6/7/10

Προτάσεις Διαμαντοπούλου: Πλήρης αποδόμηση του δημόσιου πανεπιστημίου

Η ομιλία της Υπουργού Παιδείας Άννας Διαμαντοπούλου στην 24η Σύνοδο Πρυτάνεων σηματοδοτεί το ξεκίνημα της μεγαλύτερης απόπειρας για αντιμεταρρύθμιση στην Ανώτατη Εκπαίδευση τις τελευταίες δεκαετίες. Το περίγραμμα των θέσεων που διατύπωσε σημαίνει την πλήρη ανατροπή όλων όσων γνωρίζαμε σε σχέση με τη δομή, τη μορφή και την οργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στον τόπο μας. Εάν η μεταρρύθμιση Γιαννάκου σηματοδοτούσε την νεοσυντηρητική και αυταρχική απόπειρα «διόρθωσης» του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, διατηρώντας πλευρές της δομής που διαμόρφωσε ο ΝΠ 1268/82, τώρα μιλάμε για τη μετάβαση σε ένα τελείως διαφορετικό πρότυπο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Πρώτον, εγκαταλείπονται οι δύο βασικές αρχές που όρισαν την διοίκηση των ΑΕΙ από τις αρχές της δεκαετίας του 1980: η αυτοδιοίκηση και η συνδιοίκηση (συμμετοχή των φοιτητών και εργαζομένων στα όργανα διοίκησης). Προτείνεται η διοίκηση μέσω του «Συμβουλίου Διοίκησης», όπου θα συμμετέχουν και κοινωνικοί φορείς εξωτερικοί προς τα Πανεπιστήμια. Το πρότυπο είναι το αμερικανικό σύστημα του Board of Trustees στο οποίο συμμετέχουν οι μεγάλοι χορηγοί ενός πανεπιστημίου, εκπρόσωποι των επιχειρήσεων κ.λπ. Με αυτό τον τρόπο θα εμπεδωθεί μια ακραία αγοραία επιχειρηματική αντίληψη για τη διοίκηση των Πανεπιστημίων, εφόσον με το πρόσχημα της «συμμετοχής της κοινωνίας» θα επιδιωχθεί πρωτίστως η παρουσία εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου μέσα στη διοίκηση των ΑΕΙ. Παράλληλα, η συμμετοχή στη διοίκηση τόσο των φοιτητών, όσο και του μεγαλύτερου μέρους του ΔΕΠ θα περιοριστεί σε ρόλο διακοσμητικό.

Δεύτερον, έρχεται η πλήρης οικονομική αυτοτέλεια των ΑΕΙ, συμπεριλαμβανομένης και της μισθοδοσίας του προσωπικού. Η κρατική χρηματοδότηση θα δίνεται με προγραμματικές συμφωνίες και θα εξαρτάται από την επίτευξη μετρήσιμων στόχων όπως η απορρόφηση των πτυχιούχων και οι ερευνητικές επιδόσεις. Είναι σαφές ότι ειδικά σε μια συγκυρία κρίσης αυτό θα σημαίνει γενικευμένη υποχρηματοδότηση των ΑΕΙ, τα οποία είτε θα υποχρεώνονται σε σημαντικές περικοπές και στη διακύβευση ακόμη και του μισθού των διδασκόντων είτε θα εξωθούνται στη γενικευμένη εισαγωγή διδάκτρων και άλλων ανταποδοτικών μέσων για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Συνέπεια τέτοιων επιλογών θα είναι ο ριζικός περιορισμός των προγραμμάτων, των μαθημάτων, του προσωπικού. Η εξώθηση προς την εμπορευματοποίηση και την ανταποδοτικότητα θα είναι το αποτέλεσμα και της μεταφοράς στις πλάτες των ΑΕΙ και του κόστους όλων των παροχών προς τους φοιτητές. Αποκορύφωμα αυτής της λογικής και η πρόταση για ίδρυση καθηγητικών θέσεων με χορηγία ιδιωτών, όπου για πρώτη φορά η ύπαρξη μιας θέσης ΔΕΠ θα εξαρτάται από τις ορέξεις του ιδιώτη χορηγού. Ορίζοντας αυτής της λογικής και η ελαστικοποίηση και εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων του διδακτικού προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων και των αποδοχών.

Τρίτον, η αξιολόγηση γίνεται ο βασικός μοχλός πίεσης προς τα ΑΕΙ για συμμόρφωση, αφού η όποια πενιχρή κρατική χρηματοδότηση θα εξαρτάται από τις επιδόσεις στις διαδικασίες αξιολόγησης.

Τέταρτο, ανατρέπεται πλήρως η έννοια του Τμήματος και του πτυχίου που αυτό χορηγούσε. Βασική ακαδημαϊκή μονάδα θα είναι η Σχολή και αυτή θα δίνει στα πτυχία. Οι φοιτητές θα εισάγονται σε Σχολές και όχι τμήματα και θα κατανέμονται στα προγράμματα σπουδών με βάση τις επιδόσεις τους στο α΄ έτος, επομένως εισάγεται και ένα εσωτερικό φίλτρο που θα καθορίζει και την πρόσβαση ή όχι στα προγράμματα υψηλής ζήτησης, ενώ ένταση των φίλτρων απόρριψης θα φέρει και η διαφαινόμενη πρόθεση περιορισμού των εξεταστικών περιόδων. Η αντίληψη των προγραμμάτων σπουδών ως ενοτήτων εντός μιας Σχολής θα ενισχύσει τις τάσεις εξατομίκευσης του πτυχίου και υποκατάστασής του από έναν ατομικό φάκελο προσόντων. Επιπλέον, τα προγράμματα σπουδών όλο και περισσότερο θα καθορίζονται με κριτήρια ανταπόκρισης στις ανάγκες της ‘αγοράς’, εφόσον κάθε πρόγραμμα σπουδών θα πρέπει να πιστοποιείται από εξωτερικούς (και πιθανώς ιδιωτικούς) φορείς. Η αποδόμηση των πτυχίων επιτείνεται και από την πλήρη εισαγωγή του νέου «Εθνικού Πλαισίου Προσόντων» (NQF). Στο ίδιο πλαίσιο και όλο το φάσμα των ρυθμίσεων με τις οποίες αναγνωρίζονται ουσιαστικά ως τμήμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης τα ιδιωτικά κολλέγια και τους αποδίδονται ανάλογα επαγγελματικά δικαιώματα.

Πέμπτο, εντείνεται η επιχειρηματική αντίληψη της έρευνας και μέσα από τη ρητή αναφορά για πρόκριση των καινοτόμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αλλά και μέσα από την έμφαση στην αξιολόγηση από ξένους κριτές.

Έκτο, για να εξασφαλιστεί η πλήρης ιδεολογική χειραγώγηση και συμμόρφωση του διδακτικού προσωπικού και η αποδοχή ενός αγοραίου τεχνοκρατισμού, η διαδικασία εκλογής θα γίνεται πλέον από «διεθνή εκλεκτορικά σώματα».

Έβδομο, με πρόσχημα τον ανορθολογικό χαρακτήρα με τον οποίο έγινε μέχρι τώρα η περιφερειακή κατανομή και ανάπτυξη των ελληνικών ΑΕΙ, ετοιμάζεται ο πανεπιστημιακός «Καλλικράτης» που θα σημαίνει κλείσιμο Τμημάτων στην περιφέρεια, υποχρεωτικές συγχωνεύσεις Τμημάτων, περιορισμό και απολύσεις προσωπικού. Αυτό σημαίνει επίσης ότι για πρώτη φορά μετά από 3 δεκαετίες θα περάσουμε σε ριζική συρρίκνωση της συνολικής πρόσβασης στην Ανώτατη Εκπαίδευση και σε σημαντικό περιορισμό των διαθέσιμων θέσεων στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο.

Στην ομιλία Διαμαντοπούλου πρέπει να προσθέσει κανείς και όλα όσα επίσης έχουν κατατεθεί ως προτάσεις το τελευταίο διάστημα, είτε ως κείμενα και προτάσεις στη σύνοδο των Πρυτάνεων (π.χ. οι διάφορες προτάσεις Γρυσπολάκη), είτε ως παρεμβάσεις μέσω αρθρογραφίας στον τύπο και σε ιστοσελίδας (βλ. π.χ. τις διάφορες ‘ιδέες’ του υφυπουργού Πανάρετου) και τα οποία περιλαμβάνουν συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα γίνουν οι συγχωνεύσεις τμημάτων, για την κατάργηση της μονιμότητας στους επίκουρους, για την κατάργηση της μονιμότητας όλου του διοικητικού προσωπικού, για εξατομικευμένους μισθούς και εργασιακές σχέσεις.

Από όλα αυτά καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια συνολική κίνηση που επιδιώκει να ανατρέψει άρδην ό,τι γνωρίζαμε για το δημόσιο πανεπιστήμιο. Η συγκυρία της οικονομικής κρίσης και η οικονομική ασφυξία των ΑΕΙ αξιοποιείται για να νομιμοποιηθεί η έμπρακτη κατάργηση της δωρεάν παιδείας και η καταφυγή σε ανταποδοτικές πρακτικές, η γενίκευση μιας επιχειρηματικής λογικής, η επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών διδασκόντων και εργαζομένων, η υπονόμευση των περιφερειακών ΑΕΙ και η πραγματική συρρίκνωση της πρόσβασης στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση προς όφελος της βιομηχανίας των κολλεγίων. Ακόμη περισσότερο, αξιοποιείται για να περάσουν τομές όπως η αποστείρωση της διοίκησης από την ενοχλητική φοιτητική παρουσία και συμμετοχή, η γενίκευση της επισφάλειας και στους διδάσκοντες, η άμεση παρουσία των εκπροσώπων της αγοράς μέσα στη διοίκηση των ΑΕΙ, η προοπτική απαξίωσης όσων κλάδων, ιδίως από τις ανθρωπιστικές σπουδές και τις κοινωνικές επιστήμες, κρίνονται ότι δεν είναι αρκούντως αποδοτικοί. Επιπλέον, η τάση αποσύνδεσης πτυχίων και επαγγελματικών δικαιωμάτων ολοκληρώνεται με τη μετάβαση στα εξατομικευμένα πτυχία και την πλήρη αποδόμηση της έννοιας του ενιαίου πτυχίου.

Είναι επίσης σαφές ότι αυτές οι αναδιαρθρώσεις έρχονται να συμπληρώσουν και να επιτείνουν αλλαγές και αναδιαρθρώσεις που είναι ήδη σε εξέλιξη και στο χώρο της εργασίας. Η «φυγή προς τα εμπρός» ιδίως των Ευρωπαϊκών αστικών τάξεων περνά σήμερα μέσα από την πλήρη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, την αύξηση του συνολικού χρόνου εργασίας, τη συμπίεση του εργατικού κόστους, την άμεση και έμμεση ιδιωτικοποίηση πλευρών της δημόσιας υγείας, ασφάλισης και εκπαίδευσης, αλλά και μέσα από την εξασφάλιση ότι οι όποιες αναβαθμισμένες δεξιότητες απαιτεί σήμερα η άνοδος της παραγωγικότητας δεν θα συνεπάγονται ούτε μεγαλύτερες προσδοκίες, ούτε αναβάθμιση της θέσης των εργαζομένων. Γι’ αυτό και όλη αυτή η προσπάθεια προεπικύρωσης των νέων δυσμενών συνθηκών στην αγορά εργασίας και την καπιταλιστική παραγωγή σε όλες τις πλευρές της ανώτατης εκπαίδευσης: στην επιμονή σε ένα αγοραίο κλίμα εργαλειακής αντιμετώπισης των παρεχόμενων γνώσεων, στην ένταση του αυταρχισμού και στις απόπειρες πειθάρχησης, στην αποδόμηση και εξατομίκευση των πτυχίων, στην εμπέδωση μιας λογικής «δια βίου μάθησης» με ευθύνη των ίδιων των εκπαιδευομένων, στην απόσυρση του κράτους από την εγγύηση του δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης.

Η κυβέρνηση επενδύει για να περάσει τα μέτρα στο όλο κλίμα «σοκ και δέους» που έχει διαμορφώσει το «Μνημόνιο» και η καταιγίδα μέτρων ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ και γι’ αυτό ανακοινώνει διάλογο εξπρές και ψήφιση του νέου θεσμικού πλαισίου το Γενάρη του 2011. Στηρίζεται επιπλέον στην υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους των Πρυτάνεων και της πιο επιθετικής μερίδας της «συμμαχίας των προθύμων» που είχε στηρίξει και τη μεταρρύθμιση Γιαννάκου. Θα προσπαθήσει επίσης να εκμεταλλευτεί τον εμφανή ανορθολογισμό πλευρών του δημόσιου πανεπιστημίου, όπως είναι η άναρχη κατανομή των περιφερειακών σχολών και τμημάτων ή τα τμήματα με ασαφές αντικείμενο και εργασιακή προοπτική, αλλά και τα λαϊκιστικά αντανακλαστικά απέναντι στους «βολεμένους» πανεπιστημιακούς. Ωστόσο, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη απόπειρα μεταρρύθμισης έχει και την πιο ισχνή βάση νομιμοποίησης. Οι προηγούμενες απόπειρες μεταρρύθμισης περιείχαν και δυνατότητες οικοδόμησης ευρύτερων συμμαχιών. Για παράδειγμα μπορεί να περιόριζαν τη δυνατότητα ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, αλλά προσέφεραν αυξημένη μορφωτική κινητικότητα, μπορεί να έκαναν περισσότερο επιχειρηματική τη διοίκηση αλλά διεύρυναν την τριτοβάθμια εκπαίδευση ποσοτικά και γεωγραφικά, μπορεί να υπονόμευαν τα πτυχία αλλά αύξαιναν την πρόσβαση, μπορεί να επιδείνωναν τις εργασιακές σχέσεις αλλά διεύρυναν όσους είχαν κάποιου τύπου εργασιακή σχέση με το Πανεπιστήμιο. Σήμερα αυτό περιορίζεται και αυτό μπορεί να είναι και ο αδύναμος κρίκος της μεταρρύθμισης.

Επιπλέον, η απόπειρα βίαιης προσαρμογής της ανώτατης εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της παραγωγής και της αγοράς ενέχει το κίνδυνο όχι μόνο να οξύνει αντιθέσεις μέσα στο πανεπιστήμιο αλλά και κάνει πολύ πιο σαφή τη σύνδεση ανάμεσα στα διαφορετικά κινήματα, διαμορφώνοντας συλλογικές αναπαραστάσεις που δεν περιορίζονται μόνο σε αυτή του εκπαιδευομένου αλλά και ολοένα και περισσότερο συντείνουν και προς αυτή του αυριανού (ή και σημερινού και επισφαλούς) εργαζομένου και αναδεικνύοντας επίδικα ζητήματα που δεν περιορίζονται μόνο στην εκπαιδευτική πολιτική αλλά και επεκτείνονται στα συνολικότερα ερωτήματα των αναδιαρθρώσεων στην παραγωγή ή της ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών. Και αυτό είναι κάτι που έχει χρωματίσει όλες τις μεγάλες συγκρούσεις για την ανώτατη εκπαίδευση σε μια σειρά από χώρες (Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία, ΗΠΑ). Ούτε πρέπει κανείς να υποτιμήσει το γεγονός ότι σήμερα αναδύονται ξανά και στοιχεία μαζικού ιδεολογικού ριζοσπαστισμού σε χώρους της νεολαίας. Εάν κανείς προσθέσει στα σχεδιαζόμενα μέτρα την απόφαση της κυβέρνησης να θεσμοθετήσει το μειωμένο μισθό για τους νέους εργαζομένους, στο πρότυπο του Γαλλικού ‘Συμφώνου Πρώτης Απασχόλησης’, συνυπολογίσει τις συνολικότερες επιπτώσεις από την εφαρμογή των μέτρων του «Μνημονίου» και δεν παραβλέψει ότι τα κοινωνικά ρήγματα που οδήγησαν στην έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 παραμένουν ενεργά, τότε μπορεί να καταλάβει γιατί σήμερα στο χώρο της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης συσσωρεύονται εκρηκτικά υλικά τα οποία ο θεσμικός βολονταρισμός του Υπουργείου Παιδείας μάλλον παραβλέπει.

Η απάντηση απέναντι στις προτάσεις Διαμαντοπούλου θα πρέπει κατά συνέπεια να είναι άμεση και ξεκάθαρη. Η θέση πρέπει να είναι η ολοκληρωτική απόσυρση των προτάσεων αλλά και η υπεράσπιση της δημόσιας και δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης ως ενός συνόλου αιτημάτων και στόχων που δεν συνεπάγονται την υπεράσπιση του υπάρχοντος πανεπιστημίου, αλλά τη ρήξη με αυτό από τη σκοπιά του πραγματικά δημόσιου χαρακτήρα, της κατοχύρωσης της ανώτατης εκπαίδευσης ως κοινωνικού δικαιώματος για όλους, της υπεράσπισης της κριτικής σκέψης, της πάλης για την επανακατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχίων, της απαίτησης για ΑΕΙ που είτε στο κέντρο είτε στην περιφέρεια να έχουν όλες τις αναγκαίες συνθήκες προσωπικού, χρηματοδότησης, υποδομών, μέριμνας που θα επιτρέπουν να προσφέρουν ολοκληρωμένες σπουδές ανά γνωστικό αντικείμενο.

Η άλωση της ΠΟΣΔΕΠ από τους απολογητές (ενίοτε και ενεργούς σχεδιαστές…) της αποδόμησης του δημόσιου πανεπιστημίου στερεί το ευρύτερο πανεπιστημιακό κίνημα από ένα σημαντικό σημείο αναφοράς. Ακριβώς γι’ αυτό είναι επιτακτική η συνάντηση, δικτύωση και μαχητική δράση όσων αναζητούν δρόμους αντίστασης είναι επιτακτική. Σε συντονισμό με το μαχόμενο φοιτητικό κίνημα, σε αγωνιστική συνεννόηση με το υπόλοιπο εκπαιδευτικό κίνημα, σε συμπόρευση με το εργατικό κίνημα, μπορούμε να ανατρέψουμε την επίθεση στο δημόσιο πανεπιστήμιο.

του Παναγιώτη Σωτήρη

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ