Ούτε λίγα εικοσιτετράωρα δεν άντεξαν οι διαβεβαιώσεις από ελληνικής μεριάς ότι δεν υφίσταται θέμα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Τα σχετικά σενάρια έσπευσαν να διαψεύσουν από τις αρχές της εβδομάδας όχι μόνο ο εκπρόσωπος Τύπου της κυβέρνησης, Γιώργος Πεταλωτής, λέγοντας ότι “δεν υπάρχει καμιά συζήτηση για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους” και ο υφυπουργός Οικονομικών, Φίλιππος Σαχινίδης, με μια δήλωση καρμπόν στο πρακτορείο Ρόιτερ πως “δεν υπάρχει συζήτηση για το θέμα της αναδιάρθρωσης”. Με ύφος κατηγορηματικό και ο ίδιος ο πρωθυπουργός μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο επιχείρησε να διαψεύσει την αποκάλυψη γερμανικής εφημερίδας χαρακτηρίζοντας το επίμαχο δημοσίευμα κακόβουλο. Τι ανέφερε το ρεπορτάζ που επικαλούταν μάλιστα υψηλόβαθμες πηγές; Ότι ελληνική και γερμανική κυβέρνηση βρίσκονται σε προχωρημένες συζητήσεις εξετάζοντας ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους που θα προβλέπει την επαναγορά των ελληνικών ομολόγων από την ελληνική κυβέρνηση με χρήματα που θα δανειστεί από την Γερμανία ή από το Ταμείο Στήριξης όπου όλα τα κράτη μέλη θα συμβάλλουν αναλογικά με τον πληθυσμό ή το ΑΕΠ τους. Οι φήμες έπαψαν να αποτελούν κακόβουλα σενάρια την Πέμπτη, οπότε όλος ο ευρωπαϊκός Τύπος επιβεβαίωνε τα συγκεκριμένα σχέδια, που αξίζει να πούμε ότι είχαν διαψευστεί εξ ίσου σθεναρά και από το Βερολίνο και από τις Βρυξέλλες – δεν είναι δηλαδή μόνο η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου που αποκρύπτει την πραγματικότητα από τυος εργαζόμενους. Το σχέδιο σε αδρές γραμμές (και χωρίς να έχουν διευκρινιστεί ακόμη πολλά λεπτά) έχει ως εξής: Η κυβέρνηση της Γερμανίας δανείζει την ελληνική και άλλες κυβερνήσεις από την περιφέρεια της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το δημόσιο χρέος τους και αυτές στη συνέχεια αγοράζουν τα ομόλογά τους από την δευτερογενή αγορά αξιοποιώντας το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή διαπραγματεύονται σε τιμές πολύ χαμηλότερες της ονομαστικής τιμής έκδοσής τους. Ενδεικτικά μόνο να πούμε πως τα 5ετή ομόλογα της Ελλάδας πουλιούνται στο 80% της ονομαστικής τους τιμής, τα 10ετή στο 70%, τα 15ετή στο 60% και τα 30ετή στο 56%. Έτσι, η διαγραφή τους από το χρέος θα μειώσει το ύψος του κατά το ποσοστό της έκπτωσης της αρχικής τους τιμής προς αυτή με την οποία διαπραγματεύονται, σύμφωνα πάντα με τους υποστηρικτές αυτού του σεναρίου.
Πριν αναφωνήσουμε όλοι με έκπληξη “μα πώς δεν το είχαμε σκεφτεί τόσο καιρό” αξίζει να δούμε τους όρους υπό τους οποίους θα προωθηθεί αυτό το σχέδιο – τουλάχιστον όσους είναι μέχρι γνωστούς ή καλύτερα όσους επέλεξε να κάνει γνωστούς το Βερολίνο. Οι πρώτες φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν ταυτόχρονα με τις συνεδριάσεις του συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης και της ΕΕ, που έγιναν αντίστοιχα Δευτέρα και Τρίτη. Πριν την συνεδρίαση είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες ότι η Γερμανία θα βάλει για μια ακόμη φορά το χέρι στην τσέπη και θα συμφωνήσει στην πρόταση αύξησης του κεφαλαίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που ανέρχεται σε 440 δισ. ευρώ. Το Βερολίνο όμως είχε άλλη γνώμη. “Δε φαίνεται να υπάρχει άμεση ανάγκη να αυξηθούν οι πόροι που έχει στη διάθεσή του το συγκεκριμένο ταμείο”, ήταν η απάντηση του γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που πυροδότησαν μια ασυνήθιστης έντασης διαφωνία στα υψηλότερα δυνατά κλιμάκια της ΕΕ. Στο πλαίσιο της για παράδειγμα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μανουέλ Μπαρόζο, δεν δίστασε να επικρίνει ευθέως την Γερμανία, με αφορμή την απόρριψη της πρότασης αύξησης του κεφαλαίου του ταμείου, για να δεχθεί μια σειρά από δηκτικά σχόλια, εκ μέρους της ναυαρχίδας του γερμανικού Τύπου, του περιοδικού Σπίγκελ. Μια προσεκτικότερη ματιά στις δηλώσεις του γερμανού υπουργού Οικονομικών ωστόσο βεβαιώνει πως η Γερμανία δεν απέρριψε την πρόταση αύξησης του κεφαλαίου του Ταμείου, συνολικά. Η διαφωνία της αφορούσε τον χρόνο που θα γίνει αυτό. Πολύ περισσότερο η Γερμανία, απορρίπτοντας την πίεση που της ασκήθηκε, παρέπεμψε το θέμα στην επόμενη (4 Φεβρουαρίου) ή την μεθεπόμενη σύνοδο κορυφής της ΕΕ (τον Μάρτιο) επιδιώκοντας μια λύση πακέτο. “Πρέπει να ετοιμάσουμε μια συνολική και πλήρη απάντηση της ευρωζώνης στην κρίση δημοσίου χρέους”, ήταν τα λόγια του γερμανού υπουργού Οικονομικών. Τι εννοούσε; Πρώτα και κύρια λιτότητα για πάντα. Η Γερμανία θα δεχθεί να αυξηθούν τα κονδύλια παρέμβασης υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι οι χώρες που θα κάνουν χρήση αυτών των χρημάτων θα συναινέσουν να εφαρμόσουν ένα εξοντωτικό πρόγραμμα περικοπών δημοσίων δαπανών και φιλοεργοδοτικών αλλαγών στον ιδιωτικό τομέα που θα είναι πολύ πιο βάρβαρο απ’ ότι έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα. Με βάση πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της σημερινής Γουόλ Στριτ Τζέρναλ η Γερμανία αναμένεται να ζητήσει συνταγματικές δεσμεύσεις για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, εναρμόνιση της φορολογίας, αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και αποσύνδεση των μισθολογικών αυξήσεων στους μισθωτούς από τον πληθωρισμό. Η απαίτησή της αυτή μάλιστα θα ζητήσει να εφαρμοστεί όχι μόνο στις 17 χώρες της ευρωζώνης, αλλά και στις 27 χώρες της ΕΕ.
Ξεχωριστή σημασία για την Ελλάδα έχει ότι το συζητούμενο σχέδιο αναδιάρθρωσης (που δεν θα αναφέρεται μόνο στα 110 δισ. των δανείων του Μηχανισμού) θα εξετασθεί όταν θα έχει ολοκληρωθεί η επίσκεψη της τρόικας που ξεκινάει την προσεχή Πέμπτη 27 Ιανουαρίου και από το πόρισμά της θα κριθεί η εκταμίευση της νέας δόσης του δανείου. Δηλαδή όλο το σύνθετο σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους που θα περιλαμβάνει και επιμήκυνση του δανείου της τρόικας από τα 5 στα 11 χρόνια και αναδιάρθρωση δια μέσου της επαναγοράς κρατικών ομολόγων θα εγκριθεί εάν και εφ’ όσον δώσει το πράσινο φως η τρόικα. Αυτή τη φορά όμως η τρόικα (με την άδεια της κυβέρνησης πάντα που αποθρασύνεται βλέποντας να μην συναντάει την δέουσα αντίσταση στα μεσαιωνικά σχέδια της) θα απαιτήσει ένα πολύ πιο αυστηρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα, απαιτώντας αναθεώρηση του νόμου για τις εργασιακές σχέσεις ώστε οι επιχειρησιακές συμβάσεις να κατισχύουν πλήρως των κλαδικών. (Ποιος νοιάζεται πια για το δημόσιο χρέος και την μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων;) Η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους επομένως θα είναι το δόλωμα για ένα νέο γύρο συντριβής των εργασιακών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.
Πέραν όμως των περιφερειακών πλευρών, αξίζει να δούμε και ποιόν εξυπηρετεί το ίδιο το σχέδιο επαναγοράς κρατικών ομολόγων. Με μια λέξη, τις τράπεζες! Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εκτός κυρίως αλλά και εντός της Ελλάδας, θα είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της επαναγοράς καθώς οι πακτωλοί του κρατικού χρήματος αρχικά θα ανακόψουν την πορεία μείωσης τιμών των ομολόγων που διατηρούν στα χαρτοφυλάκιά τους και στη συνέχεια θα μετατραπούν σε δικά τους κεφάλαια. Κι αυτό μάλιστα σε μια εποχή που το ρευστό είναι είδος εν εξαλείψει. Το δείχνει η τακτική των τραπεζών να κρατούν επτασφράγιστες τις στρόφιγγες του δανεισμού παρά τα 78 δισ. που έχουν πάρει από το κράτος με την μορφή ρευστού ή εγγυήσεων, παρά και τα 95 δισ. που έχουν πάρει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενεχυριάζοντας κρατικά ομόλογα. Άρα το σχέδιο επαναγοράς είναι ένα νέο κανάλι μεταφοράς κοινωνικού πλούτου από τους φορολογούμενους και τους εργαζόμενους στις τράπεζες. Υπό συζήτηση είναι ωστόσο και το ονομαστικό όφελος όπως προκύπτει από την διαφορά ονομαστικής και πραγματικής τιμής. Ο λόγος είναι απλός: αν εγκριθεί το σχέδιο, τότε τι πιο φυσιολογικό από το να γίνουμε μάρτυρες ενός ράλι ανόδου της τιμής των κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, ως αποτέλεσμα της προοπτικής αγοράς τους από το κράτος, που θα οδηγήσει τις τιμές τους να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ την ονομαστική τους τιμή; Ως αποτέλεσμα όλο το σχέδιο αναδιάρθρωσης το μόνο που θα έχει καταφέρει θα είναι να κρατικοποιήσει το δημόσιο χρέος, καθαρίζοντας την αγορά από υποτιμημένα και αβέβαιης αξιοπιστίας κρατικά ομόλογα! Από μια άλλη σκοπιά είναι κεϋνσιανισμός για πλουσίους στην εποχή του σύγχρονου καπιταλισμού, όπου αντί το κράτος να αγοράζει προβληματικά ναυπηγεία και κλωστοϋφαντουργίες, λειτουργώντας ως ασφαλιστική εταιρεία της αστικής τάξης, αγοράζει προβληματικά ομόλογα! Το πρόβλημα όμως είναι ότι ακόμη και τα μαθηματικά της επαναγοράς (αγορά ομολόγων στο 70% της αξίας τους, άρα μείωση του χρέους κατά 30%) παραλείπουν σημαντικές μεταβλητές, όπως για παράδειγμα τους τόκους που καταβάλλονται στο τέλος κάθε χρόνου κι οι οποίοι αφαιρούνται όταν η αγορά γίνεται πριν την ωρίμανσή τους. Επομένως 100 – 70 δεν κάνει 30… Συνολικότερα, το σχέδιο επαναγοράς και άλλα σχέδια που απεργάζονται οι Γερμανοί και η ελληνική κυβέρνηση ως στρατηγική επιδίωξη έχουν να κάνουν το χρέος βιώσιμο, κατά την τρέχουσα ορολογία, προς όφελος των πιστωτών. Να διασφαλιστεί δηλαδή ότι θα αποπληρωθεί.
Σε αντιπαράθεση με αυτά τα σχέδια που επιφυλάσσουν νέα μέτρα λιτότητας οι εργαζόμενοι πρέπει να αντιπαραβάλλουν την παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους έτσι ώστε να σταματήσει ο κοινωνικός πλούτος να απομυζάται από τους πιστωτές και τις τράπεζες. Ρόλο επιταχυντή σε αυτή τη διαδικασία μπορεί να διαδραματίσει ο λογιστικός έλεγχος του δημόσιου χρέους που θα ανοίξει τα βιβλία του στην κοινωνία και θα απονομιμοποιήσει το ίδιο το χρέος, η αποπληρωμή του οποίου μέχρι στιγμής εμφανίζεται συχνά και από την Αριστερά ως θέση αρχής και αξιοπιστίας!
Λεωνίδας Βατικιώκης
ΠΡΙΝ 23/1/2011