Ένας στους 5 κατοίκους στη χώρα μας (20,1%) βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας, ενώ το ποσοστό της μακροχρόνιας φτώχειας ανέρχεται στο 14%, το οποίο είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην ΕΕ των «15».
Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, η σύγκριση του επιπέδου φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ αποκρύπτει τις τεράστιες διαφορές στο επίπεδο διαβίωσης όταν γίνεται με βάση τις εθνικές γραμμές σχετικής φτώχειας. Υιοθετώντας, για παράδειγμα, τη γραμμή φτώχειας της Δανίας, τότε περισσότερο από το 40% των Ελλήνων είναι φτωχοί.
Ομαδοποιώντας τις ευρωπαϊκές χώρες σε τέσσερεις διακριτούς τύπους κοινωνικού κράτους διαπιστώνεται ότι την υψηλότερη φτώχεια εμφανίζουν οι χώρες της Νοτίου Ευρώπης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία) καθώς και οι χώρες με φιλελεύθερο κοινωνικό κράτος (Βρετανία, Ιρλανδία).
Αντίθετα, τη χαμηλότερη φτώχεια και ανισότητα εμφανίζουν οι χώρες με σοσιαλδημοκρατικό καθεστώς ευημερίας (Δανία, Σουηδία, Φιλανδία, Ολλανδία) και ακολουθούν οι χώρες με συντηρητικό-κορπορατιστικό τύπο κοινωνικού κράτους (κυρίως χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης).
Οι διαφοροποιήσεις στο ποσοστό φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ δεν ερμηνεύονται ικανοποιητικά από διαφορές στο επίπεδο οικονομικής μεγέθυνσης.
Οι διαφορές στο ποσοστό ανεργίας μεταξύ των χωρών της ΕΕ δεν ερμηνεύουν ικανοποιητικά τις διαφορές στο επίπεδο φτώχειας. Στην Ελλάδα, παρόλο που οι άνεργοι εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας από τους εργαζόμενους, έχουν πολύ μικρή συμμετοχή στην συνολική φτώχεια.
Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης εμφανίζουν παρόμοια ποσοστά φτώχειας με αυτά των ανέργων, γεγονός που θέτει σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα, ως προς τη μείωση της φτώχειας, των πολιτικών που προωθούν τις ευέλικτες σχέσεις εργασίας και τη μερική απασχόληση.
Οι κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ (και κυρίως αυτές πλην των συντάξεων) ερμηνεύουν σε σημαντικό βαθμό τις διαφορές στα ποσοστά φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ-15.
Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις στην Ελλάδα (δηλαδή τα διάφορα επιδόματα, εκτός των συντάξεων) παρουσιάζουν τη μικρότερη αποτελεσματικότητα στη μείωση της φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ, γεγονός το οποίο φανερώνει την αναποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, η μείωση που επιφέρουν οι κοινωνικές μεταβιβάσεις στο ποσοστό φτώχειας της Ελλάδος είναι μόλις 6,5%, όταν το αντίστοιχο μέσο ποσοστό μείωσης στην ΕΕ των «15» είναι 24,9%.
Η πραγματική φτώχεια
Παρά τη σημαντική άνοδο του ΑΕΠ στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, η φτώχεια και η ανισότητα παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες.
Το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ανισότητας οφείλεται στην ανισότητα που υπάρχει εντός των κοινωνικών ομάδων. Η υιοθέτηση γενικών μέτρων καθολικής εμβέλειας, μέσω της ενίσχυσης των χαμηλών εισοδημάτων, εμφανίζεται ως το πλέον κατάλληλο και αποτελεσματικό μέτρο για την άμβλυνση της ανισότητας.
Μία πληθυσμιακή ομάδα φαίνεται να συγκεντρώνει, βάσει των επίσημων στοιχείων της Eurostat (EU-SILC 2005) και τρεις διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, μεταξύ 52% και 65% του συνόλου των φτωχών:
Τα νοικοκυριά στα οποία «ηγείται» μισθωτός ή συνταξιούχος. Επιπρόσθετα, περίπου το ένα τρίτο των φτωχών νοικοκυριών περιστρέφονται γύρω από μισθωτό ή αυτοαπασχολούμενο.
Συνεπώς, η φτώχεια στην Ελλάδα αφορά σε μεγάλο βαθμό φτωχούς εργαζόμενους και φτωχούς συνταξιούχους, κάτι που εξηγεί γιατί η φτώχεια δεν μειώνεται όταν αυξάνεται η απασχόληση και κάμπτεται το ποσοστό ανεργίας (ιδίως όταν η αύξηση αυτή αφορά στη μερική απασχόληση).
Ζουν με 7,34 ευρώ την ημέρα!
Το ΠΑΦ-ΕΑΚ προέβη σε υπολογισμό πρωτογενών δεδομένων με τα οποία ελέγχει την εγκυρότητα των επίσημων στοιχείων της ΕΣΥΕ.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, το χρηματικό όριο της φτώχειας στην Ελλάδα για το 2005 διαμορφώνεται στο μηνιαίο ποσό των €473 ανά άτομο. Για το 2008 προβλέπεται να ανέβει λίγο πάνω από τα €500.
Τα πρωτογενή στοιχεία του ΠΑΦ-ΕΑΚ καταδεικνύουν πως μόνο για ενοίκιο απαιτούνται το 2008 (στην Αττική), μηνιαίως, τουλάχιστον 280€ ανά άτομο και €565 για μια τετραμελή (2 ενήλικες και 2 παιδιά κάτω των 14 ετών) οικογένεια.
Αυτό σημαίνει πως ο πολίτης τον οποίο η επίσημη Πολιτεία θεωρεί ότι βρίσκεται μόλις πάνω από το όριο της φτώχειας καλείται να επιβιώσει με 7,34 ευρώ ημερησίως.
Όσο για την τετραμελή οικογένεια, η ΕΣΥΕ κρίνει ότι δεν είναι φτωχή εάν, αφού καταβάλει το ελάχιστο ενοίκιο που εκτίμησε το ΠΑΦ-ΕΑΚ, διαθέτει κάτι παραπάνω από 15,88 ευρώ την ημέρα για όλα τα έξοδα των δύο παιδιών και των γονιών τους.
*Το πόρισμα θα παρουσιαστεί την Παρασκευή σε ειδική ημερίδα στο αμφιθέατρο της ΓΣΕΕ. Τα στοιχεία αφορούν στο έτος 2006.
Newsroom ΔΟΛ
Ετήσια έκθεση 2008 ΙΝΕ/ΓΣΕΕ