ΑΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ
Είτε ως αποτέλεσμα ανοησίας είτε ως αποτέλεσμα κυνισμού, η διάσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας στη Ρώμη εξαντλήθηκε σε κοινοτοπίες, αφήνοντας κατ’ απαίτηση των Αμερικανών εκτός συζήτησης τις βαθιές αιτίες της πείνας: Η φιλελευθεροποίηση και η κερδοσκοπία.
Για όλα φταίνε οι χοντροί. Αυτό φαίνεται ότι κατάλαβε ο επικεφαλής της Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), Ζακ Ντιούφ ύστερα από τρεις ημέρες συνεχών διαβουλεύσεων. Μιλώντας από το βήμα της έκτακτης συνόδου για την κρίση των τροφίμων, που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη, σημείωσε ότι τα ανεπτυγμένα κράτη δαπανούν δισεκατομμύρια δολάρια για να τρέφουν τους υπέρβαρους πολίτες τους τη στιγμή που εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι πεινάνε. «Η υπερκατανάλωση των υπέρβαρων», εξήγησε ο αξιωματούχος του ΟΗΕ, «κοστίζει 20 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, ενώ το κόστος αυξάνεται εμμέσως κατά 100 δισεκατομμύρια δολάρια λόγω των πρόωρων θανάτων και των ασθενειών που προκαλεί η παχυσαρκία».
Είναι προφανώς ανώφελο να απαντήσει κάποιος σε μια τόσο απλοϊκή τοποθέτηση. Παρόλ’ αυτά, οι απόψεις του Ζακ Ντιούφ φαίνεται ότι συμπυκνώνουν την εγκληματική ανοησία και τον απάνθρωπο κυνισμό που επικράτησε στη σύσκεψη της Ρώμης για τα τρόφιμα.
Καταρχάς, κάποιος θα πρέπει να εξηγήσει στον κύριο Ντιούφ ότι η παχυσαρκία στη Δύση δεν αποτελεί πλέον ένδειξη ευημερίας, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Υπέρβαροι είναι πλέον οι άνθρωποι που δεν έχουν πρόσβαση σε υγιεινά τρόφιμα, όπως φρούτα και λαχανικά και είναι σε θέση να αγοράζουν μόνο τυποποιημένα τρόφιμα υψηλής θερμιδικής περιεκτικότητας. Η παχυσαρκία είναι η σύγχρονη όψη της φτώχειας. Κυρίως όμως είναι η βασική απόδειξη της αδυναμίας του σύγχρονου ανθρώπου να ελέγχει τη διατροφή του και η απόλυτη κυριαρχία των πολυεθνικών και των δυνάμεων της αγοράς σε όλα τα στάδια παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης τροφίμων. Αυτή η παρατήρηση θα έπρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε συζήτησης για τα τρόφιμα. Όπως αποδεικνύουν όμως και οι δηλώσεις των αξιωματούχων του ΟΗΕ, η συζήτηση οδηγήθηκε εσκεμμένα σε άλλες ατραπούς.
Το δεύτερο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς ακούγοντας τον επικεφαλής του FAO, είναι ότι η παρούσα κρίση στην αγορά τροφίμων οφείλεται απλώς στην υπέρμετρη ζήτηση. Πιο απλά ότι οι κάτοικοι του πλανήτη ζητούν περισσότερο από όσα αυτός μπορεί να τους προσφέρει. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε κατά μια έννοια ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Μπαν Κι Μουν, ο οποίος έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα το διπλασιασμό της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων μέχρι το 2030.
Αυτή η μαλθουσιανή προσέγγιση έχει φυσικά ως μοναδικό στόχο να αποκρύψει τα πραγματικά αίτια της κρίσης και να βγάλει από το στόχαστρο του μοναδικούς υπαίτιους κερδοσκόπους όπως το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή για να δούμε τι ακριβώς συνέβη στη διάσκεψη της Ρώμης. Πίσω από τα ρητορικά ξεσπάσματα και το κροκοδείλια δάκρυα για την τύχη των 850 εκατομμυρίων πεινασμένων του πλανήτη, η έκτακτη διάσκεψη του ΟΗΕ εξυπηρέτησε ορισμένους πολύ συγκεκριμένους στόχους τους οποίους είχαν θέσει εξαρχής χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Καταρχάς προσπάθησε να αποενοχοποιήσει την απελευθέρωση της αγοράς τροφίμων που επιβάλλει (συχνά με την πολιτική της κανονιοφόρου) το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Απελευθέρωση η οποία, σε συνδυασμό με τον προστατευτισμό του αγροτικού τομέα που ακολουθούν οι αναπτυγμένες χώρες και κυρίως οι ΗΠΑ, αφήνει τους φτωχούς αγρότες του Τρίτου Κόσμου ανυπεράσπιστους στις πολυεθνικές τροφίμων. Δεν είναι τυχαίο ότι το βασικό μήνυμα που θέλησε να μεταφέρει ο Μπαν Κι Μουν είναι ότι «οι περιορισμοί στο εμπόριο τροφίμων προκαλούν στρεβλώσεις στην αγορά». Τοποθέτησε δηλαδή τη διάσωση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος ψηλότερα από τη διάσωση του ενός έκτου του πληθυσμού του πλανήτη. Έτσι στο τελικό ανακοινωθέν της συνάρτησης εκφράζει απόλυτη στήριξη στα συμπεράσματα του οικονομικού γύρου της Ντόχας σχετικά με το ελεύθερο εμπόριο – παράγραφο την οποία επέβαλαν χωρίς δεύτερη κουβέντα Ουάσιγκτον και Λονδίνο.
Καμιά αναφορά δεν γίνεται άλλωστε στους μεγάλους σπεκουλαδόρους του διεθνούς οικονομικού συστήματος που εμπορεύονται μεγάλες ποσότητες τροφίμων με αποκλειστικό στόχο την κερδοσκοπία και οι οποίοι είναι οι βασικοί υπεύθυνοι για τις τελευταίες δραματικές αυξήσεις στις διεθνείς τιμές των τροφίμων.
Σε δεύτερο επίπεδο, οι ισχυρές χώρες που έλαβαν μέρος στη διάσκεψη επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν την κρίση προκειμένου να προωθήσουν τα δικά τους σχέδια. Οι ΗΠΑ λόγου χάρη παρουσίασαν για μια ακόμη φορά την παραγωγή μεταλλαγμένων τροφίμων ως τη μοναδική λύση στο πρόβλημα του υποσιτισμού. Να σημειωθεί ότι εδώ και μερικές εβδομάδες ο Λευκός Οίκος εξέδωσε ειδικό σχέδιο που προβλέπει τη χορήγηση 150 εκατομμυρίων δολαρίων ως ενίσχυση σε γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες. Ουσιαστικά δηλαδή η Ουάσιγκτον λειτούργησε στη Ρώμη σαν πλασιέ εταιρειών βιοτεχνολογίας, όπως η διαβόητη ‘Μονσάντο’.
Την ίδια στιγμή η Ουάσιγκτον έδωσε μάχη μέχρις εσχάτων (και την κέρδισε) ώστε να μην υπάρχουν αναφορές στο τελικό ανακοινωθέν για τα βιοκαύσιμα – τα καύσιμα δηλαδή για την παραγωγή των οποίων καταστρέφονται μεγάλες ποσότητες τροφίμων. Σε αυτή την προσπάθεια οι ΗΠΑ είχαν ως ένα βαθμό στο πλευρό τους και τη Βραζιλία η οποία παράγει ένα διαφορετικό τύπο βιοκαυσίμων. Αν και οι δυο χώρες διαφώνησαν, όπως ήταν φυσικό, για το ποιο από τα δύο βιοκαύσιμα είναι πιο φιλικό προς το περιβάλλον, κατάφεραν να αφαιρέσουν από το τελικό κείμενο κάθε σχετική αναφορά.
Κατά τα λοιπά, οι ισχυρότερες χώρες προσπαθούσαν να ξεπεράσουν την ανία που τους προκαλεί ο παγκόσμιος λιμός παίζοντας μικροπολιτικά παιχνίδια στο περιθώριο της συνόδου. Οι αμερικανοί απεσταλμένοι σνόμπαραν επιδεικτικά την αποστολή του Ιράν, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο σαν γεροντοκόρη αυτοκράτειρα πραγματοποιούσε συνεχείς επιθέσεις εναντίον του προέδρου Μουγκάμπε της Ζιμπάμπουε.