23/6/11

Οι ανακατατάξεις στο ΠΑΣΟΚ και οι αναγκαίες ανατάξεις της σκέψης μας

Τελικά τι θα γίνει με αυτούς τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ; Θα μετακινηθούν κατά του μεσοπρόθεσμου ή θα κοιτάξουν την βουλευτική βολή τους; Ο (αντιπολιτευτικός προς τον Γιωργάκη) Βενιζέλος, θα σηματοδοτήσει μια νέα πορεία προς το ΠΑΣΟΚ; Ο αντι-μνημονιακός Παντελής Οικονόμου, γίνεται να μετατρέπεται ξαφνικά σε αρχιερέα του διαρκούς μνημονίου;

Ας κοιτάξουμε πίσω από αυτή την κουρτίνα των ερωτημάτων..

Όλοι συζητάμε συχνά για το αν έφτασε επιτέλους (ή δυστυχώς) το τέλος της ‘’μεταπολίτευσης’’. Υπό συζήτηση. Κατά την γνώμη μου, για την ελληνική αριστερά δεν έχει φτάσει ακόμη το τέλος των μεγάλων τραυμάτων της οδυνηρής ήττας στην μεγάλη επαναστατική περίοδο της δεκαετίας του 40. Οι ανεξίτηλες συνέπειες της, έχουν οδηγήσει προοδευτικά τις δυνάμεις της στο να χάσουν την πολιτική αυτοπεποίθηση για πρωτογενή απεύθυνση στις κοινωνικές δυνάμεις που θα είχαν συμφέρον να στραφούν και να εκφραστούν από αυτήν.

Τον Δεκέμβρη του 44, καθυστερημένα και άτολμα, ωστόσο στηριγμένο σε μεγάλο απόθεμα κοινωνικής θέλησης, το ΚΚΕ διεκδίκησε ΛΑΟΚΡΑΤΙΑ και κοινωνική προκοπή. Ήταν αυτό που υπαγόρευε και ο συσχετισμός δύναμης που είχε και η αίσθηση στο ευρύ λαό της αριστεράς ότι δικαιούνταν να έχει τον πρώτο λόγο στις μετα-κατοχικές εξελίξεις. Το ΚΚΕ ενέπνευσε το λαό, οργάνωσε την εποποιία της αντίστασης στον καταχτητή, της επιβίωσης του λαού και της δημοκρατικής κοινωνικής ανάτασης ενάντια στην πείνα και την κατάπτωση. Ένα ολιγάριθμο κόμμα, με τον αρχηγό του στο Άουσβιτς, με λίγους αλλά γεμάτους φλόγα αγωνιστές να δραπετεύουν από τα κρατητήρια της ασφάλειας, με νέο ηγέτη ένα τσαγκάρη συνδικαλιστή, με στήριγμα τις φτωχογειτονιές των πόλεων και την αβράκωτη αγροτιά, μέσα σε 2,5 μόλις χρόνια, ταπείνωσε το ελληνικό σάπιο αστικό πολιτικό σύστημα. Αυτούς που μάζεψαν νύχτα ασημικά και μπαούλα και έφυγαν με τις πυτζάμες για την γλυκιά βρετανική αγκαλιά στο Κάιρο και τα σαλόνια του Λονδίνου.

Το λαϊκό κίνημα δεν νίκησε τότε. Αυτό είναι μια άλλη και μεγάλη συζήτηση. Ενώ μπορούσε και δικαιούνταν . Το θέμα μας είναι αυτό που ακολούθησε.

Τρία φαντάσματα φαίνεται να στοιχειώνουν την πολιτική σκέψη και πρακτική της αριστεράς έκτοτε.

Το πρώτο, είναι το φάντασμα της νομιμότητας της σύγκρουσης με το καθεστώς. Η φωτογραφία με το πανό τον Δεκέμβρη του ‘44 (το οποίο -με την ευκαιρία- το κρατούν γυναίκες αγωνίστριες), υπάρχει ακόμη και σπέρνει εφιάλτες: ‘’ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΥΡΑΝΙΑ ΔΙΑΛΕΓΕΙ Ή ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Ή ΤΑ ΟΠΛΑ’’. Ήταν δικαιολογημένη η επαναστατική διεκδίκηση της εξουσίας άραγε ή έπρεπε το ΚΚΕ να υποταχτεί στους ένοπλους κατσαπλιάδες των ταγμάτων ασφαλείας, στη ρητή βρετανική απαίτηση για κυριαρχία , στους ψυχρούς χειρισμούς των σοβιετικών, στην αστική τάξη και το βασιλιά που απαιτούσαν παλινόρθωση;

Δύο σχεδόν χρόνια μετά τον ηρωικό και συνάμα τραγικό Δεκέμβρη, το ΚΚΕ αποφάσισε να απέχει από τις εκλογές βίας, νοθείας και τρομοκρατίας του 1946. Είναι ο δεύτερος μεγάλος εφιάλτης. Το αν ήταν σωστό ή λάθος στις δοσμένες συνθήκες είναι μια διαρκής συζήτηση. Όμως αυτή επεκτείνεται και παραπέρα: Μήπως άραγε η κάλπη και το χαρτάκι σε αυτήν, είναι το ανώτατο στάδιο του πολιτικού πολιτισμού της εποχής μας και κάθε ιερόσυλη αγνόηση αυτής της απόλυτης αλήθειας, θα τιμωρείται από τον λαό και την ιστορία; Τελικά η κοινοβουλευτική δημοκρατία που πραγματώνεται κάθε 4 χρόνια, όπου γίνονται ισότιμες οι ψήφοι του βιομήχανου και του βιοπαλαιστή, είναι η τελευταία λέξη της ανθρωπότητας στο κεφάλαιο ‘’δημοκρατία’’;

Η άδοξη και αιματηρή σύγκρουση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, έκανε πιο δραματικό το φάντασμα της νομιμότητας της επαναστατικής σύγκρουσης με το καθεστώς.

Διαμόρφωσε το έδαφος για το τρίτο μεγάλο ερώτημα της πολιτικής υπόστασης και πράξης της αριστεράς: Διεκδίκηση αυτοτελούς κοινωνικής αναφοράς και πολιτικής έκφρασης ή ‘’ανασαίνουμε με καλάμι’’ στις παρυφές της νόμιμης ‘’δημοκρατικής παράταξης’’ που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για επαναστατικές εφόδους ή για αμφισβήτηση του ιερού τέρατος του κοινοβουλευτισμού και της δυτικής αστικής δημοκρατίας;

Από τις πρώτες εκλογές του 1950, τις αποστολές των Πλουμπίδη και Μπελογιάννη με το γνωστό τέλος, έως την κριτική/μερική στήριξη Γ. Παπανδρέου της Ένωσης Κέντρου, του σφαγέα του Δεκέμβρη του 1944, το ΚΚΕ προσπαθεί να επιζήσει και να ξεπλύνει αμαρτίες του παρελθόντος, αναζητώντας νομιμοποίηση στις παρυφές της δημοκρατικής αστικής παράταξης.

Η προετοιμασία της αστικής τάξης για ένοπλη επιβολή μέσω των τανκς της χούντας και η συνακόλουθη κατάργηση του διάτρητου κοινοβουλευτισμού, εμφατικά απουσίασε από τις προβλέψεις της ελληνικής αριστεράς. Ορόσημο το γνωστό άρθρο της ΑΥΓΗΣ την 21/4/1967 με τίτλο ‘’Γιατί δεν μπορεί να γίνει δικτατορία στην Ελλάδα;’’

Στην χούντα, πολλές μερίδες της αριστεράς κυνηγούν μια το βασιλιά, μια τους αστούς πολιτικούς, που έτρεξαν πάλι με ψευδώνυμα στο εξωτερικό, ή τον πατέρα του σερ-Μαρκεζίνη, για να φτιάξουν ευρύτερα μέτωπα και ομαλές πολιτικές λύσεις. Ωστόσο, τελικά, τον Νοέμβρη του 73, όπως έγραψε και ο ποιητής, ‘’20χρονα παιδιά πήραν στην πλάτη τους τις τύχες της δημοκρατίας και της Ελλάδας’’.

Στην μεταπολίτευση τα συνθήματα του τύπου ‘’αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ’’ και οι κενολογίες για ‘’άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων’’, κυριαρχούν. Αστοί πολιτικοί, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, αναζητούνται με περισσό κόμπλεξ να αγιάσουν τα ψηφοδέλτια της αριστεράς. Η πολυπόθητη κατάχτηση πολιτικού ρόλου της αριστεράς, επισκιάζει τα πάντα και οδηγεί και σε συγκυβερνήσεις με τα αστικά κόμματα. Όχι δεν είχαμε ‘’πόλεμο ενάντια στον καταχτητή’’, ή ‘’δικτατορία’’ (κλασσικά επιχειρήματα δικαιολόγησης), αλλά την μεγάλη ζωτική ανάγκη της …κάθαρσης. Και όλα αυτά την ώρα που η Ελλάδα χώνεται βαθειά στα πλοκάμια της ΕΟΚ και η καπιταλιστική αναδιάρθρωση της εργασίας και της κοινωνικής ζωής ζυμώνεται, τεκμηριώνεται, προωθείται.

Έξι δεκαετίες μετά το 1949, η ελληνική αριστερά δυσκολεύεται να διεκδικήσει την συγκρότηση ενός πολιτικού προγράμματος που θα απευθύνεται στην κάλυψη των ζωτικών αναγκών της κοινωνικής πλειοψηφίας στην Ελλάδα, για αξιοπρεπή ζωή και εργασία, πραγματική δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία και κοινωνικό πολιτισμό. Δεν θέτει ζήτημα εργατικής και λαϊκής εξουσίας, νέων λαϊκών θεσμών αυτοκυβέρνησης και υποδιεύθυνσης. Δεν ιεραρχεί την ανάγκη συζήτησης και ζύμωσης για τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, η αναγκαιότητα των οποίων ως λαϊκό κοινωνικό συμπέρασμα και όχι μόνο ως πρόταγμα των πολιτικών πρωτοποριών, θα έθετε τόσο την ανάγκη, όσο και το μέσο, αλλά και το υποκείμενο και τελικά τον ίδιο τον χαρακτήρα της κοινωνικής αλλαγής και επανάστασης επί τάπητος. Ή δεν είναι αυτός ο ρόλος της αριστεράς; Έχει συγκροτήσει πολλά προγράμματα (δημοκρατικά, έκτακτης ανάγκης, επιβίωσης, αντίστασης, άμυνας κ.λ.π.). Στην ουσία όμως είναι πάντα συμπληρωματικά και υποβοηθητικά μιας πολιτικής ματιάς που κατά βάση κοιτάζει πάντα στο κοινοβουλευτικό θεσμικό οικοδόμημα και στον ευρύτερο προοδευτικό σοσιαλιστικό χώρο, ο οποίος καλείται να ανασυντεθεί και να κατανοήσει ότι πρέπει να μετακινηθεί αριστερά.

Αποτέλεσμα αυτής της λογικής, είναι να βλέπει η αριστερά με κάτι περίεργα γυαλιά, που μεταμορφώνουν στο φαντασιακό της τον κόσμο και τον ανασυσταίνουν με συγκεκριμένη ταυτότητα: ο κόσμος είναι ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ο.κ.. Υπάρχει ακόμη μια περίπτωση εξαίρεσης: να είναι (προσωρινά) ανένταχτος, ως προς τους οργανισμούς αυτούς πάντα. Και πια είναι η στόχευση, ποιο είναι το κλειδί; Μα να μετατοπιστεί ο κόσμος, να γίνουν ανακατατάξεις. ‘’Φύγε τώρα από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ’’ λέει μονίμως το ΚΚΕ. Ανακατατάξεις στον σοσιαλιστικό χώρο και αριστερή κυβέρνηση ονειρεύονται οι ομαδοποιήσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Η κοινοβουλευτική αριστερά αναζητά διαφοροποιήσεις στο ΠΑΣΟΚ. Εκλιπαρεί και την εξωκοινοβουλευτική αριστερά ή κάποιους ανθρώπους της να στρατευτούν μαζί της. Η τελευταία προσδοκά το αντίθετο: Μετακινήσεις από την κοινοβουλευτική αριστερά προς αυτήν, αλλά ενίοτε και από το ΠΑΣΟΚ.

Λογικά και θεμιτά όλα αυτά. Πάντα υπάρχει η πολιτική μεσολάβηση και δεν μπορείς να την αγνοείς. Αλλά αυτή δεν αφορά μονοσήμαντα τον κόσμο, που εξακολουθεί να έχει και άλλες ταυτότητες: εργαζόμενος/εργοδότης/άνεργος, εγωιστής/ατομιστής/συλλογικά σκεπτόμενος, δημιουργικός/φιλόδοξος, ρατσιστής/διεθνιστής/φιλόξενος, αισιόδοξος/απαισιόδοξος, υποταχτικός/ατίθασος. Και πολλές ακόμη, όχι με την ίδια βέβαια βαρύτητα, σε χίλιες δύο παραλλαγές και μη σταθερές καταστάσεις.

Οι (δεκάδες!) φορείς της αριστεράς στην Ελλάδα, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας φυσικά, πολλές φορές δίνουν την εικόνα ότι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να κοπιάσουν και να δουλέψουν πραγματικά ένα αμπέλι ή να αναζητήσουν πηγή ζωογόνου νερού. Κοιτούν τι θα ξεπέσει από το περιβόλι του γείτονα και τι σταγόνα θα στραγγίξει από τον παραδίπλα. Και όταν καρποί και νερό ανακαλύπτονται από το νεφελώδες και σκοτεινό αντικείμενο του πόθου που λέγεται λαός ή εργαζόμενη πλειοψηφία, τότε τρέχουν ξοπίσω με ένα φοβερό άγχος ταυτοποίησης, οικειοποίησης, ελέγχου και κατοχής.

Αυτή η αριστερά, θα είναι πάντα σχετικά απαραίτητη, αλλά δεν θα γονιμοποιήσει διαθέσεις, δεν θα συμβάλλει στο να νικήσει η εργαζόμενη πλειοψηφία ποτέ.

Δεν έχουμε λόγο να είμαστε απαισιόδοξοι , το αντίθετο. Η αριστερά μπορεί και πρέπει να αλλάξει εδώ και τώρα. Έχει ιστορία, ευρύ μαχόμενο λαό και ευρύτατη εργατική και λαϊκή νομιμοποίηση. Αυτοπεποίθηση για την συγκρότηση και προβολή μιας αυτοτελούς πολιτικής γραμμής κοινωνικού μετασχηματισμού δεν έχει και ασκείται διαρκώς στον τακτικισμό και στο ζωγράφισμα των ‘’δρόμων’’, ξεχνώντας ότι πρέπει να μιλήσει και να κριθεί για τον σκοπό. Ο σκοπός ενδιαφέρει τον κόσμο. Θα παλέψει για αυτόν πολύ πιο πρωτότυπα, θα θυσιαστεί ακόμη, περισσότερο από τους σημερινούς αριστερούς αν αυτός ο σκοπός απαντάει στα συμφέροντα και τις θελήσεις του.

Η αντικαπιταλιστική επαναστατική αριστερά, είναι σε πολλά πράγματα ανεπαρκής, αλλά δεν έβαλε και ποτέ το δάχτυλο στο μέλι. Οριοθετείται από την λογική της διαχείρισης και του κοινοβουλευτισμού. Ορίζεται κυρίως από την πολιτική ταξική πάλη. Έχει τον πρώτο λόγο σε αυτή την προσπάθεια επαναστατικής ανανέωσης και αναγέννησης της αριστεράς. Αλλά δεν θα κριθούν όλα από αυτήν, ούτε από το δραματικά αναγκαίο δυνάμωμα της. Οι κομμουνιστές όλων των ρευμάτων, οι αγωνιστές του μαχόμενου αριστερού αντικαπιταλιστικού κινήματος, είναι αναγκαίο να συναντηθούν μέσα στο γόνιμο έδαφος της λαϊκής αφύπνισης της περιόδου.

Όλα μπορούν να συμβούν…. αυτό ορίζει τους επαναστάτες… το πολιτικό ζήτημα της περιόδου είναι η ανάγκη της λαϊκής εξέγερσης. Για την ανατροπή όχι μόνο του μεσοπρόθεσμου και του συμφώνου για το ευρώ, αλλά και γενικότερα του κοινωνικού κανιβαλισμού του κεφαλαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε βάρος του κόσμου της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Το 95% των προσπαθειών όλης της αριστεράς, πρέπει να συγκεντρωθούν στην πραγμάτωση αυτής της πιθανότητας που για κάποιους δεν υπερβαίνει το 5%.

Είναι προτιμότερο από την αναζήτηση των ανακατατάξεων στο ΠΑΣΟΚ και την προσφυγή στο μαγικό κουτί της κάλπης.


Παναγιώτης Μαυροειδής

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ