Έμπορος = εν + πόρος = περνάω (περνώ απέναντι) αυτός που αγοράζει, μεταφέρει και πουλάει με κέρδος φυσικά ή τεχνικά προϊόντα.
Πρόκειται για ανθρώπινο είδος που υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων βάση της επίσημης, δηλαδή της εμπορικής ματιάς της ιστορίας.
Είναι αυτός που άνοιξε νέους δρόμος πάνω από βουνά και θάλασσες, που έφερε ανθρώπους και πολιτισμούς κοντά. Οι «δρόμοι του μεταξιού», ο «νέος κόσμος», τα πρώτα βήματα στο φεγγάρι, το αυτοκίνητο, το κινητό τηλέφωνο, η ψηφιακή τηλεόραση και τόσα άλλα είναι αποτελέσματα της δράσης αυτό του ταπεινού εμποράκου. Μια δράση που διάβηκε στο πέρασμα των αιώνων μέσα από δύσκολα μονοπάτια και ατραπούς.
Υπήρξαν στιγμές που ο ταπεινός μας φίλος, ο έμπορας, έπρεπε να υπερβεί ανυπέρβλητα εμπόδια. Τεράστιες αποστάσεις, μανιασμένες θάλασσες, πυκνά δάση, αρρώστιες, εχθρικούς υπαλλήλους. Η επιμονή, όμως, και το εμπορικό του δαιμόνιο τον βοήθησαν να τα ξεπεράσει όλα.
Έφταιξε τεράστια πλοία, χιλιάδες αεροπλάνα, εκατομμύρια αυτοκίνητα, ξήλωσε εκτάρια από παρθένα δάση, ισοπέδωσε βουνά και άλλαξε τον ρου των ποταμών, εφεύρε φάρμακα όπως την ασπιρίνη, την μορφίνη και την ηρωίνη, εκστράτευσε με γενναίους στρατούς υπαλλήλων στα πέρατα του κόσμου και καθυπόταξε κάθε αντιεμπορικό και ασεβή λαό.
Οι Παλαιστίνιοι, οι Σέρβοι, οι Αφγανοί, οι Ιρακινοί και τόσοι άλλοι δεν θα ξεχάσουν ποτέ την συμβολή του εμποράκου στην ιστορία τους.
Είναι αυτός που με το πάτημα ενός κουμπιού κάποτε εξαφάνισε από τον χάρτη δύο ιαπωνικές πόλεις και που στο μέλλον μπορεί να εξαφανίσει με τον ίδιο τρόπο όλες τις ιαπωνικές πόλεις, αλλά και τις κινέζικες και τις ευρωπαϊκές και τις αμερικάνικες και όλες.
Είναι ο ίδιος που έριχνε δηλητηριώδη αέρια σε χιλιάδες υπαλλήλους φαντάρους στον πρώτο μεγάλο πόλεμο.
Είναι ο ίδιος που έκαιγε βιβλία και ανθρώπους στον δεύτερο μεγάλο πόλεμο.
Είναι ο ίδιος που ταΐζει τους ανθρώπους με ντομάτες Φρανκενστάιν και σόγια με DNA αράχνης.
Είναι ο ίδιος που δεν τους ταΐζει όλους, παρά μόνο αυτούς που έχουν να πληρώσουν.
Είναι αυτός που έφτιαξε τον κόσμο που ζεις, τον τρόπο που ζεις, αλλά προπάντων τον λόγο που πεθαίνεις.
Είναι αυτός που του ανήκει η πατρίδα που σε φιλοξενεί. Γιατί πατρίδα έχουν μόνο οι έμποροι, δική τους εφεύρεση εξ άλλου είναι. Δικές του είναι και οι εμπορικές κυβερνήσεις που τώρα που αρρώστησε τρέχουν να τον σώσουν.
Το συνάχι του έμπορα κοστίζει τρισεκατομμύρια δολάρια, το σχολείο των παιδιών σου όχι, η υγεία τους και η δική σου όχι, η ζεστασιά του σπιτιού σου όχι, το περιβάλλον όχι, η ζωή σου όχι.
Τα εντερικά του εμποράκου αξίζουν τρισεκατομμύρια δολάρια, ο συνταξιούχος πλέον υπάλληλός του λιγότερα από πεντακόσια ευρώ, η εκπαίδευση των μελλοντικών υπαλλήλων του λιγότερο από το 3% του ΑΕΠ, η ζωή των τωρινών του υπαλλήλων 600 ευρώ.
Το μαγαζάκι του φίλου μας εμποράκου περνάει κρίση μας λένε.
Και η δική μας η ζωή περνάει κρίση τούς λέμε.
Περνάει κρίση μπροστά στις κλειστές αίθουσες εντατικής θεραπείας, γιατί η υγεία δεν είναι αγαθό, αλλά προϊόν.
Περνάει κρίση μπροστά στα κλειστά εργοστάσια, γιατί η εργασία δεν είναι δικαίωμα αλλά επαιτεία.
Περνάει κρίση μπροστά στις τράπεζες, γιατί το σπίτι μας δεν είναι δικό μας, αλλά δικό τους.
Περνάει κρίση μπροστά στα σχολεία, γιατί η παιδεία δεν είναι δωρεάν και ποτέ δεν ήταν.
Περνάει κρίση στις λαϊκές αγορές και τα μπακάλικα, γιατί η δική μας ζωή είναι ευτελούς αξίας.
Η συμφωνία του Κιότο είναι νεκρή γιατί είναι ακριβή για τον έμπορα.
Η Αφρική είναι νεκρή γιατί είναι ασύμφορη για τον έμπορα.
Το περιβάλλον είναι νεκρό γιατί μόνο έτσι έχει αξία για τον έμπορα.
Οι λαοί σε όλο τον κόσμο πρέπει να είναι νεκροί γιατί μόνο έτσι θα μείνει ζωντανός ο έμπορας.
Και συ υπαλληλάκο της ελληνικής εμπορικής πατρίδας, που φέτος θα αγοράσεις δεύτερο πάπλωμα γιατί λεφτά για πετρέλαιο δεν έχεις, που θα ζήσεις χωρίς τα απαραίτητα φάρμακά σου γιατί το ταμείο σου δεν πληρώνει, που θα μείνεις άνεργος γιατί ο έμπορας θα φύγει για μια άλλη μακρινή εμπορική πατρίδα, εσύ εμπόρευμα όπως και τα παιδιά σου και οι γονείς σου στα ράφια του έμπορα ανησυχείς για τη πορεία της υγείας του.
Ανησυχείς γιατί ξέρεις ότι ισχύει ακόμα εκείνο το παλιό ινδικό έθιμο που ήθελε να θάβουν ζωντανή τη σύζυγο μαζί με τον νεκρό άντρα της.
Γιατί δε θέλεις για άλλη μια φορά να σε θάψουν ζωντανό.
Φτάνει πια!
Το μαγαζάκι ξεπουλά όλα τα εμπορεύματα λόγω διάλυσης και συ είσαι ένα από αυτά. Σε ξεπουλάνε φτηνά, τόσο φτηνά όσα σε αγόρασαν.
Όταν ο έμπορας μπορέσει να σταθεί ξανά στα πόδια του, εσύ πάλι υποτιμημένος θα είσαι. Πάλι η αξία σου θα είναι ένα νούμερο στα χρηματιστήρια του κόσμου, ενός κόσμου το ίδιο, ίσως και περισσότερο, σκληρού από αυτόν που ζεις σήμερα.
Η παιδεία δεν πρόκειται να γίνει φθηνότερη, η υγεία καλύτερη, η εργασία σου δημιουργική και η ζωή σου δική σου ζωή. Πάλι του έμπορα θα είναι, όλα.
Μπορείς όμως να αντιδράσεις.
Όχι γιατί τώρα ο εμποράκος ψυχορραγεί, αλλά γιατί εσύ ήσουν πάντα δυνατός και υγιής. Γιατί ο κόσμος γύρω σου έχει γίνει με το αίμα σου, με τον ιδρώτα και τον κόπο σου και σου ανήκει. Γιατί εσύ φτωχέ μου υπάλληλε μπορεί αυτόν τον κόσμο να τον κάνεις καλύτερο. Μπορείς να ξαναφυτέψεις τα δάση, να καθαρίσεις τις θάλασσες, να διώξεις τους εμπόρους από τους ναούς της γνώσης, τους αλμπάνηδες από τα νοσοκομεία, τους ιερείς της πλάνης από τη γη σου, τους κυβερνητικούς εμπόρους από τον τόπο σου. Να κάνεις τη δουλειά, δημιουργία.
Δισεκατομμύρια υπάλληλοι σε όλο τον κόσμο πρέπει να δηλώσουν παραίτηση.
Τα καλούδια στο μαγαζί του έμπορα ήταν πάντα σάπια και μας αρρώσταιναν.
Να πεταχτούν.
Τα δικά μας χέρια δεν πρέπει να σώσουν τον κόσμο του έμπορα, αλλά να χτίσουν τον δικό μας κόσμο.
Οι καιροί που θα ‘ρθουν θα είναι πολύ δύσκολοι για μας τους εργαζόμενους. Πολλοί από εμάς θα βιώσουν ακόμα πιο σκληρή ανεργία, χειρότερες συνθήκες δουλειάς, απουσία κοινωνικών παροχών, φτώχεια και πολέμους.
Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου πρέπει να απαλλαγούν από τις εμπορικές τους πατρίδες και όλοι μαζί να φτιάξουν τον δικό τους κόσμο.
Ο εμποράκος πεθαίνει, ο καπιταλισμός μπορεί να πεθάνει, ας τους βοηθήσουμε.