέραμα 7,58%.
5. Οι Οικολόγοι Πράσινοι, αν και δεν κατάφεραν να μπουν στη βουλή, υπερδιπλασίασαν τους ψηφοφόρους τους από 75.502 το 2007 στους 173.388.
Υπερψηφίστηκαν στις εύπορες περιοχές, δείχνοντας ότι η περιβαλλοντική τους πολιτική δεν είναι καθόλου απειλητική (κάθε άλλο) για τους θιασώτες του συστήματος. Έτσι, αναδείχθηκαν τρίτο κόμμα σε Ψυχικό (8,05%) και Φιλοθέη (8,54%), ενώ ψηλά ποσοστά πήραν στην Εκάλη 7,48%, Κηφισιά 5,82%, Παπάγου 6,03% και Πεντέλη 6,4%.
Ενισχύθηκε από τμήματα του κατεστημένου στα πλαίσια της αναζήτησης ενός ‘μπαλαντέρ’ στο πολιτικό σύστημα. Το ρεύμα αυτό έχει σαν περιεχόμενό του μια λογική πράσινης –καπιταλιστικής- ανάπτυξης και επιδιώκει καθαρά να συμβάλλει ακόμα και σε κυβερνητικές λύσεις με οποιοδήποτε από τα δύο μεγάλα κόμματα. Εντούτοις η άνοδός του αντανακλά και την αυξανόμενη σημασία στη συνείδηση των εργαζόμενων του οικολογικού προβλήματος.
6. Αν και στις βουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής ψήφισαν 1.783.124 περισσότεροι από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου (7.044.479 έναντι 5.261.355) -μη επαληθεύοντας όσους στη θερινή έκρηξη της αποχής είχαν αναζητήσει ένα πιο σταθερό πολιτικό μήνυμα μαζικής αποστασιοποίησης-, η τάση μείωσης της συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες συνεχίζεται.
Το 2009 ψήφισε το 70,94% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους, έναντι 74,14% το 2007 (7.355.026 είχαν ψηφίσει τότε).
Η διαρκώς μειούμενη συμμετοχή είναι ένδειξη μιας διολίσθησης της πολιτικής εκπροσώπησης και κινητοποίησης, που προς το παρόν οδηγεί περισσότερο σε κανάλια ατομικά, παρά συλλογικής αμφισβήτησης.
Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της αποχής στις βουλευτικές του 2009 οφείλεται σε απογοητευμένους ψηφοφόρους της ΝΔ.
7. Δίδυμη πτώση είχαν τα δύο κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, με περίπου ανάλογες απώλειες, διατηρώντας μέρος των κερδών του 2004. Παρά το γεγονός ότι η πίεση από το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν πολύ έντονη, καθώς είχε αρκετά νωρίς διαμορφωθεί εικόνα αυτοδυναμίας, η αιμορραγία –περισσότερο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΚΚΕ- προς το ΠΑΣΟΚ ήταν σημαντική.
Το ΚΚΕ πήρε στις φετινές εκλογές 517.154 ψήφους (7,54%), σημειώνοντας καθαρή πτώση από το 2007 (583.750 ψήφοι και 8,15%). Συνολικά, χάνει 66.500 ψήφους με το 40% αυτών των απωλειών στην Αθήνα- Πειραιά- Αττική.
Οι απώλειες του είναι πολύ μεγαλύτερες στα αστικά κέντρα, δηλαδή εκεί που βρίσκεται συγκεντρωμένη η εργατική τάξη. Έτσι, στην Α’ Αθήνας πέφτει 0,96%, στη Β’ Αθήνας 1,27%, στην Α’ Πειραιά 0,85%, στη Β’ Πειραιά 1,69% και στο υπόλοιπο Αττικής 1,02%. Σημαντικές είναι οι απώλειες και στην Α’ Θεσσαλονίκης (0.78%), στη Β’ Θεσσαλονίκης (0,58%), στο νομό Λάρισας (0,59%) και Μαγνησίας (0,57%). Αντίθετα κρατήθηκε σε ποσοστά σε ορισμένους επαρχιακούς νομούς, ειδικά της Βόρειας Ελλάδας. Σύμφωνα με τα στοιχεία το προφίλ του ψηφοφόρου του είναι ιδιωτικός υπάλληλος 25-34 ετών, φοιτητής ή άτομο με ανώτερη εκπαίδευση.
Το ΚΚΕ βρέθηκε σε πολιτική απόσταση από σημαντικούς αγώνες της περιόδου και από την πλατιά λαϊκή αντι-ΝΔ διάθεση, παρά την συμβολή του σε επιμέρους εργατικές και λαϊκές διεκδικήσεις. H «αντικαπιταλιστική ρητορική», η πολιτική αντιπαράθεση με τα αστικά κόμματα, την ΕΕ και τον υποταγμένο συνδικαλισμό χάνει την θετική της σημασία καθώς συνοδεύονται σε πολλές περιπτώσεις από μια συντηρητική πρακτική- δεν έβαλε θέμα ανατροπής της κυβέρνησης ΝΔ «από κάτω και αριστερά»- (με αποκορύφωμα τα εύσημα που πήρε από την αστική τάξη λόγω της στάσης του τον Δεκέμβρη), και φόβο μπροστά στην κατάχτηση μιας αυτοτελούς πολιτικής δυναμικής από το κίνημα των εργαζόμενων και της νεολαίας. Έτσι συσπειρώνει σε μεγάλο βαθμό δυνάμεις στην βάση της γενικής κοινοβουλευτικού χαρακτήρα πολιτικής διαμαρτυρίας, που με τη σχετική όξυνση των διλημμάτων επιστρέφουν στις κυβερνητικές λύσεις. Οι παραπάνω αντιφάσεις, μαζί με την υπεράσπιση των εκμεταλλευτικών καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ενίσχυσαν τις τάσεις αριστερής αναζήτησης σε αγωνιστές του χώρου αυτού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 45.600 ψήφους σε σχέση με το 2007 (315.627 – 4,6%, έναντι 361.101 και 5,04%). Και ο ΣΥΡΙΖΑ κρατήθηκε ή ανέβηκε σε μια σειρά επαρχιακούς νομούς, όπου έχει σχετικά μικρή επιρροή (Ροδόπη, Ξάνθη, Άρτα, Θεσπρωτία, Καβάλα, Χαλκιδική και γενικά βόρεια Ελλάδα), αλλά πέφτει σημαντικά εκεί που είναι τα στηρίγματά του: Α΄ Αθήνας -1,29%, Β΄ Αθήνας -1,53%, Α΄ Πειραιά -0,92%, Β’ Πειραιά -0,73%, Αττική -0,86%, Αχαΐα -1,03%, Μεσσηνία -1,01% κλπ . Όσον αφορά την κοινωνική του αναφορά, έχει αυξημένη καταγραφή σε περιοχές με μεσαία στρώματα (έστω και της μισθωτής εργασίας): Νέο Ψυχικό 8,55% Χαλάνδρι 8,65%, Χολαργός 9,46%, Μελίσσια 8,49%, Βριλήσσια 8,94%, Αγία Παρασκευή 8,33%. Από την άλλη στο Ίλιο παίρνει 5,78%, στο Καματερό 5,23%, στους Αγίους Αναργύρους 6,43%, στην Αγία Βαρβάρα 4,75%, στο Πέραμα 4,69%. Η V-PRC σημειώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποσπά το 11% της φοιτητικής ψήφου, 9% στους ελεύθερους επαγγελματίες, 8% στους ιδιωτικούς και 7,5% στους δημόσιους υπαλλήλους.
Παρά τη συμμετοχή τμημάτων του στους αγώνες δεν μπορεί να υπερβεί μια ρηχή «αντινεοφιλελεύθερη» λογική, χωρίς αμφισβήτηση της ΕΕ και των βασικών πυλώνων της αστικής πολιτικής. Δεν διαφοροποιείται από τον υποταγμένο συνδικαλισμό, ενώ παραμένει ανοιχτός στην διαπραγμάτευση με την μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία και ο σοσιαλιστικός του ορίζοντας δεν υπερβαίνει τον ‘ανθρώπινο καπιταλισμό’. Οι πολιτικές διαφορές που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του δεν αφορούν δύο ποιοτικά διαφορετικά προγράμματα, αλλά κινούνται σε μια κοινή κατεύθυνση «μεταρρυθμισμού», αποδοχής της ΕΕ και «αριστερού κυβερνητισμού», με διαφοροποιήσεις στους δρόμους και τα μέσα προώθησης της. Έτσι σε μεγάλο βαθμό το ρεύμα που συγκροτεί είναι ανοιχτό προς την σοσιαλδημοκρατία. Σημαντικό στοιχείο του εκλογικού του αποτελέσματος είναι η ενίσχυση της πιο δεξιάς του πτέρυγας σε όλα τα επίπεδα και η πολιτική υποβάθμιση της παρουσίας των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ (ΚΟΕ, ΑΚΟΑ κλπ).
8. Η αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά, τόσο με τη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αμέσως μετά την εξεγερτική πυρκαγιά του Δεκέμβρη, όσο και με την προσπάθεια επεξεργασίας και προβολής μιας πολιτικής γραμμής που συνδέει την ανατροπή της διαρκούς επίθεσης του κεφαλαίου και της κλιμάκωσης της για να βγει από την κρίση με την επαναστατική δυνατότητα της εποχής μας, έκανε κάποια βήματα (μικρά και ασταθή ακόμα) για να απαντήσει στις νέες προκλήσεις, με ριζοσπαστικό περιεχόμενο και μετωπικό τρόπο. Αυτή η προσπάθεια πήρε ένα «πράσινο φως» για να συνεχίσει και με το αποτέλεσμα των εκλογών. Οι 25.000 ψήφοι δεν σπάνε βεβαίως το περίβλημα που κρατά μακριά από τις ευρύτερες μάζες των εργαζομένων την επαναστατική Αριστερά, ούτε αλλάζουν σημαντικά τους συσχετισμούς εντός της Αριστεράς και του κινήματος. Δείχνουν όμως ότι συσπειρώνεται μια πρωτοπορία αγωνιστών που διεκδικεί αποφασιστικά και με σχετική επιτυχία το άνοιγμα ενός άλλου δρόμου. Δημιουργεί ένα μέτωπο, που διεκδικεί –καταρχήν μέσα στους αγώνες, εκεί που τελικά κρίνονται τα πράγματα- να έχει ένα άλλο βηματισμό από τη ρεφορμιστική Αριστερά και μάλιστα στη σωστή κατεύθυνση.
Η συνολική επιρροή της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δεν μεταβλήθηκε, αλλά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκέντρωσε το μεγαλύτερο μέρος της, ενώ οι άλλες δυνάμεις σημείωσαν μείωση της εκλογικής τους επιρροής. Είναι φανερό ότι η μετωπική λογική έχει πάρει προβάδισμα μεταξύ των αγωνιστών της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αυτή τη μικρή αλλά υπαρκτή δυναμική δεν την είχαμε εκτιμήσει από την αρχή της εκλογικής εξόρμησης και γι αυτό ως ΝΑΡ, στην Πολιτική Επιτροπή, είχαμε θέσει ως εκλογικό στόχο την υπέρβαση του αθροίσματος των ψήφων ΜΕΡΑ- ΕΝΑΝΤΙΑ του 2007 και –δειλά- «βλέπαμε τις 25 χιλιάδες. Είναι φανερό ότι μέσα στις ίδιες πολιτικές και κινηματικές συνθήκες, με μια σχετικά καλύτερη συγκρότηση –παρέμβαση του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είχαμε ένα ακόμα καλύτερο αποτέλεσμα.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα από την συγκρότηση της, κατόρθωσε να γίνει ένα σημείο αναφοράς για χιλιάδες αγωνιστές γιατί, με όποια κενά και αδυναμίες, έκφρασε μια ενωτική αντικαπιταλιστική δυναμική. Εξέπεμψε ένα σχετικά διακριτό αντικαπιταλιστικό στίγμα ανατροπής της επίθεσης με στοιχεία μιας σύγχρονης επαναστατικής και κομμουνιστικής αναφοράς. Έδωσε, από αυτή τη σκοπιά, δείγματα γραφής σε εργατικούς αγώνες και μέτωπα, όπου είχε, παρά τις αντιφάσεις της, ανεξάρτητη από το σύστημα αγωνιστική πρακτική. Γι αυτό στηρίχτηκε από την μεγάλη πλειοψηφία των αγωνιστών του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, του κόσμου των εργατικών σχημάτων - παρεμβάσεων και του νεολαιίστικου κινήματος. Προκάλεσε ενδιαφέρον και σε ένα μικρό βαθμό, μετατόπιση ορισμένων δυνάμεων που εκφράζονταν ως τώρα με την ρεφορμιστική αριστερά και παρουσίασε μια ορισμένη τάση αύξησης στις πιο εργατικές-λαϊκές περιοχές. Και τελικά ξεπέρασε σε ψήφους το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και το άθροισμα των ψήφων των συνιστωσών της στις βουλευτικές εκλογές του 2007. Το αποτέλεσμα της είναι ελπιδοφόρο για τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής -επαναστατικής και της κομμουνιστικής Αριστεράς, χωρίς να υπερβαίνει την ανεπάρκεια της για την αναγκαία τομή στην εποχή μας και να αλλάζει ουσιαστικά το συσχετισμό στην αριστερά.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε και έχει ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες. Οι αντιφάσεις που εμφάνισε τους πρώτους έξι – εφτά μήνες της συγκρότησής της απέτρεψαν την ακόμα μεγαλύτερη συσπείρωση κόσμου. Στο βαθμό που καταφέρνει να τις λύνει προωθητικά, να ενοποιείται στην παρέμβασή της στο μαζικό κίνημα (στη βάση του καταχτημένου πλαισίου της και ακόμα παραπέρα), να συγχωνευθεί με τα πρωτοπόρα εργατικά τμήματα, να λύσει εργατοδημοκρατικά από τη βάση μέχρι την «κορυφή» το ζήτημα της οργανωτικής της συγκρότησης και να ανοίξει τη συζήτηση για τα μεγάλα στρατηγικά ερωτήματα του κομμουνιστικού κινήματος, μπορεί να γίνει χώρος συσπείρωσης και αγωνιστών που ασφυκτιούν μέσα στα όρια του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ ή του κινηματισμού.
Η ανάγκη να καλυφθεί το χάσμα ανάμεσα στην στρατηγική ανεπάρκεια της αριστεράς και στις απαιτήσεις της περιόδου καθώς και οι ανεβασμένες απαιτήσεις του δυναμικού που στρατεύτηκε για μια ανώτερη πολιτική παρέμβαση είναι προβλήματα που απασχολούν χιλιάδες αγωνιστές και εργαζόμενους που στήριξαν κριτικά και υπό όρους την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πρέπει να γίνουν αντικείμενο ανοικτής δημοκρατικής συζήτησης και συλλογικής αντιμετώπισης. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη, που έχει θέσει επίμονα το ΝΑΡ και άλλες δυνάμεις (και αποτελούσε και κεντρική πολιτική επιλογή του ΜΕΡΑ), να γίνουν βήματα για τον ανεξάρτητο πόλο της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς της νέας κομμουνιστικής προοπτικής. Σε κάθε περίπτωση, το επόμενο διάστημα είναι ανάγκη να προχωρήσει ο διάλογος και η κοινή δράση μεταξύ των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, να παρθούν πρωτοβουλίες μετωπικής πολιτικής δράσης.
9. Το αστικό πολιτικό σύστημα, με την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, δεν ξεπέρασε την κρίση εκπροσώπησης και αξιοπιστίας απέναντι στους εργαζόμενους. Στη βάση αυτή και η πολιτική γεωγραφία αναδιαμορφώνεται.
Το συνολικό ποσοστό του δικομματισμού (77,4%) είναι το χαμηλότερο στην ιστορία του. Παρότι η δικομματική εναλλαγή λειτούργησε, η αυτοδυναμία εξασφαλίσθηκε, είναι φανερή μια αργή αλλά σταθερή φθορά του δικομματισμού, αφού στις εκλογές του 2007 ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχαν φτάσει το 79,95%, ενώ το 2004 το 85,9% και το 2000 το 86,53%. Το δικομματικό σύστημα δυσλειτουργεί, όχι μόνο γιατί χάνει ψηφοφόρους από τα δύο κόμματα, αλλά γιατί δεν μπορεί να εκφράσει προσδοκίες και να απορροφά τόσο αποτελεσματικά όσο παλιότερα την κοινωνική δυσαρέσκεια.
Το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση θα επιχειρήσει να άρει ορισμένα, τριτεύουσας προτεραιότητας και αμφιβόλου χρησιμότητας για τους αστούς νεοφιλελεύθερα μέτρα για να συνεχίσει την επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα και ανάγκες. Με αυτά που υπόσχεται ως ‘φιλολαϊκά΄ μέτρα καλλιεργεί και συντηρεί τις «μικρές προσδοκίες» και «αγοράζει» πολιτικό χρόνο για την σταθεροποίηση της εξουσίας του και την αποτροπή του λαϊκού παράγοντα να δράσει ανεξάρτητα. Επιδιώκει, με τον τρόπο αυτό, να προωθήσει απρόσκοπτα τις πιο «στρατηγικές», τις βαθύτερες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για το ξεπέρασμα της κρίσης. Τα κοινωνικά-ταξικά συμφέροντα που εκφράζει ως αστικό κόμμα, οι μέχρι τώρα τοποθετήσεις του, οι δρακόντειες δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμφώνου Σταθερότητας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο αυταπατών για την κατεύθυνση της πολιτικής του υπέρ της εργοδοσίας και των δυνάμεων της αγοράς. Ακρογωνιαίοι λίθοι της πολιτικής του είναι η μείωση των πραγματικών μισθών (πιθανόν με μικρότερο ρυθμό από ότι επί Ν.Δ.), η παγίωση της απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων, η αναδιάρθρωση και ο εκσυγχρονισμός των αγορών ώστε να είναι ευκολότερη η λειτουργία και διείσδυση των πολυεθνικών μονοπωλίων, η οριστική αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος στην κατεύθυνση μείωσης των συντάξεων, αύξησης των εργατικών εισφορών και επιδείνωσης των όρων θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, η ανασυγκρότηση του κράτους με τον «Καποδίστρια 2» και η στερέωση των ιδιωτικοποιήσεων – επιχειρηματικοποιήσεων της παιδείας – υγείας- πρόνοιας και κοινωνικής ασφάλισης.
Η εκλογική ήττα έχει φέρει τη Ν.Δ. σε κατάσταση κρίσης που την οδηγεί σε ισχυρή διαπάλη των ρευμάτων που την συγκροτούν με παρέμβαση της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστικών κέντρων και με άδηλες προς το παρόν επιδράσεις στο πολιτικό σύστημα. Φυσικά τα αστικά κέντρα δεν επιθυμούν μια «διαλυμένη» ΝΔ, και για αυτό έχει αρχίσει η επιχείρηση αναστήλωσής της.
Ωστόσο αυτές καθ’ αυτές οι δυσκολίες στα δύο κόμματα άσκησης της αστικής πολιτικής, οι εναλλαγές στις κρίσεις που πέφτουν πότε το ΠΑΣΟΚ και πότε η Ν.Δ., με τη Ν.Δ. σε κρισιακή κατάσταση σε αυτή την συγκυρία, οδηγούν την αστική τάξη να διαβλέπει σαν δυνατότητα το πέρασμα από το δικομματισμό στον διπολισμό με συμμαχικές κυβερνήσεις διαφόρων συνδυασμών γεγονός που ερμηνεύει τη στάση και παρεμβάσεις της σε κόμματα που φιλοδοξούν να «αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες». (ΛΑΟΣ, Οικολόγοι Πράσινοι, ΣΥΝ).
Στην Αριστερά, η κρίση και η μη αντίστοιχη εργατική αντικαπιταλιστική απάντηση της στις πολιτικές απαιτήσεις, ανακόπτουν την ανοδική πορεία της που είχε εμφανίσει στις εκλογές του 2007.
Στις εκλογές του 2007 το ΚΚΕ εκτινάσσεται στο 8,15% με 583750 ψήφους και ο ΣΥΡΙΖΑ στο 5,04% και στους 361.101. Το ΚΚΕ επανασυσπειρώνει σε τρία χρόνια, από το 2004 ως το 2007, 147000 ψηφοφόρους, τους διπλάσιους περίπου από όσους είχε συσπειρώσει την δεκαετία 1994 – 2004. Ανάλογη είναι η εικόνα και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Στις εκλογές του 2007 και στο γενικότερο μετεκλογικό συσχετισμό αποτυπώνεται και μορφοποιείται, στο πλαίσιο μιας περιόδου στην οποία δεσπόζει ακόμα η υπεραντιδραστική στρατηγική του κεφαλαίου, η τάση αναγέννησης μιας πλατύτερης, αντιφατικής, πολιτικής απονομιμοποίησης της εφαρμοζόμενης αστικής πολιτικής και μιας σχετικά μεγαλύτερης επίδρασης του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος στις πολιτικές εξελίξεις. Τα αμέσως προηγούμενα χρόνια με το βάλτωμα των αμερικάνων στο Ιράκ, την Παλαιστινιακή αντίσταση, τις ριζοσπαστικές ανακατατάξεις στη Λατινική Αμερική, τους μαζικούς αγώνες στη χώρα μας και στην Ευρώπη είχαμε μια σειρά από βαθύτερες ανακατατάξεις και συγκρούσεις με τη αντιδραστική, ιμπεριαλιστική, τρομοκρατική εκστρατεία του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων του.
Οι εκλογικές αναμετρήσεις του 2009 διεξάγονται σε μια νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει η εμφανιζόμενη κρίση του καπιταλισμού. Η βάρβαρη καπιταλιστική στρατηγική «διεξόδου από την κρίση» οδηγεί στην απότομη και απόλυτη επιδείνωση της οικονομικοκοινωνικής και πολιτικής θέσης των εργαζομένων. Στις συνθήκες αυτές αναδείχνεται πιο μαζικά η ανάγκη μιας κοινωνίας πέρα από τον καπιταλισμό και, ταυτόχρονα, η δυνατότητα νέων, ποιοτικά ανώτερων, εργατικών αντικαπιταλιστικών επαναστάσεων για μια νέα κομμουνιστική προοπτική. Αυξάνουν, επομένως, οι απαιτήσεις για όλες τις πολιτικές δυνάμεις και κυρίως στην Αριστερά για την ανασυγκρότηση της πολιτικής και της στρατηγικής τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η ανεπάρκεια της Αριστεράς και η πολιτική αδυναμία του εργατικού κινήματος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της περιόδου, επιδρά και στις εκλογικές τάσεις στην αριστερά. Στις ευρωεκλογές, παρότι θεωρούνται πιο χαλαρές, το ΚΚΕ χάνει, σε σχέση με τις εθνικές του 2007, 155000 ψήφους και ο ΣΥΡΙΖΑ 120000! Στις εθνικές της 4ης Οκτώβρη το ΚΚΕ εξακολουθεί να έχει απώλειες 66000 ψήφων ( ένας στους εννιά) σε σχέση με το 2007 παρόλο που κατάφερε να επαναπατρίσει εκλογικά τους 90000 από τους 155000 που είχαν απομακρυνθεί στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιούνη. Ανάλογα και ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί την απώλεια 56000 ψήφων ( ένας στους εφτά στο σύνολο) σε σχέση με το 2007 παρόλο που επανασυσπείρωσε 70.000 περίπου ψηφοφόρους σε σχέση με τις ευρωεκλογές. Ο τρόπος, μάλιστα, που αναλύουν τα εκλογικά τους αποτελέσματα –με τη λογική της αυτοεπιβεβαίωσης- αναδείχνει εκ νέου την ιστορική αδυναμία τους να αναπτύξουν μια ανατρεπτική επαναστατική στρατηγική και τακτική στη νέα εποχή.
Η κρίση όμως και η εφαρμοζόμενη πολιτική δημιουργούν νέες δυσκολίες (λόγω των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, της υπονόμευσης των συλλογικών συμβάσεων, της τεράστιας ανεργίας) που πιέζουν ασφυκτικά την εργατική τάξη και επιδρούν κατασταλτικά στην κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά της. Ωστόσο, οι λαϊκές αντιστάσεις, τα εργατικά και νεολαιίστικα αγωνιστικά κινήματα της προηγούμενης περιόδου, τα οποία είναι, ακόμα, κάτω από το αναγκαίο πολιτικό μαζικό κίνημα ανατροπής, έχουν προοπτικές. Στο έδαφος της κρίσης οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν, σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος, την αναγκαιότητα της ενότητας σε ένα ανώτερο επίπεδο συντονισμένων πολιτικών αγώνων για την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών της. Οι εξάρσεις και υποχωρήσεις του κινήματος, οι αναστατώσεις στο πολιτικό σκηνικό, θα είναι παρούσες και την περίοδο. Η ταξική πάλη θα οξυνθεί –αποτελεί όρο επιβίωσης των εργαζόμενων. Η αντιφατική τάση ευρύτερων μαζών για αμφισβήτηση- αντιπαράθεση με την κυρίαρχη πολιτική, είναι αυτή που προκαλεί φόβο στις αστικές δυνάμεις και δυνατότητες για την εργατική πολιτική και γι αυτό είναι αναγκαία μια πρωτοπόρα και νέας ποιότητας συλλογική και ατομική δράση και στράτευση.
Β. ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΝΑΡ
10. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα μπει γρήγορα σε δοκιμασία. Δεν μπορεί να δώσει κάτι αξιόλογο στην εργατική τάξη κι αυτό θα φανεί με δραματικό τρόπο στην εισοδηματική πολιτική και στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2010. Έχει ήδη αρχίσει η ιδεολογική προετοιμασία με τη συζήτηση για τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος, το Πρόγραμμα Σταθερότητας και τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ. Είναι φανερό ότι «το κοινωνικό πρόβλημα» θα οξυνθεί εκρηκτικά. Το φάντασμα των εργατικών εξεγέρσεων πλανιέται πάνω από τις αστικές τάξης της Ευρώπης και περισσότερο στην ελληνική που έχει «πικρή εμπειρία» από τον Δεκέμβρη. Οι πολιτικές και αστυνομικές επιθέσεις του Χρυσοχοϊδη την επομένη της ορκωμοσίας του μόνο ως προληπτικά κτυπήματα του συστήματος κατά του «εχθρού λαού» μπορούν να θεωρηθούν.
ΤΟ ΠΑΣΟΚ, με την υποστήριξη –συστράτευση όλων των κέντρων εξουσίας, επιχειρεί να εμφανιστεί ως φορέας «ανατροπής» στους θεσμούς (διαφάνεια, αποκέντρωση κα), στη σχέση με τον πολίτη –πελάτη (γρήγορη εξυπηρέτηση ΚΕΠ), στη διεθνή παρουσία μιας «ισχυρής και περήφανης Ελλάδας» και όλα αυτά συγκρινόμενα με την προηγούμενη κυβέρνηση του δίνουν ένα αέρα «αλλαγών». Στην πραγματικότητα πασχίζει να «κερδίσει το στοίχημα» της διαχείρισης της κρίσης προς όφελος του κεφαλαίου, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις κοινωνικές αντιδράσεις. Δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε κανένα βασικό πυλώνα των νόμων της ΝΔ και της δικής του πολιτικής, χωρίς την αποφασιστική παρέμβαση του κινήματος. Θα προσπαθήσει, με προφίλ «κοινωνικού διαλόγου», οριακών παροχών ανακούφισης περιορισμένης διάρκειας και αξιοποίησης του αστικοποιημένου συνδικαλισμού στη στρατηγική της ενσωμάτωσης, να παραλύσει – απογοητεύσει - εξουδετερώσει την εργατική και νεολαιϊστικη δράση. Παρά τη μαγική εικόνα των ΜΜΕ ήδη η πολιτική του στάση απέναντι στους λιμενεργάτες και η κλιμάκωση της αστυνομικής τρομοκρατίας δείχνει και στην πράξη την κατεύθυνση που θα κινηθεί.
Ταυτόχρονα και με τις προγραμματικές δηλώσεις ξεκαθαρίζει και η εξειδίκευση των πολιτικών του προτεραιοτήτων:
α.- 3ετής προϋπολογισμός στο πλαίσιο του «επικαιροποιημένου Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΠΣΑ)» με κύρια στοιχεία την εξαντλητική περικοπή των δημοσίων δαπανών, την διεύρυνση της ελαστικής εργασίας και τη μεγαλύτερη μείωση μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους. Αυτοί εξάλλου είναι απαραίτητοι όρο από την Ε.Ε., την ΕΚΤ και το ΔΝΤ για οποιοδήποτε νέο δανεισμό και επαναδιαπραγματευση της μείωσης του ελλείμματος.
β.- Επιδότηση των εργατικών εισφορών για τέσσερα χρόνια έως και 100%, σύμφωνα και με τις προτάσεις του ΣΕΒ. Πολλαπλή ενίσχυση των επιχειρήσεων με ζεστό χρήμα από το ταμείο κοινωνικής αλληλεγγύης (λεφτά και εισφορές των εργαζομένων) με σύμφωνη γνώμη της ΓΣΕΕ, με χάρισμα δανείων και εισφορών, νέες φοροαπαλλαγές κλπ
γ.- Αναβάθμιση των stage στον ιδιωτικό τομέα
δ.- Επιχειρηματικοποίηση όλου του δημοσίου, αφού κάθε μονάδα θα αξιολογείται και θα χρηματοδοτείται ανάλογα με τα κριτήρια ανταγωνιστικότητας. Άνοιγμα του δρόμου για σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα στο δημόσιο μέσα και από το νέο μισθολόγιο.
ε.- Νέες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στο πολιτικό σύστημα, στο κράτος, σε υγεία και εκπαίδευση.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά βρίσκεται ήδη μπροστά σε νέες προκλήσεις και σε ανώτερα καθήκοντα. Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις η δράση μας το επόμενο διάστημα θα κριθεί στα παρακάτω ζητήματα:
11. Στην ανάπτυξη της λαϊκής και εργατικής πάλης να αναχαιτιστεί, υποστεί ρωγμές και ανατραπεί η καπιταλιστική επίθεση και η κυβερνητική πολιτική. Βασική κατεύθυνση για όλες μας τις δυνάμεις είναι να οργανωθεί η συζήτηση, να γίνουν συνελεύσεις, να διαμορφωθεί πρόγραμμα δράσης στους χώρους δουλειάς και σπουδών, να συμβάλει η αντικαπιταλιστική αριστερά στην ανάπτυξη μαζικών αγώνων.
Από αυτή τη σκοπιά, και με δεδομένη την όξυνση των αντιθέσεων της κρίσης, θα αποδεικνύεται η απάτη – αυταπάτη ότι η επίθεση του κεφαλαίου αντιμετωπίζεται με πολιτική «νοικοκυρέματος» και καλύτερης διαχείρισης και όχι με τη γραμμή της μετωπικής εργατικής πάλης για την ανατροπή της επίθεσης και των κυβερνήσεων που την προωθούν. Σε αυτή τη βάση μπορεί αντικειμενικά να «πατήσει» καλύτερα και με μαζικούς όρους το πρόγραμμα αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων που έχουμε αποφασίσει στο σώμα. Με καλύτερη ιδεολογική στήριξη στις νέες συνθήκες. Με την αξιοποίηση της προσδοκίας του κόσμου για πιο γρήγορη και ουσιαστικότερη «ανακούφιση» για την ενίσχυση του κινήματος διεκδικήσεων, την αποφασιστική προβολή του αιτήματος ξηλώματος των αντεργατικών νόμων – με αρχή τους νόμους της προηγούμενης κυβέρνησης, με ολοκληρωμένο πρόγραμμα διεκδικήσεων μπροστά και στον προϋπολογισμό για όλα τα ζητήματα που αφορούν τη σχέση κεφαλαίου – εργασίας (μισθός, χρόνος, ασφαλιστικό, σταθερότητα, απολύσεις κλπ). Δεν ελαχιστοποιούμε, επομένως, το πρόγραμμα διεκδικήσεων. επιχειρούμε να το φέρουμε πιο κοντά στις διαθέσεις και τις προσδοκίες της τάξης για να γίνει κρίκος για την ανάπτυξη του κινήματος.
Γι’ αυτό λοιπόν:
12. Καμιά ανακωχή – καμιά αναμονή απέναντι στην επίθεση που θα ξεδιπλώσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Μαχητική εργατική αριστερή αντιπολίτευση, στηριγμένη σε ένα πολιτικό κίνημα εργαζομένων, νεολαίας, ανέργων και φτωχών αγροτών. Για αντικαπιταλιστικές οικονομικές - κοινωνικές – πολιτικές κατακτήσεις και ρήξεις που θα επιφέρουν ουσιαστικούς κλονισμούς στην αστική στρατηγική και την ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου, στην πορεία για την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Για την διεκδίκηση μιας Χάρτας αναγκών και δικαιωμάτων εργαζομένων και νεολαίας. Για να ξηλωθούν άμεσα όλες οι αντιδραστικές ‘μεταρρυθμίσεις’ της ΝΔ αλλά και του ΠΑΣΟΚ όλων των τελευταίων χρόνων, στην εργασία, την παιδεία, τον πολιτισμό και στο μέτωπο των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων εργαζομένων, νεολαίας και μεταναστών. Για να πληρώσει το κεφάλαιο την κρίση και όχι οι εργαζόμενοι. Για να πάρουν πίσω οι εργαζόμενοι την κλεμμένη υπεραξία, για να μοιραστούν τα κέρδη και ο τεράστιος κοινωνικός πλούτος που δημιουργούν οι ίδιοι και όχι οι ζημιές που δημιουργούν οι καπιταλιστές.
Με βάση αυτόν τον κεντρικό πολιτικό στόχο αρθρώνουμε ένα σύνολο αντικαπιταλιστικών πολιτικών στόχων και αιτημάτων που συμπεριλαμβάνουν την ανάγκη για άμεση κατάργηση όλων των βασικών μεταρρυθμίσεων της ΝΔ και της κυβέρνησης Σημίτη (χωρίς να μένουν σε αυτόν), που επικοινωνούν με την συνείδηση και την αγωνιστική εμπειρία των εργαζόμενων, που γενικεύουν, πολιτικοποιούν τις επιμέρους διεκδικήσεις, ώστε να οικοδομείται ένα πολιτικό κίνημα των εργαζόμενων και της νεολαίας. Σταθερή επιδίωξη μας είναι το πέρασμα από μεμονωμένους σε συντονισμένους αγώνες στα χέρια των ίδιων των εργαζομένων με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, αποφασιστικότητα και διάρκεια.
Κεντρικοί άξονες- διεκδικήσεις αυτής της λογικής είναι:
α) Να υποστεί ρωγμές και να ανατραπεί η εισοδηματική πολιτική λιτότητας για τους εργαζόμενους. Αποκάλυψη- καταγγελία του μισθολογίου φτώχειας που ετοιμάζει η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με τη συναίνεση ΑΔΕΔΥ- ΓΣΕΕ. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας σε κάθε χώρο και κλάδο με ουσιαστικές αυξήσεις για βασικό μισθό αναγκών, για να ζει ο εργαζόμενος αξιοπρεπώς από μια μόνο δουλειά. Κοινός αγώνας για: Βασικό μισθό 1500 ευρώ. Επίδομα ανεργίας ίσο με τον βασικό μισθό που διεκδικούμε (ή τον μισθό απόλυσης), χωρίς προϋποθέσεις. Παραγραφή όλων των δανείων (από τράπεζες και ταμεία) για τους ανέργους. Πάγωμα των τόκων και των δανείων για τους μισθοσυντήρητους. Να επιστρέψουν στους εργαζόμενους τα 28 δις που δόθηκαν ως εγγύηση στις τράπεζες. Να μειωθούν τα κέρδη των επιχειρήσεων, να γυρίσει στους εργαζόμενους ο πλούτος που παράγουν.
β) Σταθερή και μόνιμη δουλειά ενάντια στην γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, κατάργηση όλων των νόμων που τους επιβάλλουν (Παπαιωάννου κλπ). Να καταργηθούν τα stage για δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Νομοθετική απαγόρευση των απολύσεων και του δουλεμπορίου. Να κλείσουν αμέσως, αντί να επιδοτούνται, όλες οι εταιρείες ενοικίασης εργαζομένων απειθαρχώντας στην σχετική οδηγία της Ε.Ε.
γ) Γενική μείωση των ωρών εργασίας, ανάμεσα στα άλλα και σαν μέσο αντιμετώπισης της ανεργίας. Άμεσα 7ωρο, 5νθήμερο, 35ωρο στην προοπτική του 30ωρου.
δ) Να καταργηθούν οι αντι-ασφαλιστικοί νόμοι ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Άμεση αποχώρηση των ταμείων από το χρηματιστήριο. Να επιστραφούν από το κράτος και τους τραπεζίτες όλα τα κλεμμένα από τα Ταμεία (65 δις. ευρώ), μαζί και αυτά που «χάθηκαν» στο χρηματιστηριακό τζόγο τα τελευταία δυο χρόνια (τουλάχιστον 5,5 δις). Πλήρης σύνταξη στα 30 χρόνια δουλειάς, μείωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (58 για τους άνδρες, 55 για τις γυναίκες). Ασφαλιστική, υγειονομική κάλυψη σε
όλους, ντόπιους και μετανάστες, χωρίς κανένα περιορισμό ενσήμων. Όχι στη μείωση των εργοδοτικών εισφορών. Διεύρυνση της λίστας των βαρέων και ανθυγιεινών, ώστε να συμπεριλάβει και τις νέες επαγγελματικές ασθένειες. Αποφασιστικό χτύπημα στην μαύρη εργασία και την τρομακτική εισφοροδιαφυγή δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τόσο την παράνομη, όσο και την νόμιμη (μέσα από την γενίκευση των μορφών ελαστικής και ανασφάλιστης εργασίας).
ε) Κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών και γενναία φορολογία στο κεφάλαιο, τη μεγάλη ιδιοκτησία και την εκκλησία. Μόνο από την μη φορολόγηση των διανεμόμενων μερισμάτων το κεφάλαιο κέρδισε πάνω από 5 δις ευρώ τα προηγούμενα χρόνια. Τιμαριθμοποίηση της κλίμακας, αφορολόγητο όριο 20.000 για κάθε μισθωτό και συνταξιούχο. Κατάργηση του ΦΠΑ στα είδη βασικής ανάγκης.
στ) Ίσα δικαιώματα στους μετανάστες και τους ξένους εργάτες. Πλήρη κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα στους ξένους εργάτες που είναι για ορισμένο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα.
ζ) Καθολική δημόσια δωρεάν παιδεία. Όχι στην επιχειρηματικοποίηση – ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και στην υποταγή της στους νόμους της; αγοράς, (Μπολόνια, ΚΕΧΑΕ κλπ), τους ταξικούς φραγμούς (βάση του 10, διαχωρισμός της τεχνικού-γενικού λυκείου). Ενιαίο 12χρονο σχολείο και ελεύθερη πρόσβαση σε μια Ενιαία Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση. Κατοχύρωση –διεύρυνση του Πανεπιστημιακού Ασύλου.
Καθολική δημόσια δωρεάν υγεία ενάντια στα συμφέροντα των κλινικαρχών και των φαρμακευτικών εταιρειών που μετατρέπουν την υγεία σε εμπόρευμα.
Για τη συνάντηση της πολιτιστικής δημιουργίας με το επαναστατικό κίνημα της νέας εποχής. Μέτωπο κατά της βαρβαρότητας του κυρίαρχου πολιτισμού, του σκοταδισμού, του «ανορθολογισμού» και της θρησκευτικής παραζάλης. Για μια επιστήμη στην υπηρεσία της κοινωνικής χειραφέτησης, για την ανεξαρτησία των δημιουργών και των δημιουργημάτων της τέχνης και της επιστήμης από την αυξανόμενη υποταγή στην εξουσία του κεφαλαίου και τους πολυπλόκαμους θεσμούς του συστήματος.
η) Να περάσουν στο δημόσιο χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο οι μεγάλες επιχειρήσεις που αφορούν κοινωνικές ανάγκες (ενέργεια, νερό, τηλεπικοινωνίες, μέσα μεταφοράς, φάρμακο και υγεία). Να επιστρέψουν τώρα όλες οι επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια στο δημόσιο (ΟΤΕ, λιμάνια, Ολυμπιακή). Να ακυρωθούν οι σχετικές συμβάσεις και όχι επαναδιαπραγμάτευση τους. Πάλη κατά του νέου αντιδραστικού κύματος ιδιωτικοποιήσεων (ΔΕΚΟ, ΣΔΙΤ). Πάλη ενάντια και στον αντιδραστικό ρόλο των σημερινών κρατικών επιχειρήσεων που από τον σχεδιασμό τους, τις προμήθειες, την τιμολογιακή τους πολιτική κλπ λειτουργούν με κριτήριο το κέρδος και το συνολικό καπιταλιστικό συμφέρον και όχι τις κοινωνικές λαϊκές ανάγκες.
θ) Πάλη ενάντια στην ΚΑΠ, την κυριαρχία των επιχειρηματιών του διατροφικού- εμπορικού κεφαλαίου πάνω στον μικρομεσαίο αγρότη και την συνολική αναπαραγωγή της διατροφικής παραγωγής και της φύσης. Εθνικοποίηση των μεγάλων αγροκτημάτων και της τεράστιας εκκλησιαστικής περιουσίας και απόδοσή τους στους φτωχούς αγρότες. Εθελοντικός συνεταιρισμός για την οργάνωση της παραγωγής σε νέες βάσεις.
ι) Αντικαπιταλιστικός αγώνας ενάντια στην κλιματική αλλαγή -πάλη για την προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος φυσικού και δομημένου. Όχι στην εμπορευματική αξιοποίηση των πόλεων και του χώρου. Σχεδιασμός παραγωγικών διαδικασιών και υποδομών με κριτήριο τις κοινωνικές λαϊκές ανάγκες, την προστασία της φύσης και την επιβίωση του πλανήτη, όχι το κέρδος και την αγορά.
ια) Να μην πληρωθούν τα 12 δις. ευρώ ετήσιοι τόκοι για το δημόσιο χρέος! Στάση πληρωμών απέναντι στους καπιταλιστές- τοκογλύφους και όχι απέναντι στις κοινωνικές - λαϊκές ανάγκες. Όχι στην κρατική (με τα λεφτά των εργαζομένων) ενίσχυση τους. Εξόφληση των απαιτήσεων των εργαζομένων και όχι των προμηθευτών και των επιχειρήσεων. Να περιέλθουν στο δημόσιο οι τράπεζες λειτουργώντας με εργατικό-κοινωνικό έλεγχο. Κατάργηση της δυνατότητας των τραπεζών για κατασχέσεις της περιουσίας των εργαζομένων.
ιβ) Κατάργηση του αντιδραστικού Συμφώνου Σταθερότητας, που αποτελεί όπλο στα χέρια των ‘εθνικών κυβερνήσεων’ για τον ακρωτηριασμό των λαικών- εργατικών δικαιωμάτων και αναγκών, στα πλαίσια της συνολικής πάλης μας για ρήξη, αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την ΕΕ. Όχι στο «νέο» Πρόγραμμα Σταθερότητας.
ιγ) Πάλη κατά της νέας αντιδραστικής θωράκισης του κράτους και της ανταποδοτικής-επιχειρηματικής λειτουργίας του που προετοιμάζει η κυβέρνηση (Καποδίστριας ΙΙ, νέα συνένωση δήμων, «αυτοδιοίκηση» 2ου βαθμού) οικοδομούν τεράστιους μηχανισμούς συνδεμένων με τα τοπικά και άλλα καπιταλιστικά συμφέροντα, μακριά από κάθε λαϊκό έλεγχο. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το ΕΣΠΑ. Παλεύουμε ενάντια στην αντιδραστική μετάλλαξη του κράτους, για να σπάσουν τα στεγανά των αποφάσεων, για να καθορίζουν οι εργαζόμενοι και τα όργανά τους τον χαρακτήρα, τις προτεραιότητες και την κατεύθυνση των δαπανών και των δημόσιων έργων σε κάθε περιοχή σε σύγκρουση με τις ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
ιδ) Πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες της εποχής μας. Να «σπάσει το κλίμα» εργοδοτικής τρομοκρατίας και κυβερνητικής-κρατικής στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με φόβητρο τις απολύσεις, τα ελλείμματα, την ελαστική εργασία. Υπερασπίζουμε το δικαίωμα του συλλογικού αγώνα και της οργανωμένης αντικαπιταλιστικής πάλης-Κατάργηση των εθνικών και ευρωπαϊκών τρομονόμων, καθώς του νόμου για τις ‘’κουκούλες’’.
ιε) Πάλη ενάντια στην στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας, τον μιλιταρισμό και το αστρονομικό πρόγραμμα των 25 τρις ευρώ στρατιωτικών δαπανών για τα επόμενα 6 χρόνια. Για άμεση ριζική μείωση των κάθε είδους στρατιωτικών- αστυνομικών δαπανών. Να γυρίσουν άμεσα πίσω όλοι οι έλληνες φαντάροι που υπηρετούν στις ιμπεριαλιστικές αποστολές στη Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο και άλλού. Κοινή διεθνιστική πάλη των λαών της περιοχής για την διάλυση των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών, ενάντια στον ανταγωνισμό των εθνικών κρατών. Κατάργηση των βάσεων, έξω η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ.
Γ. ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ ΝΑΡ ΚΑΙ ΤΗΣ νΚΑ.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ 3Ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ
- Για την βαθύτερη και πιο συλλογική επεξεργασία των αποτελεσμάτων των εκλογών, την αποτίμηση της δράσης μας και κυρίως για την ανάπτυξη της πολιτικής και της γραμμής μας, η ΠΕ καλεί όλες τις ΟΒ να συνεδριάσουν, να συζητήσουν την εμπειρία τους, να τοποθετηθούν επί της απόφασης της ΠΕ, να οργανώσουν την παρέμβασή τους σε όλα τα μέτωπα ευθύνης και συνολικά. Ταυτόχρονα οι οργανώσεις θα πρέπει να σχεδιάσουν την διεξαγωγή των συνδιασκέψεων τους το επόμενο διάστημα. Στην πορεία αυτή, κρίνοντας με κριτικό και αυτοκριτικό τρόπο τη δράση μας, καλείται η οργάνωση μας να αναβαθμίσει τον πολιτικό, ιδεολογικό και οργανωτικό της ρόλο, ως στοιχείο συμβολής στους αγώνες, στο αντικαπιταλιστικό μέτωπο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στην υπόθεση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης.
- Με αφορμή τα 20 χρόνια από τη ρήξη του 89 και την ίδρυση του ΝΑΡ- Γενάρης του 1990, να διοργανώσουμε, στο διάστημα από τέλη Νοέμβρη μέχρι Γενάρη ’10, κύκλο εκδηλώσεων, ενταγμένων στη συνολική πορεία στο 3ο Συνέδριο, με αντικείμενο την κριτική αυτοκριτική αποτίμηση της ιστορικής πορείας- εμπειρίας και συμβολής του εγχειρήματος και την επαναθεμελίωση μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής στην εποχή μας.
- Το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ θα πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβρη του 2010 με στόχο την προγραμματική, πολιτική ανασυγκρότηση και το μετασχηματισμό του σε σύγχρονη εργατική κομμουνιστική οργάνωση. Στην επόμενη συνεδρίαση της, στα μέσα Νοέμβρη, η ΠΕ θα συζητήσει- αποφασίσει για τους στόχους, τα θέματα, την προετοιμασία και την πορεία προς το Συνέδριο, ως ανώτερης διαδικασίας εργατικής δημοκρατίας για την οργάνωση και το ευρύτερο δυναμικό της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης αλλά και ως συμβολής στη γενικότερη συζήτηση για τη στρατηγική της αριστεράς στην εποχή μας.
Στη συνεδρίαση αυτή θα αντιμετωπίσουμε τα οργανωτικά προβλήματα της ΠΕ και του Γραφείου της (καταμερισμός, συλλογική καθοδήγηση οργανώσεων και μετώπων, ανάδειξη οργάνων και στελεχών) καθώς και την ανασυγκρότηση των οργανώσεων, τη δημιουργία νέων ΟΒ και την εκλογή οργάνων περιοχών προκειμένου να καθοδηγηθεί με επάρκεια και η συλλογικά η πορεία και η δράση μας μέχρι το Συνέδριο. Στο πλαίσιο αυτό η ΠΕ θα συζητήσει και το πώς το ΝΑΡ θα συμβάλει στη διαδικασία του Συνεδρίου της νΚΑ για την πολιτική και οργανωτική ανασυγκρότηση της οργάνωσης, την ανάπτυξη της δράσης της και τη δημιουργική συμβολή της στο 3ο Συνέδριο του.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ του ΝΑΡ
Οκτώβρης 2009

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ