ΝΑΡ – ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΓΙΟΣ
«Αντίπαλο δέος» στην αστική πολιτική μπορεί να είναι μόνο ένα Νέο Εργατικό Κίνημα και μια άλλη Αριστερά ανατροπής, μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης και επαναστατικού διεξόδου.
Συμμετέχουμε, τις μέρες αυτές, στις πιο μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις απέναντι στην υπεραντιδραστική πολιτική της κυβέρνησης ΝΔ, στην επίθεση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της κρίσης, της παρακμής, της πολεμικής απειλής αλλά και του παροξυσμού της εκμετάλλευσης ανθρώπου και φύσης.
Οι αγώνες αυτοί αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα ότι οι αναπτυσσόμενες, τα τελευταία χρόνια, λαϊκές εργατικές τάσεις διαμαρτυρίας και αγωνιστικής δράσης αποτελούν το νέο, ελπιδοφόρα και δυναμικό στοιχείο, παρά τις αντιφάσεις που τις χαρακτηρίζουν. Οι τάσεις αυτές επιδρούν στις πολιτικές εξελίξεις, στην κλιμάκωση της αμφισβήτησης της πολιτικής της ΝΔ αλλά και της δεξιάς στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ. Απειλούν αλλά δεν δημιουργούν ακόμη ρήγματα στον κοινωνικοπολιτικό συσχετισμό στο επίπεδο της παραγωγής και της σχέσης κεφαλαίου – εργασίας. Το επίπεδο κινητοποίησης, η πολιτική ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος, η ανάπτυξη δικών του οργάνων πάλης είναι ακόμη κάτω από τις απαιτήσεις.
Οι εργατικές μάχες για τοι Ασφαλιστικό κάνουν φανερό ότι ανοίγει ένας νέος κύκλος κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων. Δείχνουν ότι δοκιμάζονται γενικότερα οι κοινωνικοί – πολιτικοί συσχετισμοί και υποχρεώνουν το σύστημα στις πιο σημαντικές, τα τελευταία χρόνια, διεργασίες αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού. Δεν υποτιμάμε τις εφεδρείες του συστήματος να αξιοποιεί τις κρίσεις του για να ανανεώνει τους θεσμούς του. Αλλά διαπιστώνουμε τις διεργασίες που ανοίγουν στην κοινωνία και που μέχρι πρότινος περιορίζονταν στην Αριστερά.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι:
Το πολιτικό σκηνικό θα αναπλαστεί ή θα ανατραπεί; Η Αριστερά θα παίξει σταθεροποιητικό ρόλο; Σήμερα η τάση προς τα αριστερά εκφράζεται προς την κυβερνητικά διαθέσιμη Αριστερά, διότι η απονομιμοποίηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δεν οδηγεί ακόμα στην άρνηση των αστικών δογμάτων και στην ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική τάση. Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει πρόταση ενάντια στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, ενώ ο ΣΥΝ μιλά για διακυβέρνηση με πυρήνα την Αριστερά, στη βάση της εκτίμησης ότι επέρχεται το τέλος του μονεταριστικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αλλά και από δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ διατυπώνεται, ως απάντηση, η πρόταση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με μια «αριστερή στροφή». Οι εισηγητές αυτών των πολιτικών δεν παρουσιάζουν μια πολιτική – θεωρητική τεκμηρίωση για την πιθανότητα να «επιτρέψει» ο σύγχρονος καπιταλισμός, ακόμα και κάτω από την πίεση του εργατικού κινήματος, την ανασυγκρότηση ενός κοινωνικού κράτους του 21ου αιώνα. Οι αναζητήσεις εκπροσώπων του συστήματος για ένα άλλο μίγμα αστικής πολιτικής με δόσεις κοινωνικής ευαισθησίας και πράσινης πολιτικής δεν αναιρούν τη στρατηγική κλιμάκωσης της επίθεσης και δεν ανατρέπουν το γεγονός ότι η ουσία του νεοφιλελευθερισμού είναι εγγεγραμμένη στο DNA του σημερινού καπιταλισμού.
Η πρόσφατη εμπειρία στη χώρα μας, στην Ιταλία και αλλού, δείχνει ότι η Αριστερά της κυβερνητικής συμμετοχής, της εναλλακτικής λύσης εντός του συστήματος δεν φέρνει επιτυχίες και βελτιώσεις στη ζωή των εργαζομένων παρά μόνο απογοητεύσεις και πολιτική οπισθοδρόμηση προς τον δικομματισμό ή προς άλλες καθεστωτικές εναλλακτικές λύσεις. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι η αστική πολιτική είναι δυνατόν να υποχωρήσει μόνο μπροστά στον κίνδυνο συνολικής ανατροπής της. Αυτό το «αντίπαλο δέος» μπορεί να το εκφράσει στην εποχή μας μόνο ένα Νέο Εργατικό Κίνημα και μια άλλη Αριστερά ανατροπής, μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης, ανεξαρτησίας και αντιπαλότητας σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και επαναστατικής διεξόδου.
Η αριστερή στροφή του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα των συμμαχιών, των σχέσεων με το ΠΑΣΟΚ καθώς και το ριζοσπαστικό κινηματικό του άνοιγμα δεν υπερβαίνει τη στρατηγική του δημοκρατικού σοσιαλισμού και γι’ αυτό καταλήγει σε μια νέα γραμμή κυβερνητισμού και διαχείρισης. Μιλάει, βέβαια, για αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό και τις ΗΠΑ, αλλά «ξεχνάει» τη συνολική καπιταλιστική επίθεση και την ΕΕ.
Το ΚΚΕ αντιπαραθέτει την πρόταση «λαϊκής εξουσίας – οικονομίας» - με πρότυπο τον υπαρκτό σοσιαλισμό – την οποία αναβαθμίζει στην αντιπαράθεση του με τον ΣΥΝ και στον οποίο «την έχει στημένη» αναμένοντας την αποτυχία των επιλογών του. Η πολιτική του πρόταση επιτρέπει την ηγεμονία μικροαστικών αντιλήψεων και δεν μπορεί να εκφράσει τις ριζοσπαστικές τάσεις. Διότι αρνείται μια γραμμή μαχητικής λαϊκής και εργατικής αντιπολίτευσης, δεν θέτει σαν πολιτικό στόχο της πάλης του κινήματος την ανατροπή της πολιτικής της κυβέρνησης και της ΕΕ.
Στο έδαφος των διλημμάτων που θέτει η ταξική πάλη, θα μπουν σε δοκιμασία οι πολιτικές προτάσεις τόσο του ΚΚΕ όσο και του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και θα υπάρξουν ανακατατάξεις σε όλο το φάσμα της Αριστεράς. Στην ευρύτερη μάλιστα αντικαπιταλιστική Αριστερά θα βαθύνει η αντιπαράθεση ανάμεσα στη γραμμή ανεξάρτητης συγκρότησης – παρέμβασης σε όλα τα επίπεδα του κινήματος, των μετώπων, της θεωρίας και της πολιτικής από τη μια και από την άλλη, στις επιλογές μετατροπής της σε συνιστώσα ή παράλληλη δύναμη – δορυφόρο της ρεφορμιστικής ή της διαχειριστικής Αριστεράς ακόμα και της σοσιαλδημοκρατίας.
Απέναντι στις αναπτυσσόμενες διαθέσεις των εργαζομένων να αλλάξει η κατάσταση, το ΝΑΡ και το ΜΕΡΑ θέτουν ως κεντρικό πολιτικό στόχο, την πάλη για την απόκρουση, ήττα και ανατροπή της διεθνούς και διαρκούς αντεργατικής, τρομοκρατικής και πολεμικής εκστρατείας του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, καθώς και των κυβερνήσεων που την προωθούν, για την επίτευξη κατακτήσεων προς όφελος των εργαζομένων, μέσω του διαρκούς πολιτικού αγωνιστικού «εκβιασμού» του κινήματος και της ανεξάρτητης εργατικής πολιτικής, για να ανατραπούν οι συσχετισμοί σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, από τη σκοπιά της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της κατάργησης της αστικής κυριαρχίας. Η ρεφορμιστική και η διαχειριστική Αριστερά προωθεί «λύσεις» μέσω της βελτίωσης των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Η επιδίωξη της επαναστατικής Αριστεράς αντίθετα, είναι μέσα από την εμπειρία των μαζών να δένεται αποτελεσματικά η πάλη κατά της επίθεσης κυβέρνησης, κεφαλαίου, ΕΕ και ΗΠΑ, με την πάλη για την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, με την αντικαπιταλιστική επανάσταση – κομμουνιστική απελευθέρωση.
Στο κρίσιμο ζήτημα της ενότητας, το ΝΑΡ και το ΜΕΡΑ επιχειρούν να αναθερμάνουν το διάλογο και να οργανώσουν πιο συστηματικά και ουσιαστικά τη διαδικασία πολιτικής αντικαπιταλιστικής ενότητας και συνεργασίας για τον ανεξάρτητο πόλο της επαναστατικής Αριστεράς. Αναδεικνύουν, ταυτόχρονα, την ανάγκη αγωνιστικής ταξικής ενότητας για την ανατροπή της επίθεσης και της κοινής δράσης όλων των εκδοχών της πολιτικής και κοινωνικής Αριστεράς στη βάση αρχών. Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ μιλά για ενότητα, αλλά στη βάση του ελάχιστου κοινού παρανομαστή του αντινεοφιλελεύθερου πλαισίου, προωθεί το καπέλωμα των κινημάτων, ενώ δεν σπάει τη συνεργασία του με την ΠΑΣΚΕ στη ΓΣΕΕ και αλλού. Το ΚΚΕ προωθεί μόνο ελεγχόμενα μέτωπα, διασπά τις ανατρεπτικές τάσεις των εργαζομένων, ενώ είναι εχθρικό σε ό,τι κινείται στα αριστερά του και ανοικτό σε συμμαχίες προς τα δεξιά.
Το ΝΑΡ δεν περιορίζει το ζήτημα του πόλου μόνο στις οργανώσεις με τις οποίες έχει ανοίξει η συζήτηση αυτή (Κομμουνιστική Ανανέωση, ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, ΟΚΔΕ, ΚΟ Ανασύνταξη) ή έχει αναπτύξει κοινή δράση [ΕΝΑΝΤΙΑ, ΚΚΕ(μ-λ), Μ-Λ ΚΚΕ]. Επιδιώκει να γίνει, κυρίως, υπόθεση όλου του αντικαπιταλιστικού δυναμικού και όλων των αγωνιστών που αναζητούν μια Αριστερά της αντικαπιταλιστικής πάλης και επανάστασης, της κομμουνιστικής επαναθελελίωσης που έχει ανάγκη η εποχή μας.
Στη δική μας αντίληψη ξεχωρίζει η λογική της εργατικής πολιτικής. Διότι είναι η ίδια η εργατική τάξη (καταρχήν πρωτοπόρα τμήματά της και αντικαπιταλιστικά μέτωπα) που θα διεξάγει πολιτικό αγώνα για τα συμφέροντά της. Αυτό είναι το θεμέλιο της λογικής του Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου, που στηρίζεται στη τάση για ένα Νέο Εργατικό Κίνημα.
Η επαναστατική Αριστερά δεν επενδύει πολιτικά στη ήττα του αντιφατικού ρεύματος της αριστερής διαμαρτυρίας, αλλά στη νίκη του. Δεν στοχεύει στην καθήλωσή του (για να αποδειχτεί η ανεπάρκεια των άλλων) αλλά στην πολιτική του ανάπτυξη και ωρίμανση. Δε καταστρέφει την ελπίδα του κόσμου πως μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά προβάλλει τις πολιτικές προϋποθέσεις γι’ αυτό. Με τη λογική αυτή επιδιώκει να βαθύνει το ρήγμα που άνοιξε σε ευρύτερες μάζες εργαζομένων και ειδικά νεολαίας με την πολιτική του αστικού δικομματισμού και γενικότερα, να το μπολιάσει με ανατρεπτικό αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, να μην ενσωματωθεί στην ανακύκλωση των αστικών κοινοβουλευτικών λύσεων, λογικών «δημοκρατικών δυνάμεων» με το δήθεν αναγεννημένο ΠΑΣΟΚ και ηττημένων λογικών της ρεφορμιστικής Αριστεράς.
Γι’ αυτό επιδιώκουμε να αναπτυχθούν νικηφόροι αγώνες με ένα πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης, με μια νέα ταξική ενότητα των εργαζομένων που παλεύουν για τις σύγχρονες ανάγκες τους, που διακηρύσσουν την ανάγκη υπέρβασης του αστικοποιημένου ρεφορμιστικού συνδικαλισμού από θέσεις, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Κρίσιμο τεστ για την πολιτική συνέπεια των δυνάμεων της Αριστεράς είναι η ανταπόκρισή τους στην επείγουσα ανάγκη κοινής δράσης στο κίνημα για αποφασιστικούς αγώνες με στόχο την ήττα και ανατροπή της αντιασφαλιστική και αντεργατικής επίθεσης.
Στην κατεύθυνση αυτή, το ΝΑΡ και η νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση αναλαμβάνουν και αυτοτελώς και στο πλαίσιο του ΜΕΡΑ, συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προώθησης ενωτικών προτάσεων για την συσπείρωση του αντικαπιταλιστικού επαναστατικού δυναμικού και των οργανώσεων που αναφέρονται σ’ αυτό, στο εργατικό κίνημα, στην οικοδόμηση μετώπου κατά της ΕΕ και στη μάχη των ευρωεκλογών.
Αποφασιστικός κρίκος στην κατεύθυνση αυτή είναι η πραγματοποίηση ενός συλλογικού βήματος προγραμματικής, πολιτικής, οργανωτικής αναβάθμισης του ΜΕΡΑ από τη σκοπιά της προώθησης του αντικαπιταλιστικού πόλου της επαναστατικής Αριστεράς.
ΠΡΙΝ 16/03/2008