8/9/13

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ | ΕΚΘΕΣΗ ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Πρωτοφανές επενδυτικό τέλμα παρά τη μείωση των μισθών

Ανατομία ενός εγκλήματος θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί η ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Στις σελίδες της παρουσιάζονται με αποκαλυπτικές λεπτομέρειες όλες οι πλευρές του προσχεδιασμένου εγκλήματος που συντελέστηκε στην Ελλάδα, την τελευταία τριετία, με ένα και μοναδικό σκοπό: να συντριβούν εργατικά δικαιώματα και κοινωνικές κατακτήσεις ενός αιώνα! Όλα τα υπόλοιπα που υποτίθεται ότι θα κατάφερνε το μνημόνιο μέσα από τις επώδυνες μεταρρυθμίσεις αποδεικνύονται χάνδρες και καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Σημείο αφετηρίας (και αναφοράς) δεν μπορεί παρά να είναι το άνευ προηγουμένου πλήγμα που δέχτηκε ο κόσμος της εργασίας στις αμοιβές και το επίπεδο ζωής του, με αφορμή τα Μνημόνια. Με βάση τις εκτιμήσεις του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ την τετραετία 2010-2013, οι μέσες ονομαστικές αποδοχές ανά απασχολούμενο μειώθηκαν κατά 16,3% έναντι του 2009. Ως αποτέλεσμα οι μέσες ετήσιες αποδοχές ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 22.325 (κι ήταν μικρότερες ακόμη κι από της Σλοβενίας) ενώ μεγάλωσε σημαντικά η ψαλίδα ως προς τις ετήσιες αποδοχές εργαζομένων άλλων χωρών όπως η Ισπανία (34.000), η Γερμανία (38.000), η Ιρλανδία (45.000) και η Γαλλία (49.000). Συντριπτικό πλήγμα στο επίπεδο των μισθών επέφερε το δεύτερο μνημόνιο τον Φεβρουάριο του 2012 με αφορμή την μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22%. Ως αποτέλεσμα ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης κατρακύλησε στην ευρωπαϊκή κατάταξη πιο χαμηλά κι από τον αντίστοιχο μισθό της Μάλτας και της Ισπανίας πλησιάζοντας απειλητικά τους κατώτατους μισθούς της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Η καθίζηση σημειώθηκε λόγω του ότι η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα στην ΕΕ στην οποία επιβλήθηκε μείωση των κατώτατων ονομαστικών μισθών. Η υποβάθμιση της θέσης της εργασίας στην Ελλάδα προήλθε επίσης και λόγω της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Την περίοδο 2009–2013 η ανασφάλιστη και αδήλωτη εργασία παρουσίασε αύξηση, ξεπερνώντας το 36%, ενώ πολλαπλασιάστηκαν οι επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας (από 238 το 2010 σε 976 το 2012) με τη συντριπτική τους πλειοψηφία (72,6%) να υπογράφεται με ενώσεις προσώπων κι ελάχιστες απ’ αυτές (17,4%) να υπογράφονται από επιχειρησιακά σωματεία. Κοινή συνισταμένη των παραπάνω ήταν η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας έναντι των 36 κυριότερων ανταγωνιστριών χωρών να ανέλθει σε 19,2% έναντι του 2009.
Η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, με βάση διεθνείς συγκρίσεις, κατά ένα πέμπτο σχεδόν, θα έπρεπε να κάνει τους νεοφιλελεύθερους όλου του πολιτικού φάσματος να αναφωνήσουν από χαρά. Αρκεί να θυμηθούμε ότι στο υψηλό εργατικό κόστος έριχναν επί χρόνια την πέτρα του αναθέματος για τις χαμηλές εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας ακόμη και για την κρίση, υποστηρίζοντας ότι οι υψηλοί μισθοί αποτρέπουν τους επιχειρηματίες από την αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού. Χαμηλότεροι μισθοί κατά την άποψή τους έπρεπε να πυροδοτήσουν εξαγωγές, επενδύσεις και αύξηση του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού. Η πραγματικότητα όμως διαψεύδει οικτρά αυτές τις προβλέψεις.
Για να μειωθεί η ανεργία από το εφιαλτικό 31,5% που θα φτάσει το 2014 είναι μονόδρομος η παύση πληρωμών, η έξοδος από ευρώ – ΕΕ κι η μείωση των ωρών εργασίας
Η συμβολή των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ την περίοδο 2010-2013 δεν υπερέχει καθόλου της αντίστοιχης συμβολής των ετών 1995-2008, παρατηρεί η έκθεση. Τονίζει επίσης ότι στη διάρκεια εφαρμογής των μνημονίων οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών όχι μόνο δεν κατέστησαν κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης αλλά παρουσίασαν κι επιδείνωση ως προς τη συμβολή τους στο ΑΕΠ. Τζίφος οι εξαγωγές λοιπόν.
Το ίδιο συνέβη και με τις επενδύσεις. Στο τέλος του 2013, οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου (που ως ποσοστό θα ανέρχονται στο 13% του ΑΕΠ) σε σταθερές τιμές θα έχουν επιστρέψει στο επίπεδο του 1994! Παίρνοντας δε υπ’ όψη μας και τις αποσβέσεις, που ανέρχονται στο 21% του ΑΕΠ, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαδικασία αποεπένδυσης που φέτος θα φτάσει το 8%. Χάνει σταθερά το απόθεμα πάγιου κεφαλαίου, κάτι που παρατηρείται για πρώτη φορά από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Έτσι όμως αποκλείεται οποιαδήποτε σύντομη επιστροφή σε θετικούς αι μακροχρόνια διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι για παράδειγμα προϋπόθεση για μακροχρόνιους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 3%, είναι συνολικές παραγωγικές επενδύσεις (εξαιρουμένων των κατοικιών) ύψους 15% του ΑΕΠ. Τζίφος επομένως και οι επενδύσεις που θα έρχονταν αν μειώνονταν οι μισθοί κι έτσι θα βελτιώνονταν οι όροι αξιοποίησης του κεφαλαίου, σύμφωνα με το γνωστό τροπάριο.
Και τι μένει τελικά από την συντριβή μισθών και ημερομισθίων; Πέρα από την πρωτοφανή υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας ή, καλύτερα, μέσω αυτής η αλματώδης διεύρυνση του περιθωρίου κέρδους για το κεφάλαιο! Συνυπολογίζοντας και την κάθετη μείωση του ΑΕΠ από το 2008 αποδεικνύεται ότι η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης δεν συνέβαλε στην αναβάθμιση της θέσης της ελληνικής οικονομίας, αλλά στην υποβάθμιση της θέσης της εργασίας. Με άλλα λόγια, η αστική τάξη της Ελλάδας δεν δίστασε να καταδικάσει σε ακρωτηριασμό την παραγωγική μηχανή της χώρας και τις δυνατότητες της, προκειμένου να βελτιώσει τη θέση της έναντι της εργατικής τάξης.
Το δικό του ρόλο στη καταβαράθρωση της θέσης της εργατικής τάξης είχε και το κράτος, καθώς το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων δεν κατέγραψε ελεύθερη πτώση μόνο λόγω των μισθολογικών μειώσεων. Σημαντικά συνέβαλε και η φορολογία, καθώς μισθωτοί και συνταξιούχοι ανέλαβαν όλο το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Συγκεκριμένα, ενώ το μέσο δηλωθέν εισόδημα μισθωτών και συνταξιούχων μειώθηκε το 2011 κατά 18% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, η μέση φορολογική τους επιβάρυνση αυξήθηκε κατά 25%. Κι αυτή η φορολογική λεηλασία μάλιστα συνέβη ταυτόχρονα με την μείωση των κοινωνικών δαπανών (συντάξεις, δαπάνες υγείας και προνοιακές μεταβιβάσεις) από 23,9% του ΑΕΠ το 2009 (55,2 δισ. ευρώ) σε 22% του ΑΕΠ το 2013 (40,3 δισ.). Έτσι η Ελλάδα αποτέλεσε την μοναδική χώρα μεταξύ των κρατών μελών του ΟΟΣΑ που μείωσε τις κοινωνικές δαπάνες.
Στην έκθεση του ΙΝΕ διατυπώνονται οι πιο ζοφερές προβλέψεις για την ανεργία, που μόλις το 2009 έπληττε «μόνο» το 7,7% του εργατικού δυναμικού για να φτάσουμε την τελευταία πενταετία να χαθούν οι θέσεις εργασίας (930.000) που δημιουργήθηκαν μέσα σε 17 χρόνια (1992-2008). Η ανεργία σύμφωνα με το ΙΝΕ από 27% φέτος θα αυξηθεί το 2014 στο 31,5%! Διατυπώνεται μάλιστα πολύ εύστοχα η θέση πως «μόνο ένα επενδυτικό σοκ μπορεί να θέσει σε κίνηση ξανά την ελληνική οικονομία». Το ερώτημα ωστόσο που προκύπτει σχετίζεται με τους όρους που θα επιτρέψουν να συμβεί το επενδυτικό σοκ που απαιτείται για να εξέλθει η ελληνική οικονομία από τον φαύλο κύκλο λιτότητας – ύφεσης – παραγωγικής υποβάθμισης – μείωσης μισθών. Η έκθεση αναγνωρίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι αμιγώς ελληνικό, τονίζοντας πρώτο, ότι συλλήβδην ο ευρωπαϊκός Νότος μετεξελίχθηκε μέσω του δανεισμού σε οικονομικό σχηματισμό ζήτησης, για να φτάσει στην Ελλάδα το 2008 το 74% του ΑΕΠ να προέρχεται από τη ζήτηση και την καταναλωτική δαπάνη και να παράγεται εδώ μόνο το 27% των προϊόντων που καταναλώνονται. Δεύτερο, ότι η σταδιακή τεχνολογική, καινοτομική, οργανωτική και ποιοτική απαξίωση της παραγωγικής υποδομής στην μεταποίηση και την γεωργία του Νότου επήλθε στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας, που έφερε την άνιση ανάπτυξη Βορρά – Νότου.
Κατά συνέπεια είναι αυταπάτη να αναμένεται οποιαδήποτε ανάταξη των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ και των επενδύσεων (που μεταξύ 2008 και 2013 μειώθηκαν κατά 65%) – όρος εκ των ων ουκ άνευ για την μείωση της ανεργίας – όσο παραμένουν οι ερμητικά κλειστοί οι δύο μοναδικοί δρόμοι από τους οποίους θα μπορούσαν να προέλθουν οι αναγκαίοι πόροι.
Ο πρώτος είναι από το εξωτερικό. Από τη στιγμή που η Ελλάδα παραμένει στην ευρωζώνη και την ΕΕ, θέλοντας και μη, ανεξάρτητα δηλαδή από την πρόθεση του κάθε Στουρνάρα, συμμετέχει σε ένα καταμερισμό εργασίας που δεν της επιτρέπει να έχει ναυπηγεία, αμυντική βιομηχανία και δευτερογενή παραγωγή. Αυτές οι δραστηριότητες προορίζονται για τις βόρειες χώρες, όπως αποδεικνύει η δραματική εμπειρία των τελευταίων ετών. Δυνατότητα συνεργασίας με άλλες χώρες δεν υφίσταται, από τη στιγμή που η όποια βιομηχανική πολιτική σχεδιάζεται στις Βρυξέλλες, με γνώμονα τα γερμανικά συμφέροντα και σε αυτό τον σχεδιασμό δεν προβλέπονται για την Ελλάδα δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενες αξίας. Κατά συνέπεια η συμμετοχή της Ελλάδας στη διεθνή αγορά αποτελεί βαρίδι, με τους όρους που συντελείται.
Η δεύτερη δυνατότητα για οποιαδήποτε οικονομική μεγέθυνση είναι – θεωρητικά πάντα – ενδογενής και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια έστω και μικρή ώθηση από το κράτος, όπως συμβαίνει ακόμη και στις ΗΠΑ. Η δυνατότητα αυτή ωστόσο θα παραμένει θεωρητική όσο λείπουν τα μέσα άσκησης νομισματικής πολιτικής, δηλαδή το ζεστό χρήμα που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία. Επίσης, όσο τα δημόσια έσοδα εξυπηρετούν κατά προτεραιότητα το δημόσιο χρέος, με αποτέλεσμα μόνο για φέτος να δοθούν για τόκους και χρεολύσια συνολικά 22 δισ. ευρώ. Πως να περισσέψουν πόροι όχι για άσκηση κοινωνικής πολιτικής (που αναντίρρητα αποτελεί προτεραιότητα) αλλά ακόμη κα για την πυροδότηση της επανεκκίνησης της συσσώρευσης κεφαλαίου που αυτή τη στιγμή μοιάζει να είναι σε απόλυτη απορρύθμιση, υπό το βάρος του άτυπου καθεστώτος χρεοκοπίας;
Τέλος, προϋπόθεση για να μειωθεί η ανεργία είναι η σημαντική μείωση των ωρών εργασίας, χωρίς μείωση των αποδοχών, κι ο τερματισμός του εργοδοτικού αυταρχισμού έτσι ώστε όταν λέμε 4ωρο ή 6ωρο να εννοούμε 4ωρο ή 6ωρο κι όχι 12ωρο…
Εν κατακλείδει, όσο η Ελλάδα παραμένει στην ευρωζώνη και στην ΕΕ, όσο συνεχίζει να εξυπηρετείται το δημόσιο χρέος κι όσο δεν μπαίνει ένας φραγμός στην υπερεκμετάλλευση των όλο και λιγότερων εργαζομένων, μέσω της μείωσης του χρόνου εργασίας, ο κίνδυνος που επεσήμανε το ΙΝΕ, να χρειαστούν 20 χρόνια για να μειωθεί η ανεργία στο επίπεδο του 2008, θα μετατραπεί σε πραγματικότητα. Κι αυτό μπορεί να συμβεί ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις…

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ