Σχέδιο Προοπτικών για το 10ο Συνέδριο του EEK
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ
ΚΡΙΣΗ
Μια νέα ιστορική κατάσταση
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τις μητροπόλεις του παγκόσμιου κεφαλαίου, τις κεντρικές τράπεζες και τους χρηματιστηριακούς θεσμούς σ’ όλο τον κόσμο, σπέρνοντας «σοκ και δέος» σε όλες τις άρχουσες τάξεις, τις γραφειοκρατικές ελίτ και τις κυβερνήσεις τους. Από τον Λευκό Οίκο και το χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης έως την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Παρίσι, τη Ρώμη, και τη Μαδρίτη στην ηπειρωτική Ευρώπη, και από το Τόκιο, τη Σιγκαπούρη, τη Σεούλ και την Τζακάρτα στην Ασία, έως τις πρωτεύουσες της Λατινικής Αμερικής, και ακόμα πιο μακριά, στη Μόσχα και το Πεκίνο, ένας κοινός εφιάλτης κυριαρχεί: το φάντασμα μιας παγκόσμιας κρίσης παρόμοιας ή ακόμα και χειρότερης από το Κραχ του 1929 και την Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του '30, επιστρέφει.
Από τη ρήξη της φούσκας της αγοράς αμερικανικών ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου και την έκρηξη μιας πρωτοφανούς διεθνούς πιστωτικής κρίσης το καλοκαίρι 2007 μέχρι τώρα, αυτή δεν είναι πλέον μια πρόγνωση που γίνεται από τους αμετανόητους επαναστάτες μαρξιστές αλλά μια βεβαίωση που επαναλαμβάνουν όλο και συχνότερα, γνωστοί εκπρόσωποι του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου, όπως του George Soros και του πρώην προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ Alan Greenspan, όπως επίσης και από επίσημα όργανα του παγκόσμιου καπιταλισμού, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ή την Τράπεζα των Διεθνών Διακανονισμών (BIS).
Η κατάρρευση της αμερικανικής sub-prime αγοράς πυροδότησε μια διεθνή οικονομική αναταραχή και μια πιστωτική κρίση, οι οποίες επέφεραν αναταραχή τόσο στην τιμή του πετρελαίου και των πρώτων υλών αλλά προ πάντων μια ασταμάτητη ολίσθηση, σε μια συγχρονισμένη παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση και ύφεση.
Κατά τη διάρκεια του 2007-2008, ο κόσμος έγινε μάρτυρας μιας σειράς συνεχιζόμενων, πρωτοφανών σε κλίμακα και φύση αλλά τελικά ανεπιτυχών επεμβάσεων από τις κρατικές αρχές και τις κεντρικές τράπεζες των ισχυρότερων καπιταλιστικών οικονομιών και των ιμπεριαλιστικών χωρών στον κόσμο, στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία, με στόχο να σταματήσουν την εξελισσόμενη κρίση και τους συστημικούς κινδύνους της. Εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολαρίων, ευρώ και γιέν εγχύθηκαν στο τραπεζικό σύστημα, μια επεκτατική νομισματική πολιτική περικοπής επιτοκίων ακολουθήθηκε από τις ΗΠΑ και άλλες κεντρικές τράπεζες, προωθήθηκε το λεγόμενο φορολογικό ερέθισμα δηλ. εισήχθησαν φορολογικές περικοπές που ευνοούσαν τους πλουσίους, που αντιμετώπιζαν προβλήματα - αλλά η σπείρα της κρίσης συνέχισε να ξετυλίγεται και να απειλεί ολόκληρο το σύστημα.
Η ολοκληρωτική αποτυχία του αποκαλούμενου `νεοφιλελευθερισμού', του οικονομικού δόγματος που ακολουθήθηκε από σχεδόν κάθε καπιταλιστική κυβέρνηση τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, συνοψίστηκε από τις δραματικές ενέργειες που λήφθηκαν επειγόντως από τους πρωτοπόρους των ιδιωτικοποιήσεων, των υποστηριχτών των πολιτικών του Ρέιγκαν και της Θάτσερ στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο αντίστοιχα: η εθνικοποίηση της Northern Rock Bank στη Μεγάλη Βρετανία τον Σεπτέμβριο του 2007, της Bear Sterns, μιας από τις τράπεζες επενδύσεων, που ανήκε στην ομάδα των λεγόμενων "Μεγάλων 5" στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Μάρτιο του 2008, και, προ πάντων, η ιδιωτικοποίηση του κολοσσιαίου διδύμου Fanny Mae και Freddie Mac που ελέγχουν τα τέσσερα πέμπτα της υπό κατάρρευση αγοράς των αμερικανικών υποθηκών τον Σεπτεμβρίου του 2008.
Fanny Mae και Freddie Mac: η ταφόπλακα μιας εποχής
Οι δύο «Κρατικά Υποστηριζόμενες Επιχειρήσεις» ιδρύθηκαν από τις αμερικανικές κυβερνήσεις όχι απλώς ως χρηματιστηριακοί οργανισμοί αλλά ως οι στυλοβάτες ενός συστήματος άμυνας ενάντια στα καταστρεπτικά αποτελέσματα μιας πανομοιότυπης με το κραχ του 1929 κρίσης στα αμερικάνικα νοικοκυριά. Τώρα, αυτοί οι δύο στυλοβάτες για την αποτροπή ενός νέου 1929 έχουν καταρρεύσει και μια πρωτοφανής επιχείρηση διάσωσης έγινε από τις κρατικές αρχές, με αμφίβολα αποτελέσματα.
Η Fanny Mae ιδρύθηκε, αρχικά ως δημόσια υπηρεσία, κατά τη διάρκεια της Ύφεσης, το 1938, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η αποστολή της ήταν να αγοράζει χωρίς όρια τις υποθήκες από τις τράπεζες, να τις ομαδοποιεί και να τις μεταπουλά στους επενδυτές, απορροφώντας τον κίνδυνο της έξωσης των καταχρεωμένων ιδιοκτητών ακινήτων, ενώ οι επενδυτές ανελάμβαναν τους κινδύνους των επιτοκίων. Ήταν «μια έξυπνη συσκευή για να κάνει την αγορά ακινήτων διαθέσιμη σε απελπιστικούς καιρούς» (Financial Times, κύριο άρθρο, 8 Σεπτεμβρίου 2008).
Η Freddie Mac ιδρύθηκε, ως ανταγωνιστής της Fanny Mae, το 1970, την παραμονή μιας άλλης σημαντικής κρίσης: της κατάρρευσης της μεταπολεμικής συμφωνίας του Bretton Woods, με τα μέτρα Νίξον τα οποία τερμάτισαν την σταθερή μετατρεψιμότητα του αμερικανικού δολαρίου σε χρυσό τον Αυγούστου 1971. Και οι δύο επιχειρήσεις, ενώ τώρα έχουν ιδιωτικούς μετόχους, είναι κρατικά υποβοηθούμενες, διαδίδοντας την προσιτή χρηματοδότηση υποθηκών με την εγγύηση κρατικών ομολόγων.
Κατά τη διάρκεια των ετών της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και της άγριας κερδοσκοπίας, ιδιαίτερα με το όργιο της ενίσχυσης των ενυπόθηκων δανείων κατοικίας και της τιτλοποίησης το 2002-2007, και οι δύο «Κρατικά Υποστηριζόμενες Επιχειρήσεις» έγιναν όλο και περισσότερο επιθετικές, λαμβάνοντας όλο και περισσότερα ρίσκα και διασκορπίζοντάς τα παγκόσμια και στους ξένους επενδυτές. Συσσώρευσαν, μεταξύ τους στοιχεία παθητικού μεγέθους 5,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ένα ποσό «ίσο με ολόκληρο το εμπορικό χρέος των ΗΠΑ, παράλληλα με υποθήκες ενεργητικού περίπου ίσης αξίας» (Financial Times 9 Σεπτεμβρίου 2008). Με άλλα λόγια τα στοιχεία του παθητικού τους έχουν ανέλθει στο 40% του ΑΕΠ των ΗΠΑ!
Η ώρα της αλήθειας ήρθε με την έκρηξη της φούσκας των ενυπόθηκων δανείων. Στο προηγούμενο έτος, τα ποσοστά χρεοστασίων στις αμερικανικές υποθήκες είχαν τουλάχιστον διπλασιαστεί, και οι Fannie Mae και Freddie Mac είχαν όλο και περισσότερες δυσκολίες να αυξήσουν το κεφάλαιο τους για να αντισταθμίσουν τις απώλειές τους. Τον Ιούλιο του 2008, οι ξένοι επενδυτές άρχισαν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις Fannie Mae και Freddie Mac, γεγονός που ανάγκασε τον Paulson, τον Αμερικανό Υπουργό Οικονομίας, να αναγγείλει για πρώτη φορά την ανάγκη μιας επιχείρησης διάσωσης, μια οιωνεί-εθνικοποίηση που πραγματοποιήθηκε τελικά στις 6-7 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο καθηγητής Nouriel Roubini του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης τονίζει: «… οι ΗΠΑ έχουν επιτελέσει τη μέγιστη εθνικοποίηση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Με την εθνικοποίηση των Fannie και Freddie, οι ΗΠΑ έχουν αυξήσει το κρατικό ενεργητικό τους κατά σχεδόν 6 τρισεκατομμύρια δολάρια και έχουν αυξήσει το δημόσιο χρέος/παθητικό τους επίσης κατά 6 τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί επίσης στον μεγαλύτερο κρατικό ιδιοκτήτη hedge fund στον κόσμο: με την έγχυση περίπου 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο κεφάλαιο των Fannie και Freddie και την είσπραξη 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων από τα στοιχεία του παθητικού των συγκεκριμένων «Κρατικά Υποστηριζόμενων Επιχειρήσεων», οι ΗΠΑ έχουν αναλάβει επίσης το μεγαλύτερο και περισσότερο παθητικό από χρέη στην ιστορία της ανθρωπότητας, με μετοχικό χρέος σε αναλογία 30:1 (6 τρισεκατομμύρια δολάρια χρέους προς 200 δισεκατομμύρια δολάρια μετοχικού κεφαλαίου) (PrintShare, 9 Σεπτεμβρίου 2008). Και προσθέτει: «Η μεγαλύτερη εξαγορά και η μεγαλύτερη εθνικοποίηση στην ιστορία της ανθρωπότητας προέρχονται από την πιο φανατικά και ιδεολογικά φιλελεύθερη κυβέρνηση στην αμερικάνικη ιστορία.».
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή η γιγαντιαία εξαγορά βάζει μια ταφόπλακα όχι μόνο σε αυτό που παραπλανητικά ονομάστηκε "νεοφιλελευθερισμός" αλλά σε μια ολόκληρη εποχή που εξουσιάστηκε από την κεντρική καπιταλιστική ψευδαίσθηση μιας αυτορρυθμιζόμενης από ένα «αόρατο χέρι» οικονομίας της αγοράς. Καταδεικνύει ότι ο νόμος της αξίας έχει εξαντληθεί ως ρυθμιστική αρχή της οικονομίας, και ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός στο προχωρημένο πια ιμπεριαλιστικό στάδιό του, έχει εισέλθει, από πολύ καιρό τώρα, στην εποχή της παρακμής του.
Η αμερικανική κυβέρνηση, φυσικά, δεν είχε καμία άλλη εναλλακτική λύση παρά μόνο την παραβίαση των ίδιων των βασικών αρχών του καπιταλιστικού φονταμενταλισμού. Δεν θα μπορούσε να επιτρέψει σε δύο «Κρατικά Υποστηριζόμενες Επιχειρήσεις» με ένα χρέος ίσο με το 40% του ΑΕΠ των ΗΠΑ να καταρρεύσουν από τα χτυπήματα ενός «αόρατου χεριού». Τέτοια κατάρρευση θα σήμαινε το χάος στο διεθνές χρηματο-οικονομικό σύστημα, την κατρακύλα του δολαρίου και την κήρυξη χρεοκοπίας των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η εξαγορά της Fannie και Freddie στόχευε στο να καθησυχάσει τους ξένους κατόχους χρέους των αμερικανικών οργανισμών (agency debt), συμπεριλαμβανομένου αυτού που είχε εκδοθεί από τις δύο «Κρατικά Υποστηριζόμενες Επιχειρήσεις», στις οποίες η αμερικανική κυβέρνηση προσπάθησε να μετριάσει τα δυσμενή αποτελέσματα.
Ο John Garper των Financial Times γράφει: «Σύμφωνα με τους πρόσφατους αριθμούς του Υπουργείου Οικονομικών, η κατοχή από ξένους του χρέους αμερικανικών οργανισμών ανήλθε από 107 δισεκατομμύρια δολάρια το 1994 σε 1.304 δισεκατομμύρια δολάρια τον περσινό Ιούλιο. Αυτή ξεπέρασε τους ρυθμούς αύξησης των ξένων αγορών Αμερικανικών κρατικών χρεογράφων (Treasury bills) και εταιρικού χρέους (corporate debt), μαζί. Πρόσφατα, εντούτοις, οι ξένοι επενδυτές είχαν αρχίσει να τρομάζουν με το χρέος των οργανισμών. Η Financial Times έγραφε τον περασμένο μήνα, επί παραδείγματι, ότι η Τράπεζα της Κίνας είχε περικόψει το άνοιγμά της στα χρέη αμερικανικών οργανισμών, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2008. Ο κ. Paulson βρέθηκε προ τετελεσμένου γεγονότος. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έπρεπε να δώσει διαβεβαιώσεις στους ξένους επενδυτές σχετικά με το χρέος των αμερικανικών οργανισμών εάν ήθελε να αποφύγει το χάος στις χρηματοοικονομικές αγορές και την κατάρρευση του δολαρίου. Η κατάσταση θυμίζει την πιστωτική κρίση στις λατινοαμερικάνικες χώρες, όπου η τελική πίεση για μια εξαγορά προήλθε από τους ξένους επενδυτές» (Business Blog -FT, 8 Σεπτεμβρίου 2008).
Με πιο απλά λόγια, ένα χρόνο μετά την έκρηξη της κρίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η ισχυρότερη καπιταλιστική χώρα στον κόσμο, έρχεται αντιμέτωπη με έναν κίνδυνο παρόμοιο με εκείνον που είχε οδηγήσει μια λατινοαμερικάνικη χώρα σαν την Αργεντινή στη χρεοκοπία το 2001!
Αν και η αμερικανική κυβέρνηση δεν είχε καμία άλλη εναλλακτική λύση από την εθνικοποίηση των Fannie και Freddie, αυτή η επιχείρηση διάσωσης δημιούργησε νέα προβλήματα. Οι αμερικάνικες περιφερειακές τράπεζες που έχουν μετοχές της Fannie Mae and Freddie Mac ύψους 36 δισεκατομμυρίων δολαρίων αναγκάζονται να διαγράψουν μεγάλος μέρος της αξίας των μετοχών τους. Τα κεφάλαια που χρησιμοποιήθηκαν για την επιχείρηση διάσωσης (περίπου 200-300 δισεκατομμύρια δολάρια) δεν επιτρέπουν μια επανάληψή της σε άλλα οικονομικά ιδρύματα σε κίνδυνο, όπως επί παραδείγματι στην πρώην μεγάλη τράπεζα επενδύσεων Lehman Brothers, η οποία αφέθηκε τελικά να χρεοκοπήσει.
Η χρεοκοπία της Lehman Brothers, η αναγκαστική πώληση της Merrill Lynch, το σαββατοκύριακο 13-14 Σεπτεμβρίου 2008, και στη συνέχεια, η επιχείρηση διάσωσης την τελευταία στιγμή της γιγάντιας ασφαλιστικής εταιρείας AIG δείξανε καθαρά ότι η παγκόσμια χρηματο-οικονομική κατάρρευση, με επικεφαλής την Αμερική, δεν σταμάτησε.
Η μεγαλύτερη εξαγορά στην ιστορία της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας δεν επέλυσε το τεράστιο πρόβλημα της υπερ-συσσώρευσης του πλασματικού κεφαλαίου, το οποίο είναι απείρως μεγαλύτερο από αυτό των δύο «Κρατικά Υποστηριζόμενων Επιχειρήσεων».
«Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει το αμερικάνικο χρηματο-οικονομικό σύστημα και η παγκόσμια οικονομία δεν παίρνουν από εύκολες ή γρήγορες λύσεις» παρατηρεί ο Larry Hatheway, οικονομολόγος στο UBS. «Το σχέδιο διάσωσης των «Κρατικά Υποστηριζόμενων Επιχειρήσεων» είναι αναγκαία αλλά μη επαρκή συνθήκη για την δημιουργία εμπιστοσύνης στον επενδυτή [...] Μετά από την αρχική αναπήδηση, υποψιαζόμαστε ότι η αποκατάσταση στις αγορές θα εξασθενίσει κάπως, καθώς οι επενδυτές θα παλεύουν με τις συνέπειες της επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης» (Financial Times, 8 Σεπτεμβρίου 2008). Αυτό ακριβώς συνέβη μετά την εξαγορά των Fannie Mae και Freddie Mac.
Οι πραγματικές συνέπειες της εξαγοράς αναδύονται τώρα και αποκαλύπτεται ότι η απειλή για τη δημοσιονομική κατάσταση των ΗΠΑ έχει επιδεινωθεί. Στις 9 Σεπτεμβρίου, η δικομματική Υπηρεσία Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO), η ανώτερη αμερικάνικη ανεξάρτητη δημοσιονομική αρχή, δήλωσε ότι οι δύο επιχειρήσεις υποθηκών «υπό προστασία» πρέπει να περιληφθούν στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Η ανακοίνωση ήρθε ως βόμβα τη στιγμή που το CBO αύξησε τη βασική εκτίμησή του για το αμερικανικό δημοσιονομικό έλλειμμα σε 407 δισεκατομμύρια δολάρια για το 2008 και στο ύψος - ρεκόρ των 438 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2009.
Κατά συνέπεια, μαζί με την αύξηση των αμερικανικών ελλειμμάτων, η ανάγκη για την χρηματοδότησή του από για ξένους επενδυτές αυξάνεται ενώ η αμερικανική δανειοληπτική ικανότητα επιδεινώνεται γοργά. Η αναλογία του συνολικού αμερικανικού χρέους ως προς το ΑΕΠ ανέβηκε από 240% το 1990 σε 340% σε 2006, μεγέθη που επιδεινώνονται με τις δραματικές εξελίξεις του 2007-2008, συμπεριλαμβανομένης της προσθήκης στο δημόσιο χρέος του παθητικού αξίας 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων των Fannie και Freddie.
Το αμερικανικό πρόβλημα της υπερχρέωσης συμπεριλαμβανομένου του κόστους της αποσόβησης της κρίσης των δυο Κρατικά Υποστηριζόμενων Επιχειρήσεων μεταφέρεται στην επόμενη διακυβέρνηση. Ανεξάρτητα εάν θα είναι κυβέρνηση του Ομπάμα ή του Μακ Κέιν, αυτή θα είναι υπονομευμένη από την αρχή με την κληρονομιά της διακυβέρνησης του Μπους Τζούνιορ: ένα υπερδιογκωμένο χρέος, γιγαντιαία ελλείμματα, και μια απειλητική χρηματοοικονομική καταστροφή, μαζί με ένα εξίσου καταστροφικό αδιέξοδο στον διεθνή «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» στη Μέση Ανατολή και την Ασία.
Η Αμερική, το ιστορικά υψηλότερο σημείο της ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού, έχει μετασχηματιστεί σε μια στρατιωτική υπερδύναμη που έχει υπερεκταθεί εκτός συνόρων και βασίζεται στην πιο υπερ-χρεωμένη, παρασιτική, και διαβρωμένη από αντιφάσεις οικονομία στον κόσμο. Το κέντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού έχει γίνει το κέντρο της κρίσης του και της αποσύνθεσής του.
Παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις ότι πρόκειται για μια κρίση που εντοπίζεται μόνο στην αμερικανική στεγαστική αγορά, που δεν θα έχει επιπτώσεις στις άλλες οικονομίες διεθνώς, ο πραγματικός παγκόσμιος χαρακτήρας της κρίσης καταδείχθηκε ήδη στις 9 Αυγούστου 2007, την αποκαλούμενη Debtonation Day, Ημέρα Έκρηξης του Χρέους, όταν σταμάτησαν όλες οι συναλλαγές μεταξύ των τραπεζών διεθνώς, καθώς η κρίση διάβαινε τους ωκεανούς. Κανένας δεν μπορεί τώρα να υποστηρίξει ότι η κρίση είναι αμερικάνικη και όχι παγκόσμια ή ότι η κρίση είναι περιορισμένη στη χρηματοοικονομική σφαίρα, αφήνοντας άθικτη την λεγόμενη «πραγματική» οικονομία. Συνοδεύει την επιβράδυνση στην παραγωγική σφαίρα. Όλες οι προβλέψεις στα ποσοστά ανάπτυξης για το 2008 και το 2009 μεταβλήθηκαν αρνητικά, στην Αμερική, την Ευρω-ζώνη και την Ιαπωνία. Το φάντασμα της επιστροφής της Μεγάλης Ύφεσης ή και μιας ακόμα χειρότερης κρίσης αιωρείται πάνω από την παγκόσμια οικονομία.
Το χρονικό μια προαναγγελθείσας καταστροφής
Η αμερικάνικη φούσκα στην αγορά ακινήτων, η έκρηξη της οποίας προκάλεσε την τρέχουσα παγκόσμια κρίση, επεκτάθηκε τερατωδώς κατά τη διάρκεια των ετών 2002-2007. Ήταν μια περίοδος υπερβολικής επέκτασης του φανταστικού κεφαλαίου, μετά από τον διεθνή οικονομικό τυφώνα του 1997-2001. Αυτός ξεκίνησε από την Ασία το 1997, για να οδηγήσει στην κατάρρευση της Ρωσίας, και του αμερικάνικου Long Term Capital Management, του μεγαλύτερου hedge fund του κόσμου το 1998, στην κατάρρευση της αμερικανικής «dot.com» οικονομίας τον Μάρτιο του 2001 που ακολουθήθηκε από ύφεση και από περαιτέρω καταρρεύσεις, όπως της Enron και της Αργεντινής στο τέλος του ίδιου χρόνου.
Για να σταματήσουν την οικονομική / πολιτική αποσταθεροποίηση που παρήχθη από αυτήν την διεθνή αναταραχή, εντάθηκε η απορρύθμιση της χρηματοοικονομικής σφαίρας και τα επιτόκια υποχώρησαν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα στην Αμερική και την Ευρώπη. Η κερδοσκοπική υπερδραστηριότητα με φτηνό χρήμα, η επέκταση των χρεών για τα οποία εγγυώνται άλλα χρέη, η ενίσχυση των γιγαντιαίων πυραμίδων των παραγώγων και η αποκαλούμενη «επανάσταση της τιτλοποίησης» στην χρηματοοικονομική σφαίρα παρήγαγαν και διέδωσαν συνολικά αναρίθμητες φούσκες, που ήταν αρχικά ένας απέραντος τομέας υπέρ-κέρδους για να αποδειχθεί τελικά ότι ήταν ένα απέραντο ναρκοπέδιο, το οποίο καλύπτει τον πλανήτη ολόκληρο. Μόνο μία από αυτές τις νάρκες ήταν η sub-prime αγορά ενυπόθηκων δανείων, που εξερράγη αφήνοντας αναρίθμητες άλλες, με περισσότερες σαρωτικές, εκρηκτικές δυνάμεις, σε άγνωστες θέσεις διεθνώς.
Η «επανάσταση» της τιτλοποίησης έχει ως δομική μονάδα των φανταστικών πυραμίδων της, τα παράγωγα. Τα παράγωγα είναι το «έσχατο φετίχ», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μαρξ για το φανταστικό κεφάλαιο στο Κεφάλαιο. Δεν έχουν καμία εγγενή αξία. Προσδιορίζουν την αξία τους είτε από άλλα πραγματικά κεφάλαια είτε από τη διαστρεβλωμένη αντανάκλαση της αξίας σε άλλα χρηματιστικά προϊόντα. «Η τιμή αγοράς τους είναι το αποτέλεσμα της κερδοσκοπικής ζήτησής τους και σε μικρότερο βαθμό, του πόσο γρήγορα τα χρηματιστικά ιδρύματα μπορούν να δημιουργήσουν τα αρχικά χρηματοοικονομικά κεφάλαιά τους (π.χ., ενυπόθηκα δάνεια) πάνω στα οποία τα παράγωγα αναπτύσσονται στη συνέχεια.. Επιπλέον, τα παράγωγα μπορούν να δημιουργηθούν πάνω από άλλα ή τα ίδια παράγωγα σε μια απεριόριστη πυραμίδα των κερδοσκοπικών χρηματοοικονομικών προσφορών. Όπως ένα πύργο από τραπουλόχαρτα, οι προσφορές μπορούν να συσσωρευθούν η μια επάνω στην άλλη, έως ότου γλιστρήσει ένα από τα χαρτιά από τη θέση του και διαλύσει και το υπόλοιπο πύργο». (Jack Rasmus, Από τη παγκόσμια οικονομική κρίση στη παγκόσμια υποχώρηση, Ζ περιοδικό Μαρτίου 2008, www.zcommunications.org/zmag/viewArticle/16736).
Η αγορά παραγώγων επεκτάθηκε από 100 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2002 σε 516 τρισεκατομμύρια δολάρια, κατά την εκτίμηση της BIS το 2007, ή 585 τρισεκατομμύρια δολάρια βάση άλλων εκτιμήσεων! Συγκριτικά, όλα τα πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται από όλες τις οικονομίες στον κόσμο ετησίως, το παγκόσμιο ετήσιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν είναι λιγότερο από 50 τρισεκατομμύρια δολάρια, και στις ΗΠΑ το ετήσιο ΑΕΠ φτάνει περίπου τα $13 τρισεκατομμυρίων. Γίνεται ξεκάθαρο ότι καμία επέμβαση από μια κεντρική τράπεζα ούτε από όλες τις τράπεζες του κόσμου συνολικά δεν θα μπορούσε ποτέ να ελέγξει την τρικυμία αυτού του ωκεανού των παραγώγων.
Η επανάσταση της τιτλοποίησης λειτούργησε διαχωρίζοντας φαινομενικά το χρέος από το ρίσκο και διασκορπίζοντας το χρέος σαν κλάσμα σε μια πυραμίδα (ή μέσω μιας σειράς πυραμίδων) των παραγώγων. Το 1998 ο συνολικός διεθνής όγκος των προσφορών σε τίτλους ανήλθε σε λιγότερο από 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Μέχρι το 2003 είχε διπλασιαστεί σε 200 δισεκατομμύρια δολάρια, το 2005 περισσότερα από 500 δισεκατομμύρια δολάρια , και είχε υπερβεί το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το 2006.
Η διασπορά του κινδύνου από την τιτλοποίηση, που χαιρετίστηκε αρχικά σαν ασφαλής προστασία καθώς αυξάνονταν ο αριθμός των δανειστών στην χρεωστική πυραμίδα, αποδεικνύεται, όμως, τώρα ότι ήτανε πολλαπλασιασμός και παγκοσμιοποίηση του κινδύνου, ο οποίος συνάμα γίνονταν όλο και περισσότερο απόκρυφος. Η αδιαφάνεια στις χρηματοοικονομικές αγορές μετασχηματίζει έναν υπολογισμένο κίνδυνο σε μια ανυπολόγιστη αβεβαιότητα. Η διασπορά του κινδύνου σε έναν ήδη αδιαφανή κόσμο της διεθνοποιημένης χρηματοδότησης δημιουργεί έναν απέραντο χώρο αβεβαιότητας, ή μάλλον το θρυλικό παγκόσμιο ναρκοπέδιο όπου κανένας δεν ξέρει πότε, που, και πόσο καταστροφικά θα εκραγεί η «νάρκη». Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα.
Σχετικά νωρίς, το 2002, ο Warren Buffet, ο πλουσιότερος επενδυτής του κόσμου, είχε αποκαλέσει τα παράγωγα «οικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής». Η προβλεπόμενη καταστροφή άρχισε να υλοποιείται όταν «γλίστρησε ένα από τα χαρτιά της τράπουλας», η αγορά ενυπόθηκων δανείων, «από τη θέση της», γκρεμίζοντας το υπόλοιπο του φανταστικού πύργου των τραπουλόχαρτων.
Η σχετική οικονομική άνοδος μετά από το 2002 στηρίχτηκε σε αυτό τον κερδοσκοπικό πύργο με τραπουλόχαρτα που υψώθηκε πάνω στον εύθραυστο άξονα ανάμεσα στην Αμερική, από την μια, με τα ελλείμματά της να διογκώνονται διαρκώς μαζί με τον παροξυσμό των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων, και, από την άλλη, την Κίνα, της οποίας τα πλεονάσματα από την ισχυρή βιομηχανική ανάπτυξη της βασισμένης στις εξαγωγές οικονομίας της, βοήθησαν να χρηματοδοτηθούν τα αμερικανικά ελλείμματα. Αυτός ο άξονας πήρε και το παρατσούκλι «η γέφυρα της Goldman Sachs στο Πεκίνο».
Δεν είναι τυχαίο ότι αναταραχές στο χρηματιστήριο της Σαγκάης τον Φεβρουάριο και Μάιο του 2007 συνέπεσαν με τα πρώτα προειδοποιητικά σημάδια ότι η φούσκα των sub-prime θα εκρήγνυτο: στις 9 Μαρτίου 2007 με την απόφαση της New Century να σταματήσει τα δάνεια και στις 12-20 Ιουνίου 2007, όταν διέκοψε η Bear Stearns τη χρηματοδότηση δύο hedge funds( βλ. John Silvia, Αντίκτυπος της πιστωτικής κρίσης στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, Wachovia Economics Group, 29 Νοεμβρίου 2007).
Μετά από τη ρήξη της φούσκας, τη διεθνή χρηματοοικονομική αναταραχή και πιστωτική ασφυξία, το νέο σοκ από τις τιμές πετρελαίου και των πρώτων υλών και την ολίσθηση στην παγκόσμια ύφεση, ο εύθραυστος άξονας της προσωρινής σταθεροποίησης του 2002-2006, υπέστη, για εκφραστούμε μετριοπαθώς, σοβαρή βλάβη…
Κρίση και εποχή
Η τρέχουσα παγκόσμια κρίση, από την προέλευση, τη φύση, την κλίμακα και τη δυναμική της δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν συγκυριακή ή κυκλική. Είναι μια εκρηκτική εκδήλωση των άλυτων παγκοσμιοποιημένων αντιφάσεων του καπιταλισμού στην εποχή της προχωρημένης ιστορικής παρακμής του. Προκύπτει από την ιστορία και τη λογική του κεφαλαίου και πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο αυτής της ιστορίας και λογικής, για να κατανοηθεί αποτελεσματικά.
Ο Alan Greenspan μιλά για τη «χειρότερη κρίση από το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου». Ο George Soros πηγαίνει πιο πίσω στο παρελθόν και την αποκαλεί την «χειρότερη κρίση από το 1929». Και οι δύο εκπρόσωποι του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου, μετρούν την κρίση με το μέτρο δύο σημαντικότατων ορόσημων της εποχής μας.
Το κραχ του 1929 ήταν μια βίαιη υπενθύμιση της κοσμοϊστορικής αλλαγής εποχής που σημαδεύτηκε από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τη σοσιαλιστική Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία. Η μεταπολεμική οικονομική και πολιτική επανασταθεροποίηση ενάντια σε μια διεθνή επέκταση της επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη βασίστηκε πάλι στην πλαστή καπιταλιστική επέκταση και υπερχρέωση της Ευρώπης στη νέα αναδυόμενη ιμπεριαλιστική υπερδύναμη, την Αμερική. Αλλά η επιστροφή στον προπολεμικό κανόνα του χρυσού, το διεθνές νομισματικό σύστημα της εποχής της καπιταλιστικής ανόδου, ενός άλλου ιστορικού σταδίου καπιταλιστικής ανάπτυξης, είχε καταστροφικά αποτελέσματα που οδήγησαν στη συντριβή της Γουώλ Στρητ, τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του '30, και τελικά στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Ο ιμπεριαλισμός, όπως ο Λένιν και ο Τρότσκι έχουν πει σωστά, δεν είναι απλά μια πολιτική αλλά μια εποχή, δεν είναι απλά ένας στρατιωτικός επεκτατισμός μιας καπιταλιστικής δύναμης αλλά το υψηλότερο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, η εποχή της παρακμής του.
Ο Κέϋνς και ο κεϋνσιανισμός συνειδητοποίησαν την αλλαγή εποχής και επέμειναν, ήδη κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής των Βερσαλλιών, ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός χρειάζεται μια νέα οικονομική στρατηγική για να αντιμετωπίσει την πρόκληση που αντιπροσωπεύει η εποχή που άνοιξε η σοβιετική επανάσταση του 1917. Οι πολιτικές που υποστηρίχτηκαν από τον Κέϋνς εισήχθησαν πρώτα από τον Φραγκλίνο Ρουσβελτ και το New Deal για την αντιμετώπιση της καταστροφής στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατόπιν, μετά από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο - το ορόσημο που αναφέρθηκε από τον Γκρίνσπαν - ο κεϋνσιανισμός εφαρμόστηκε διεθνώς στα πλαίσια της συμφωνίας του Bretton Woods.
Αυτή η συμφωνία αντανακλούσε - αλλά όχι μόνο - το γεγονός ότι η Αμερική είχε αναδυθεί ως η ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη στον μεταπολεμικό κόσμο, με τα δύο τρίτα των αποθεμάτων του παγκόσμιου χρυσού να βρίσκονται συσσωρευμένα στο Θησαυροφυλάκιό της, πράγμα που της επέτρεψε να καθιερώσει ένα νέο διεθνές νομισματικό σύστημα, τον κανόνα χρυσού-δολαρίου, βασισμένο στη σταθερή μετατρεψιμότητα του αμερικανικού δολαρίου σε χρυσό. Κυρίως, όμως, η συμφωνία του Μπρέττον Γουντς ήταν μια ιστορική υποχώρηση μπροστά στην ανανεωμένη δύναμη της διεθνούς και ευρωπαϊκής εργατικής τάξης και στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στις αποικίες. Αντανακλούσε τον αλλαγμένο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, με την εργατική τάξη της Ευρώπης, να έχει ξεπεράσει τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της ήττας της από τον φασισμό και το ναζισμό στην προπολεμική περίοδο, και να αναδύεται δυναμικά, ακόμα και οπλισμένη, στα μαζικά αντιφασιστικά αντιστασιακά κινήματα, απαιτώντας μια ριζική κοινωνική αλλαγή και όχι μια επιστροφή στην αθλιότητα που επικρατούσε την προηγούμενη δεκαετία. Ο σταλινισμός και η ταξική συνεργασία του Κρεμλίνου με τους ιμπεριαλιστές συμμάχους για να επιβάλουν τη διεθνή τάξη του χωρισμού της Ευρώπης με τη συμφωνία της Γιάλτας και του Πότσνταμ, αφόπλισε τους αντάρτες στην Ιταλία και τη Γαλλία και, στην περίπτωση της Ελλάδας, οδήγησε σε μια συντριπτική ήττα τους μαχητές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού. Ο ρόλος του σταλινισμού ήταν κρίσιμος στο να παρέχει τους πολιτικούς όρους της δυνατότητας ύπαρξης του πλαισίου για τη συμφωνία του Bretton Woods. Από την άλλη πλευρά, χωρίς τις κεϋνσιανές παραχωρήσεις και την ενίσχυση του κράτους κοινωνικής πρόνοιας οποιαδήποτε προσπάθεια επιστροφής στις προπολεμικές καπιταλιστικές πολιτικές ή στο χρυσό κανόνα ήταν αδύνατη και μη αποδεκτή. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες επαναστατικές εκρήξεις και όχι στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική επανασταθεροποίηση στη γηραιά ήπειρο όπου γεννήθηκε ο παγκόσμιος καπιταλισμός, μια απαραίτητη προϋπόθεση-όρο για το μέλλον της ίδιας της Αμερικής.
Μια πρωτοφανής καπιταλιστική επέκταση συνεχίστηκε στα επόμενα "Τριάντα Λαμπρά Έτη", στη βάση του διεθνοποιημένου κεϋνσιανισμού, που οδήγησε τελικά και αδυσώπητα σε μια εξίσου πρωτοφανή κρίση υπερπαραγωγής του κεφαλαίου και η οποία κατάστρεψε το πλαίσιο της συμφωνίας του Bretton Woods στο τέλος της δεκαετίας του '60, αρχές του '70. Η κατάρρευση της μεταπολεμικής συμφωνίας συνοδεύτηκε με μια διεθνή επαναστατική άνοδο που κράτησε περισσότερο από μια δεκαετία: τα κινήματα για τα δικαιώματα των Μαύρων αλλά και τα αντιπολεμικά κινήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, το φοιτητικό κίνημα στη Γερμανία, ο Μάης του '68 στη Γαλλία, η Άνοιξη της Πράγας, το «καυτό φθινόπωρο» στην Ιταλία, το Μεξικό, το Κορντομπάσο στην Αργεντινή αλλά και άλλους επαναστατικούς αγώνες σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική, η πορτογαλική επανάσταση, η πτώση των δικτατοριών στη νότια Ευρώπη, ο θρίαμβος της βιετναμέζικης επανάστασης, και αργότερα η επαναστατική συντριβή των καθεστώτων του Σομόζα στη Νικαράγουα και του Σάχη στο Ιράν. Όλα αυτά συνιστούσαν μια φοβερή επανάκαμψη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Οι ακόμα ισχυρές σταλινικές γραφειοκρατίες και η σοσιαλδημοκρατία έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εκτροχιάσουν τα επαναστατικά κινήματα, τα οποία ήταν ακόμα ανώριμα και χωρίς ανεξάρτητα, ισχυρά και πεπειραμένα επαναστατικά κόμματα. Η επαναστατική παλίρροια υποχώρησε και δημιουργήθηκαν οι όροι για τον καπιταλισμό να δοκιμάσει και να βρει μιαν άλλη στρατηγική επιβίωσης του.
Αυτή η στρατηγική συνδέθηκε με τη στροφή στην απορρύθμιση, στην ελευθερία κυκλοφορίας του κεφαλαίου, στην παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών, που συνδυάστηκε με μια συστηματική εκστρατεία ιδιωτικοποιήσεων και καταστροφής του κράτους κοινωνικής πρόνοιας και όλων των κοινωνικών κατακτήσεων της εργατικής τάξης, που άρχισε από το τέλος της δεκαετίας του '70 και συνεχίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του '80, από τα καθεστώτα της Θάτσερ και του Ρέιγκαν.
Η χρηματιστική παγκοσμιοποίηση έδινε μια διέξοδο στο λιμνάζον πλεονάζον κεφάλαιο. Ήταν επίσης και μια πολιτική στρατηγική για να διασκορπίσει την επαναστατική απειλή που προέκυψε από το τέλος της μεταπολεμικής σταθερότητας. Έσπειρε την κοινωνική ερήμωση στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, δημιούργησε τριτοκοσμικές συνθήκες, εκατομμύρια χρόνιους ανέργους και νέα γκέτο κοινωνικού αποκλεισμού στις μητροπολιτικές χώρες και τις μεγαλουπόλεις, εμβάθυνε τερατωδώς την κοινωνική ανισότητα μέσω της αύξησης των ποσοστών της εκμετάλλευσης σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, χρησιμοποιώντας επίσης τη μεταφορά του πλεονάσματος στα χέρια μιας μικροσκοπικής παρασιτικής μειονότητας, μιας οικονομικής ολιγαρχίας, για την διεξαγωγή των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων της. Δεν δόθηκε, όμως, καμία πραγματική λύση στις συσσωρευμένες συστημικές αντιφάσεις. Η χρηματιστική παγκοσμιοποίηση παγκοσμιοποίησε αυτές τις αντιφάσεις. Η κρίση υπερπαραγωγής του παραγωγικού κεφαλαίου επιδεινώθηκε με μια κρίση υπερσυσσώρευσης του φανταστικού κεφαλαίου. Υπήρξε μια διευρυμένη αναπαραγωγή όλων των πλευρών μιας επερχόμενης καπιταλιστικής κρίσης: υπερπαραγωγή, δυσαναλογία ανάμεσα στους τομείς και κλάδους, υποκατανάλωση, τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Εάν μια πυραμίδα 500 τρισεκατομμυρίων δολαρίων από τα φανταστικά παράγωγα έχει ως υλική βάση 50 τρισεκατομμύρια δολάρια του παγκόσμιου ΑΕΠ, αυτή η αβυσσαλέα διαφορά παράγει τεράστια αστάθεια στην παγκόσμια οικονομία.
Η δομική αστάθεια που επιδεινώθηκε από την επέκταση του πλασματικού κεφαλαίου οδήγησε σε υποτροπιάζοντα διεθνή οικονομικά εμφράγματα του παγκόσμιου συστήματος: την «κρίση της τεκίλας» του μεξικάνικου και λατινοαμερικάνικου χρέους στη δεκαετία του '80, το κραχ του 1987, το κραχ στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού το 1997 που ακολουθήθηκε από τη διεθνή αναταραχή του 1997-2001.
Αυτό το τελευταίο ξέσπασμα της κρίσης επαναβεβαίωσε τα εσωτερικά όρια της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης. Προκάλεσε κάθε είδους αναταραχές, εντατικοποίησε τις συγκρούσεις μεταξύ των τάξεων και των κρατών, έφερε νέες μορφές ριζοσπαστικοποίησης που εμφανίστηκαν σε μια σειρά εξεγέρσεων, στο Σιάτλ και τη Γένοβα, στη δεύτερη Ιντιφάντα και το Aργεντινάσο. Η καινούργια διεθνής ιμπεριαλιστική πολεμική εξόρμηση μετά από την 11η Σεπτεμβρίου, από την μια πλευρά, και η ενίσχυση της τεράστιας φούσκας από την πιστωτική επέκταση και την κερδοσκοπία στην αγορά παραγώγων που απόκτησε κολοσσιαίες διαστάσεις, από την άλλη, ήταν οι δύο πλευρές της αντεπίθεσης του παγκόσμιου καπιταλισμού στην προσπάθειά του να βρει διέξοδο. Η αποτυχία του ιμπεριαλισμού και στα δύο, στα πολεμικά μέτωπα του κατεχόμενου Ιράκ και του Αφγανιστάν, καθώς επίσης και στο οικονομικό μέτωπο με την καταστροφή του 2007-2008, εκφράζει την εξάντληση ολόκληρης της περιόδου της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στην παγκόσμια ιστορία.
Καπιταλιστική κρίση, Κίνα και Ρωσία
Από τον πόλεμο της ιμπεριαλιστικής επέμβασης μετά από την Οκτωβριανή επανάσταση έως τη ναζιστική επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και μέχρι τον Ψυχρό Πόλεμο -ο παγκόσμιος καπιταλισμός είχε σαφή στόχο και προσδοκία να υπερνικήσει την παρακμή του που γεννά ολοένα και πιο καταστροφικές κρίσεις, παρά τις προσωρινές περιόδους σταθεροποίησης και επέκτασης του, μέσω της επανακατάκτησης όλου του χαμένου χώρου όπου το κεφάλαιο απαλλοτριώθηκε μετά το 1917 και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Τριάντα έτη μετά από τη στροφή στην πολιτική υπέρ της αγοράς από την Κίνα του Ντενγκ Χσιάο Πιγκ και, προ πάντων, μετά είκοσι έτη σχεδόν από την κατάρρευση του σταλινισμού, την ενδόρρηξη της Σοβιετικής Ένωσης και τη στροφή στην καπιταλιστική παλινόρθωση, είναι περισσότερο από προφανές ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός όχι μόνο δεν βρήκε ξανά τα νιάτα του αλλά κι αντιμετωπίζει, ιδιαίτερα τώρα, τη χειρότερη κρίση του από το 1929. Τα απαραίτητα συμπεράσματα πρέπει να εξαχθούν από τα ίδια τα ιστορικά δεδομένα.
Οι προσδοκίες ότι η ανάπτυξη της Κίνας θα μπορούσε να δώσει μια διέξοδο από την τρέχουσα ολίσθηση στη παγκόσμια ύφεση είναι φαντασιώσεις. Αντίθετα, είναι η μετάβαση από τη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση και την πιστωτική ασφυξία στην Ύφεση, αυτή που μπορεί να οδηγήσει σε έκρηξη όλες τις συσσωρευμένες αντιφάσεις στην κινεζική οικονομία και κοινωνία, με ανυπολόγιστες παγκόσμιες επιπτώσεις.
Η κινέζικη ανάπτυξη είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές. Δεν μπορεί να προκαλέσει καμία ανάκαμψη πουθενά αλλού, δεδομένου ότι η παγκόσμια ανάπτυξη επιβραδύνεται, η ζήτηση για τα κινεζικά αγαθά θα τείνει ή να λιμνάσει ή να κατρακυλήσει. Η κινεζική ανάπτυξη, που ήταν τα προηγούμενα χρόνια «το εργαστήριο του κόσμου», είναι βασισμένη στον κανιβαλισμό των τομέων εκείνων όπου η κινεζική επανάσταση είχε απαλλοτριώσει το κεφάλαιο (κρατικές επιχειρήσεις, κρατικό τραπεζικό σύστημα) για να ωθήσει μια οικονομία που βασίζεται στις εξαγωγές στην παγκόσμια αγορά, και δεν εξαρτάται από την τοπική ζήτηση ούτε αποζητά το τοπικό κέρδος στην εγχώρια αγορά. Η ισχυρή καπιταλιστική ανάπτυξη προωθείται στηριγμένη σε μη-καπιταλιστικές υποδομές (π.χ. τα δάνεια παρέχονται από τις κρατικές τράπεζες χωρίς καπιταλιστικά κριτήρια), και σε τελευταία ανάλυση, βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση μιας φτηνής και απέραντης εργατικής δύναμης, που πειθαρχείται κάτω από ένα σταλινικό καθεστώς, για λογαριασμό του παγκόσμιου κεφαλαίου.
Η πρόσδεση του κινεζικού γιουάν στο αμερικανικό δολάριο συσσωρεύει πληθωριστικές πιέσεις σε μια υπερθερμασμένη οικονομία, με υπέρ- επενδύσεις, υπέρ-κερδοσκοπία στον χρηματοοικονομικό τομέα, και μια κοχλάζουσα κρίση του κρατικού τραπεζικού συστήματος.
Οι κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των βιομηχανικών παράκτιων ζωνών που είναι ανοικτές στην παγκόσμια αγορά και της αγροτικής ενδοχώρας, τροφοδοτούν τα ασταμάτητα κύματα της εσωτερικής μετανάστευσης στις πόλεις, τον αγροτικό αναβρασμό, τις συνεχείς εξεγέρσεις των αγροτών και τις άγριες απεργίες των εργατών. Οποιαδήποτε πτώση του ποσοστού ανάπτυξης κάτω από 10% προσθέτει εκατοντάδες εκατομμύρια στις στρατιές των ανέργων και δημιουργεί επιπρόσθετο εκρηκτικό υλικό για τις επερχόμενες αναταραχές. Η κυβερνώσα ελίτ του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας διχάζεται μεταξύ δύο γραμμών: μιας γραμμής για την ανεμπόδιστη συνέχιση της αναπτυξιακής πολιτικής, παρά την υπερθερμασμένη οικονομία, ώστε να αποφευχθούν οι κοινωνικές αναταραχές και της νέας, επίσημης γραμμής που υπαγορεύει την «στροφή προς την δυτική Κίνα» και την «εναρμόνιση», μιας πολιτικής για την μείωση των ανισοτήτων, με μια βαθμιαία μεταφορά βιομηχανιών (ιδιαίτερα των κλωστοϋφαντουργικών) από τις ακτές στην αγροτική ενδοχώρα και την επανασυγκεντροποίηση του κράτους, χτυπώντας τις υπερεξουσίες και την διαφθορά των τοπικών μανδαρίνων και πιθανών πολέμαρχων.
Αλλά η ενσωμάτωση της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ενός οργανισμού σε κρίση μετά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων της Ντόχα) και η πολιτική του ανοίγματός της στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, την καθιστούν ιδιαίτερα τρωτή. Την ίδια στιγμή και οι δύο στρατηγικές γραμμές των γραφειοκρατών κυβερνητών της, είναι πλήρως αναποτελεσματικές. Ένα σημάδι για την έλευση των νέων χρόνων είναι χαρακτηριστικό: κατά τη διάρκεια του 2007, το χρηματιστήριο της Σαγκάης ήταν το επιτυχέστερο σε όλη την Ασία. Τον Σεπτέμβριο του 2008 είχε χάσει όλα τα κέρδη του περασμένου χρόνου και έγινε η χειρότερη ασιατική χρηματιστική αγορά…
Η καπιταλιστική παλινόρθωση δεν είναι ένα ήδη δεδομένο, στατικό γεγονός που καθορίζεται από ένα σύνολο τυπικών κριτηρίων, ούτε μια ειρηνική, γραμμική διαδικασία. Είναι τοποθετημένη, μαζί με όλες τις ιδιαίτερες εσωτερικές αντιφάσεις της, μέσα στο γενικό ιστορικό πλαίσιο του παρακμασμένου παγκόσμιου καπιταλισμού σε κρίση. Το πρόγραμμα της Συντονιστικής Επιτροπής για την Επανίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς το 2004 πολύ σωστά υπογράμμισε την κεντρικότητα που αποκτά, στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, η αλληλεπίδραση μεταξύ της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και της διαδικασίας καπιταλιστικής παλινόρθωσης, προκαλώντας κάθε είδους περιπλοκές κι αναταραχές. Η πιο πρόσφατη, αλλά όχι η τελευταία, επιβεβαίωση αυτής της εκτίμησης είναι ο πόλεμος δι' αντιπροσώπου μεταξύ της Ρωσίας και των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών στον Καύκασο. (βλέπε Aπόφαση του Βαλκανικού Σοσιαλιστικού Κέντρου «Κριστιάν Ρακόφσκυ», στις 24 Αυγούστου 2008).
Η πρώτη περίοδος της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Ρωσία, που αρχίζει από το «τη θεραπεία σοκ» του ΔΝΤ και του Γκαϊντάρ υπό τον Γέλτσιν και συνδυάζεται με τη μεγαλύτερη κλοπή της δημόσιας ιδιοκτησίας στην ιστορία, με τα δύο κύματα ιδιωτικοποιήσεων, με το μοίρασμα «vouchers» και με την «ανταλλαγή μετοχών των επιχειρήσεων με δάνεια στις κρατικές τράπεζες», κατέληξε στο χρεοστάσιο της Ρωσίας τον Αυγούστου 1998. Επί Γιέλτσιν, η κοινωνική δυστυχία εξαπλώθηκε και ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής καταστράφηκε, η χώρα αποσυντέθηκε σε κομμάτια που λεηλατούνταν κατά νεο-αποικιακό τρόπο από τους ληστές του ξένου κεφαλαίου σε συνεργασία με τους ολιγάρχες και τους τοπικούς γκάνγκστερς του κυβερνώντος συμπλέγματος κρατικής γραφειοκρατίας και Μαφίας.
Ο βοναπαρτισμός του Πούτιν αναδύθηκε μετά από την κρίση του 1998 και την αναγκαστική αποχώρηση της εγκληματικής οικογένειας Γιέλτσιν, για να επανασυγκεντροποιήσει τη χώρα και να επανεθνικοποιήσει στρατηγικούς τομείς της οικονομίας κάτω από μια ισχυρή κρατική αρχή που την διακυβερνούν οι σιλόβικι (ασφαλίτες) της FSB/KGB, αντισταθμίζοντας τις εξωτερικές ιμπεριαλιστικές πιέσεις και τις εσωτερικές φυγόκεντρες δυνάμεις, διαδραματίζοντας τον ρόλο του διαιτητή μεταξύ του κράτους και των ιδιωτικών συμφερόντων σε μια υβριδική οικονομία, μεταξύ των περιφερειών και του κέντρου στο Κρεμλίνο και μεταξύ των αντίθετων κοινωνικών στρατοπέδων, της ανερχόμενης νεοαστικής τάξης και της εργατικής τάξης. Εκμεταλλεύθηκε τις αμοιβαίες αδυναμίες των αντίθετων κοινωνικών δυνάμεων. Από την μια μεριά, η πολύ πλούσια ελίτ των « Νόβιυ Ρούσκι» («Νεορώσων") που της λείπει ακόμα η οργανική συνοχή, κινείται στην κατεύθυνση να γίνει μια νέα εθνική ή/ και κομπραδόρικη αστική τάξη. Από την άλλη μεριά, η εργατική τάξη αγωνίζεται να επιζήσει, κοινωνικά ακόμα εξατομικευμένη και χωρίς κατάλληλη πολιτική οργάνωση και προσανατολισμό, αλλά έχοντας ακόμα ένα ιδιαίτερο κοινωνικό βάρος στην παραγωγή και στην επιβίωση σοβιετικών σχέσεων και παραδόσεων.
Το κράτος συνέχισε να ακολουθεί έναν στόχο στον οποίο οι φιλελεύθεροι είχαν αποτύχει: την προώθηση και εγκαθίδρυση καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Από αυτήν τη σκοπιά, η μετασοβιετική Ρωσία είναι ένα αστικό κράτος - με την ιδιαιτερότητα, όμως, πως αυτό το κράτος προήλθε από τα ερείπια του πρώτου εργατικού κράτους, με την μακροχρόνια παράδοση και τα κατάλοιπα από μια διαδικασίας ζωής κάτω από μη καπιταλιστικούς όρους - μια μοναδική ιδιαιτερότητα στην ιστορία. Το βοναπαρτιστικό κράτος του Πούτιν προωθεί ταυτόχρονα και τις δύο αυτές πλευρές, και τη νοσταλγία για την Σοβιετική Ένωση και τις εθνικιστικές προσδοκίες της αστικής τάξης να γίνει η Ρωσία μια νέα παγκόσμια υπερδύναμη. Παρουσιάζει τον εαυτό του τόσο ως προστάτη του λαού ενάντια στα αρπακτικά των διαφόρων ελίτ, βελτιώνοντας το βιοτικό επίπεδό του από το επίπεδο της εξαθλιωτικής φτώχειας, που ο Γιέλτσιν είχε επιβάλει στη δεκαετία του '90, όσο και ως και χορηγό ευκαιριών πλουτισμού στην αναπτυσσόμενη αστική τάξη, στο τμήμα της εκείνο που είναι έτοιμο να εργαστεί κάτω από την επιτήρηση της KGB/FSB σε μια αμοιβαία κερδοφόρα συνεργασία με το Κρεμλίνο.
Η θεαματική άνοδος της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου το 2000-2008 παρείχε στο κράτος το απαραίτητο εισόδημα για να εκπληρώσει τον εξισορροπητικό αυτό ρόλο του. Τα κρατικά κεφάλαια από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι περισσότερα από το μισό εθνικό εισόδημα της χώρας, πολύ περισσότερα από όλες τις άλλες επιχειρήσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές μαζί. Η κρατική επιχείρηση Γκαζπρόμ υπό τον έλεγχο της FSB είναι το πραγματικό αφεντικό της χώρας.
Τα κεφάλαια από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο χρησιμοποιήθηκαν για να πληρωθεί όλο το εξωτερικό χρέος και να συσσωρευτούν τα πλεονάσματα στο Ταμείο Σταθεροποίησης. Λίγα έγιναν στην αναδόμηση της υποδομής ή στις απαρχαιωμένες, μη ανταγωνιστικές με τους διεθνείς όρους, βιομηχανίες χαμηλής παραγωγικότητας, με εξαίρεση την τεχνολογικά προηγμένη στρατιωτική βιομηχανία.
Η ανάπτυξη ενός ισχυρού, αυταρχικού κράτους για να αντισταθεί στην αποσύνθεση κάτω από τις ξένες πιέσεις και την εσωτερική χαμηλή παραγωγικότητα, απορροφώντας το μέγιστο μέρος του πλεονάσματος αποτελεί ένα σταθερό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιστορικής ανάπτυξης της Ρωσίας. Αλλά ο ταξικός χαρακτήρας της διαφέρει ανάλογα με την κοινωνική μορφή με την οποία αυτό το πλεόνασμα αντλείται από τους άμεσους παραγωγούς: κάτω από τους Τσάρους, η μορφή αυτή ήταν η φεουδαλική γαιοπρόσοδος· στη σοβιετική εποχή, το πλεόνασμα παράγονταν (και κακοδιαχειριζότανε από τον σταλινισμό) στη βάση των σχέσεων εθνικοποιημένης ιδιοκτησίας· στη μετα-σοβιετική Ρωσία υπό τον Πούτιν το πλεόνασμα προέρχεται κυρίως από τον κρατικό έλεγχο στην παραγωγή πρώτων υλών, έναν ιδιαίτερο τομέα σε μια μεταβατική οικονομία όπου ο νόμος της αξίας δεν έχει ακόμα καθιερωθεί καθολικά δίνοντας την κοινωνική μορφή της υπεραξίας στο υπερπροϊόν. Η υπερτροφική ισχυρή κρατική δομή ανορθώνεται πάνω σε μια αδύνατη κοινωνική βάση, όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις χρειάζονται ακόμα εξωοικονομική βία για την αναπαραγωγή τους.
«Η πραγματικότητα είναι ότι η οικονομία έχει ανοικοδομηθεί σε έναν μοναδικό στυλοβάτη, την ενέργεια», τονίζουν οι Financial Times (10 Σεπτεμβρίου 2008). «Οι τράπεζες και οι κεφαλαιαγορές της είναι αδέξιες και ανεπαρκείς. Η εγχώρια αγορά ήταν ανίκανη να προχωρήσει όταν η ξένη πίστωση έχει στεγνώσει».
Ο οικονομικός στυλοβάτης της βοναπαρτιστικής πολιτικής εξουσίας του Πούτιν είναι πράγματι μόνον η ενέργεια. Αυτό είναι η πηγή δύναμης αλλά και ευπάθειάς της.
Η έκρηξη της παγκόσμιας κρίσης οξύνει τις αντιφάσεις μεταξύ του ισχυρού κράτους και της αδύνατης κοινωνικής οικονομικής βάσης.
Υπάρχει ένας αυξανόμενος πληθωρισμός που χτυπά όλο και περισσότερο τα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ρουβλιού υπολογίζεται σε σχέση με ένα καλάθι ξένων νομισμάτων, σύμφωνα με την εισροή του εισοδήματος κυρίως από τις εξαγωγές πετρελαίου, αλλά δεν έχει μια εσωτερική χρηματική-εμπορευματική βάση, όπως συμβαίνει με τα άλλα νομίσματα σε όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες που ρυθμίζονται από το νόμο της αξίας.
Η διεθνής πιστωτική ασφυξία που άρχισε πέρυσι, χτυπά τώρα την Ρωσία στα σοβαρά, δημιουργώντας μια οξύτατη δανειστική κρίση. Η πτώση του χρηματιστηρίου της Μόσχας και η μαζική έξοδος του ξένου κεφαλαίου επιταχύνθηκαν μετά από τον πόλεμο στη Γεωργία αλλά όλα αυτά είχαν ήδη αρχίσει από πριν. Το χρηματιστήριο άρχισε ήδη από τον Μάιο του 2008 να πέφτει, επίσης έπεσε τον Ιούλιο, μετά από τις απειλές του Πούτιν για «εκκαθάριση» ένας από τους δισεκατομμυριούχους- επιχειρηματίες της Ρωσίας, ιδιοκτήτη μιας επιχείρησης, με έδρα την Νέα Υόρκη, που παράγει άνθρακα και ατσάλι, την Mechel, και, φυσικά, με την έκρηξη του πολέμου στον Καύκασο. Η σχετική πτώση της τιμής του πετρελαίου και η ενίσχυση του αμερικανικού δολαρίου άνοιξαν τις πύλες σε μια κρίση ρευστότητας, που θα έχει επιπτώσεις στους ολιγάρχες, ιδιαίτερα εκείνους που είναι ήδη δεσμευμένοι σε μια επεκτατική δραστηριότητα και που συναντούν οριακές κλήσεις αποπληρωμής των χρεών τους, χωρίς να έχουν τα απαραίτητα κεφάλαια σε μετρητά. Καθώς δανείστηκαν με εχέγγυα τα μερίσματά τους, πρέπει να ρευστοποιήσουν τις μετοχές τους στο χρηματιστήριο της Μόσχας για να πληρώσουν, ρίχνοντας τον δείκτη στην άβυσσο.
Ένας ανώτερος τραπεζίτης στη Μόσχα αναγκάστηκε να πει: «Κανένας δεν ήταν έτοιμος για την έλλειψη ρευστού, μιας και αυτή εμφανίστηκε τόσο γρήγορα [...] έτσι που κανένας δεν έχει χρήματα. Η χώρα έχει όλα αυτά τα μετρητά αλλά το τραπεζικό σύστημα και οι κεφαλαιαγορές δεν είναι ιδιαίτερα καλές στο να τα διαθέσουν. Υπάρχει ένας κατακλυσμός ρευστότητας στον κρατικό τομέα και ξηρασία στον ιδιωτικό τομέα». (Financial Times, 9 Σεπτεμβρίου 2008, η υπογράμμιση δική μας). Η αντίφαση σε αυτήν την υβριδική οικονομία δεν θα μπορούσε να είναι οξύτερη.
Ο Πρόεδρος Mεντβέντιεφ έχει υποσχεθεί να χρησιμοποιήσει την κρατική περιουσία για να υποστηρίξει τις χρηματοοικονομικές αγορές αλλά αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι: εάν τα κρατικά κεφάλαια στηρίξουν τις χρηματοοικονομικές αγορές, τότε το κράτος θα χρηματοδοτήσει ξένους επενδυτές και θα χάσει ένα μεγάλο μέρος της σχετικής αυτονομίας του, που κέρδισε τα τελευταία 8 χρόνια, εάν, πάλι, αφήσει τις αγορές να καταρρεύσουν, η μαζική φυγή των κεφαλαίων θα ανατρέψει τον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο ο Πούτιν είχε υποσχεθεί «ευημερία σε μια αναγεννημένη Ρωσία».
Κατά συνέπεια «η Ρωσία αντιμετωπίζει τη χειρότερη κρίση της από την κατάρρευση του Αυγούστου του 1998», σύμφωνα με τη Catherine Belton, ανταποκρίτρια στη Μόσχα για τους Financial Times (9 Σεπτεμβρίου 2008, υπογράμμιση δική μας).
Η ιστορία κάνει έναν πλήρη κύκλο και επιφυλάσσει μεγάλες εκπλήξεις.
Το νέο κύμα της παγκόσμιας επανάστασης και η Διεθνής
Μια νέα περίοδος γενικευμένης αποσταθεροποίησης και καθεστωτικών κρίσεων, οξυμένων κοινωνικών και εθνικών συγκρούσεων, πολέμων και εξεγέρσεων έχει ξεκινήσει διεθνώς, από την τωρινή καλπάζουσα επιδείνωση στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση.
Η επαναστατική φύση της μεταβατικής εποχής που ζούμε, έρχεται πάλι στην πρώτη γραμμή και θέτει νέες προκλήσεις σε όλες τις δυνάμεις που βρίσκονται σε σύγκρουση. Η έκβαση δεν προκαθορίζεται, δεν υπάρχει καμία γραμμική και αυτόματη σχέση μεταξύ κρίσης και επανάστασης αλλά μια διαλεκτική σχέση. Το να συλλάβουμε επαρκώς τη διαλεκτική της εποχής μας είναι ένας στρατηγικός στόχος. Καταρχήν, πρέπει να αποφύγουμε την ιστορική αμνησία και τον αντιθεωρητικό εμπειρισμό.
Η εποχή μας σημαδεύτηκε από το πρώτο κύμα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ένα κύμα που νικήθηκε, αφήνοντας το πρώτο εργατικό κράτος, απομονωμένο κάτω από τεράστιες ιμπεριαλιστικές πιέσεις, θύμα τελικά μιας μετεπαναστατικής θερμιδωριανής γραφειοκρατίας που σφετερίστηκε την πολιτική εξουσία του σοβιετικού προλεταριάτου.
Ένα δεύτερο κύμα της παγκόσμιας επανάστασης ακολούθησε το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου αλλά το σταμάτησε η ταξική συνεργασία του σταλινισμού με τους ιμπεριαλιστές, και η συμφωνία του Bretton Woods, των κεϋνσιανών παραχωρήσεων.
Ένα τρίτο επαναστατικό κύμα προέκυψε με την κατάρρευση του οικοδομήματος του Bretton Woods το 1968-1973 αλλά, πάλι, εκτονώθηκε από τους ακόμα ισχυρούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και έπειτα από τη νεοφιλελεύθερη αντεπίθεση και τη χρηματιστική παγκοσμιοποίηση.
Τώρα, μια νέα ιστορική κατάσταση διαμορφώνεται: ο σταλινισμός έχει καταρρεύσει οριστικά, η σοσιαλδημοκρατία έχει γίνει όμοια με τον χρεοκοπημένο νεοφιλελευθερισμό και έχει δυσφημισθεί, ενώ μια νέα γενεά έρχεται στην αρένα της ταξικής πάλης· από την άλλη, η χρηματιστική παγκοσμιοποίηση έχει εξαντληθεί και φέρνει την ανθρωπότητα αντιμέτωπη με τη χειρότερη καπιταλιστική κρίση από το 1929. Το τέταρτο κύμα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης έρχεται!
Χρειάζεται συνειδητή προετοιμασία του προγράμματός του, της στρατηγικής του και της τακτικής του, της επαναστατικής οργάνωσής του.
Όλη η εμπειρία του τελευταίου αιώνα καταδεικνύει ότι η θεωρία της διαρκούς επανάστασης είναι ιστορικά δικαιωμένη και αναντικατάστατη. Ο Τρότσκι είχε αναλύσει τις τρεις πλευρές της: τη μετάβαση από τη δημοκρατική στην σοσιαλιστική επανάσταση, τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου, τη μετάβαση από την εθνική στην διεθνή επανάσταση.
Αυτές οι τρεις πλευρές είναι απολύτως αναγκαίες και πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη και τη νέα εμπειρία:
α. Δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε ανάπτυξη της επαναστατικής προοπτικής και οργάνωσης χωρίς να αρχίζουμε από την μια επίκαιρη πάντα κι ανανεωμένη διαλεκτική-ιστορική υλιστική ανάλυση της παγκόσμιας οικονομίας, της πολιτικής και της ταξικής πάλης.
β. Η πραγματική σχέση μεταξύ της πάλης για την εργατική εξουσία, δηλ. την δικτατορία του προλεταριάτου, και του παγκόσμιου σοσιαλισμού από την μια και της δημοκρατίας από την άλλη πρέπει επανακαθοριστεί σαφώς, χαράσσοντας μια αυστηρή διαχωριστική γραμμή των επαναστατών ενάντια στην επικρατούσα φιλελεύθερη ή δημοκρατίζουσα αριστερά και την κεντροαριστερά.
γ. Ο επαναστατικός μετασχηματισμός της μεταβατικής κοινωνίας μετά από την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τα Συμβούλιά της, πρέπει να λάβει υπόψη την εμπειρία των προηγούμενων επαναστάσεων, καταρχήν της Οκτωβριανής επανάστασης και της γραφειοκρατικοποίησής της. Η επανάσταση πρέπει να είναι διαρκής για να επιτύχει τον μαρασμό του κράτους, όλων των εξουσιαστικών σχέσεων, του νόμου της αξίας και των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, για να γίνει πραγματικότητα η δημιουργία ενός νέου ανθρώπου και ενός πραγματικά νέου ανθρώπινου πολιτισμού.
Δεν υπάρχει καμία εθνική λύση στα σημερινά προβλήματα σε έναν αλληλοσυνδεόμενο κόσμο αλλά μόνο διεθνείς επαναστατικές λύσεις, η απαλλοτρίωση των τραπεζών και του κεφαλαίου από την εργατική τάξη κι ο σχεδιασμός της οικονομίας σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες. Για να το πετύχουμε χρειαζόμαστε μια επαναστατική Διεθνή των εργατών και των καταπιεσμένων, όχι μόνο ισχυρά εθνικά κόμματα και κινήματα. Το πιο εκπαιδευμένο προλεταριακό κόμμα των επαναστατών, απομονωμένο για μια μεγάλη περίοδο σε ένα εθνικά περιορισμένο περιβάλλον, προσαρμόζεται στους εθνικούς περιορισμούς και εκφυλίζεται. Το ηρωικό και τραγικό παράδειγμα του μπολσεβίκικου Κόμματος είναι η αδιάψευστη απόδειξη.
Δύο εναλλακτικά προγράμματα είναι σε σύγκρουση στη διεθνή σφαίρα, αυτή την συγκυρία:
• Ή αφήνουμε να διαλυθούν οριστικά οι επαναστατικές δυνάμεις και παραδόσεις μας στο ρεφορμιστικό βάλτο «μεγάλων, πολυσυλλεκτικών, νέων αντικαπιταλιστικών κομμάτων» που αργότερα θα προσχωρήσουν σε μια χαλαρή «Διεθνή» - αυτό είναι η προοπτική του νέου αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία που προωθείται από την LCR και την πρώην Ενιαία Γραμματεία της 4ης Διεθνούς
• Ή προχωρούμε μπροστά και επανιδρύουμε την Τέταρτη Διεθνή, τη σύνδεση με τον ανολοκλήρωτο ιστορικό κύκλο της Οκτωβριανής Επανάστασης, μετασχηματίζοντάς την, με την δημιουργική αφομοίωση όλων των εμπειριών ριζικής χειραφέτησης, παλαιών και νέων, στην ιστορία της ανθρωπότητας, για την Διεθνή του 21ου αιώνα.
Σεπτέμβριος 2008
Η Κεντρική Επιτροπή του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος.