Πριν μερικά χρόνια λέγαμε συχνά ότι με όποιο πρόβλημα των εργαζομένων και των νέων κι αν καταπιαστείς θα βρεις πίσω του και μια οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το τελευταίο δίμηνο ήρθε να επιβεβαιώσει την άποψη αυτή - δυστυχώς με δραματικό για τις ανάγκες και τα δικαιώματά τους τρόπο.
Πάρτε για παράδειγμα τα ΑΕΙ, όπου το άρθρο 16 πάει περίπατο μετά την υιοθέτηση της οδηγίας της ΕΕ για την αναγνώριση των ιδιωτικών κολεγίων. Συνεχίστε στα 500 εκατ. ευρώ προς τους αγρότες, που θα δοθούν πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να δώσει πρώτα αναφορά στην ΕΕ. Πεταχτείτε στη Γαλλία, όπου η ΕΕ εγκαλεί τον Σαρκοζί επειδή είπε ότι θα επιδοτήσει τις γαλλικές αυτοκινητοβιομηχανίες όνο αν διατηρήσουν τα εργοστάσιά τους στη Γαλλία (κλείνοντας αυτά που είναι εκτός συνόρων). Επιστρέψτε στην Ελλάδα, όπου η λαιμητόμος της επιτήρησης και του νέου Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης "εγγυάται" μια μακρά περίοδο λιτότητας, άγριας φορολεηλασίας, αντιασφαλιστικών μέτρων και ιδιωτικοποιήσεων Και, τέλος, ξαναταξιδέψτε στις Βρυξέλλες, για να ζήσετε από κοντά τη "φιλειρηνική πολιτική" της ΕΕ, που ανέχτηκε - αν δεν άναψε πράσινο φως - στη σφαγή της Γάζας, και τον αντεργατικό ορυμαγδό των προτάσεων για 4ήμερη απασχόληση με ανάλογη μείωση των αποδοχών.
Κι αυτά είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα που θα μπορούσε κανείς να καταθέσει. Παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τον καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζει η ΕΕ και η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν στην αντεργατική καταιγίδα ισοπέδωσης των εργατικών και νεολαιίστικων αναγκών. Και που, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, αναδεικνύουν τη στάση απέναντι στην ΕΕ σε λύδια λίθο για το περιεχόμενο, το χαρακτήρα και την αποτελεσματικότητα του κινήματος, αλλά και για κάθε προσπάθεια ριζικής ανασυγκρότησης - προωθητικής ενοποίησης του ριζοσπαστικού και αντικαπιταλιστικού δυναμικού.
Είναι, μήπως, τούτη η θέση ένα καπρίτσιο, που διχάζει το κίνημα, δρώντας σεχταριστικά. Το αντίθετο. Μπορούμε, άραγε, να δώσουμε ουσιαστικά μάχη για τις αυξήσεις στους μισθούς χωρίς να ανατραπεί - μαζί με την κυβερνητική πολιτική - και το Σύμφωνο Σταθερότητας; Μπορούμε να αντιταχθούμε στην ελαστική εργασία χωρίς σύγκρουση με τις Λευκές και Πράσινες Βίβλους της, χωρίς να συγκρουστούμε - ενιαία και ταυτόχρονα - με την Κομισιόν (που προωθεί την τετραήμερη απασχόληση πανευρωπαϊκά), το Μίχαλο που την παπαγαλίζει εδώ, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ που ήδη έχουν ψηφίσει νόμους που την επιτρέπουν; Μπορούμε να αρκεστούμε στην υπεράσπιση του άρθρου 16 όταν η οδηγία της ΕΕ ανοίγει διάπλατα το δρόμο της ιδιωτικοποίησης; Ή μήπως υπάρχει περίπτωση να συγκρουστούμε με το αυταρχικό πλέγμα χωρίς να συγκρουστούμε με τους ευρωνόμους; Να λοιπόν γιατί δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς είναι δυνατόν η μάχη για τις εργατικές και νεολαιίστικες ανάγκες να μην έχει ως συστατικό της στοιχείο την αναμέτρηση - ρήξη με την ΕΕ.
Πολύ περισσότερο που οι εργαζόμενοι και οι νέοι δεν έχουν απέναντί τους κάποιες επιμέρους πολιτικές της ΕΕ, ένα απλό άθροισμα μέτρων, αλλά έναν βαθύτατα αντιδραστικό μηχανισμό, μια ένωση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, μια ένωση εχθρική προς τις ανάγκες και τα δικαιώματά τους. Μια ένωση που η σύγκρουση μαζί της και με τις επιλογές της εκ των πραγμάτων παίρνει συνολικό χαρακτήρα και θέτει επί τάπητος όχι απλώς τούτη ή την άλλη οδηγία, αλλά συνολικά τη συμμετοχή της Ελλάδας στη ΕΕ ως καπιταλιστικής ένωσης.
Είναι, παράλληλα, αυτονόητο πως ό,τι ισχύει για το κίνημα ισχύει διπλά και τριπλά όταν αναφερόμαστε σε συνολικό πολιτικό επίπεδο. Πως δεν νοείται Αριστερά αν δεν είναι αντιΕΕ διεθνιστικά, αντικαπιταλιστικά και επαναστατικά. Πως τούτη η αντίθεση πρέπει να κατευθύνεται ενάντια στον πυρήνα της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και όχι στο περίβλημά της, στην εκμεταλλευτική ουσία της και όχι στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση μιας δήθεν "αντικειμενικά προοδευτικής διαδικασίας". Να γιατί δεν μπορεί να υπάρξει Αριστερά - ιδίως επαναστατική αντικαπιταλιστική - αν δεν έχει ως στοιχείο ταυτότητας απέναντι στην ΕΕ τη συνολική σύγκρουση, την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση, την εργατική διεθνοποίηση, αν δεν υπερβαίνει την ευρωλαγνεία του ΣΥΡΙΖΑ (που έχει ως ορίζοντα μια "ΕΕ κι έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο") και τον κούφιο αντιΕΕ λόγο του ΚΚΕ (που αποσυνδέεται από την επανάσταση, για να συνδεθεί με την αυτοδύναμη ανάπτυξη και τη "λαϊκή οικονομία - εξουσία" στο έδαφος του καπιταλισμού).
Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι όλα αυτά είναι μεγάλο ζητούμενο. Γιατί η αντιΕΕ συνείδηση στους εργαζόμενους και τη νεολαία είναι αρκετά πίσω σε σχέση με το ρόλο της ΕΕ ως πυλώνα της αντεργατικής καταιγίδας, το ίδιο και οι αντιΕΕ αιχμές στους αγώνες. Θα άξιζε, λοιπόν, να σκύψουμε πολύ περισσότερο εδώ. Γιατί εδώ βρίσκεται η αφετηρία και το ανώτερο σημείο επιστροφής της πάλης κατά της ΕΕ.
Πάρτε για παράδειγμα τα ΑΕΙ, όπου το άρθρο 16 πάει περίπατο μετά την υιοθέτηση της οδηγίας της ΕΕ για την αναγνώριση των ιδιωτικών κολεγίων. Συνεχίστε στα 500 εκατ. ευρώ προς τους αγρότες, που θα δοθούν πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να δώσει πρώτα αναφορά στην ΕΕ. Πεταχτείτε στη Γαλλία, όπου η ΕΕ εγκαλεί τον Σαρκοζί επειδή είπε ότι θα επιδοτήσει τις γαλλικές αυτοκινητοβιομηχανίες όνο αν διατηρήσουν τα εργοστάσιά τους στη Γαλλία (κλείνοντας αυτά που είναι εκτός συνόρων). Επιστρέψτε στην Ελλάδα, όπου η λαιμητόμος της επιτήρησης και του νέου Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης "εγγυάται" μια μακρά περίοδο λιτότητας, άγριας φορολεηλασίας, αντιασφαλιστικών μέτρων και ιδιωτικοποιήσεων Και, τέλος, ξαναταξιδέψτε στις Βρυξέλλες, για να ζήσετε από κοντά τη "φιλειρηνική πολιτική" της ΕΕ, που ανέχτηκε - αν δεν άναψε πράσινο φως - στη σφαγή της Γάζας, και τον αντεργατικό ορυμαγδό των προτάσεων για 4ήμερη απασχόληση με ανάλογη μείωση των αποδοχών.
Κι αυτά είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα που θα μπορούσε κανείς να καταθέσει. Παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τον καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζει η ΕΕ και η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν στην αντεργατική καταιγίδα ισοπέδωσης των εργατικών και νεολαιίστικων αναγκών. Και που, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, αναδεικνύουν τη στάση απέναντι στην ΕΕ σε λύδια λίθο για το περιεχόμενο, το χαρακτήρα και την αποτελεσματικότητα του κινήματος, αλλά και για κάθε προσπάθεια ριζικής ανασυγκρότησης - προωθητικής ενοποίησης του ριζοσπαστικού και αντικαπιταλιστικού δυναμικού.
Είναι, μήπως, τούτη η θέση ένα καπρίτσιο, που διχάζει το κίνημα, δρώντας σεχταριστικά. Το αντίθετο. Μπορούμε, άραγε, να δώσουμε ουσιαστικά μάχη για τις αυξήσεις στους μισθούς χωρίς να ανατραπεί - μαζί με την κυβερνητική πολιτική - και το Σύμφωνο Σταθερότητας; Μπορούμε να αντιταχθούμε στην ελαστική εργασία χωρίς σύγκρουση με τις Λευκές και Πράσινες Βίβλους της, χωρίς να συγκρουστούμε - ενιαία και ταυτόχρονα - με την Κομισιόν (που προωθεί την τετραήμερη απασχόληση πανευρωπαϊκά), το Μίχαλο που την παπαγαλίζει εδώ, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ που ήδη έχουν ψηφίσει νόμους που την επιτρέπουν; Μπορούμε να αρκεστούμε στην υπεράσπιση του άρθρου 16 όταν η οδηγία της ΕΕ ανοίγει διάπλατα το δρόμο της ιδιωτικοποίησης; Ή μήπως υπάρχει περίπτωση να συγκρουστούμε με το αυταρχικό πλέγμα χωρίς να συγκρουστούμε με τους ευρωνόμους; Να λοιπόν γιατί δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς είναι δυνατόν η μάχη για τις εργατικές και νεολαιίστικες ανάγκες να μην έχει ως συστατικό της στοιχείο την αναμέτρηση - ρήξη με την ΕΕ.
Πολύ περισσότερο που οι εργαζόμενοι και οι νέοι δεν έχουν απέναντί τους κάποιες επιμέρους πολιτικές της ΕΕ, ένα απλό άθροισμα μέτρων, αλλά έναν βαθύτατα αντιδραστικό μηχανισμό, μια ένωση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, μια ένωση εχθρική προς τις ανάγκες και τα δικαιώματά τους. Μια ένωση που η σύγκρουση μαζί της και με τις επιλογές της εκ των πραγμάτων παίρνει συνολικό χαρακτήρα και θέτει επί τάπητος όχι απλώς τούτη ή την άλλη οδηγία, αλλά συνολικά τη συμμετοχή της Ελλάδας στη ΕΕ ως καπιταλιστικής ένωσης.
Είναι, παράλληλα, αυτονόητο πως ό,τι ισχύει για το κίνημα ισχύει διπλά και τριπλά όταν αναφερόμαστε σε συνολικό πολιτικό επίπεδο. Πως δεν νοείται Αριστερά αν δεν είναι αντιΕΕ διεθνιστικά, αντικαπιταλιστικά και επαναστατικά. Πως τούτη η αντίθεση πρέπει να κατευθύνεται ενάντια στον πυρήνα της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και όχι στο περίβλημά της, στην εκμεταλλευτική ουσία της και όχι στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση μιας δήθεν "αντικειμενικά προοδευτικής διαδικασίας". Να γιατί δεν μπορεί να υπάρξει Αριστερά - ιδίως επαναστατική αντικαπιταλιστική - αν δεν έχει ως στοιχείο ταυτότητας απέναντι στην ΕΕ τη συνολική σύγκρουση, την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση, την εργατική διεθνοποίηση, αν δεν υπερβαίνει την ευρωλαγνεία του ΣΥΡΙΖΑ (που έχει ως ορίζοντα μια "ΕΕ κι έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο") και τον κούφιο αντιΕΕ λόγο του ΚΚΕ (που αποσυνδέεται από την επανάσταση, για να συνδεθεί με την αυτοδύναμη ανάπτυξη και τη "λαϊκή οικονομία - εξουσία" στο έδαφος του καπιταλισμού).
Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι όλα αυτά είναι μεγάλο ζητούμενο. Γιατί η αντιΕΕ συνείδηση στους εργαζόμενους και τη νεολαία είναι αρκετά πίσω σε σχέση με το ρόλο της ΕΕ ως πυλώνα της αντεργατικής καταιγίδας, το ίδιο και οι αντιΕΕ αιχμές στους αγώνες. Θα άξιζε, λοιπόν, να σκύψουμε πολύ περισσότερο εδώ. Γιατί εδώ βρίσκεται η αφετηρία και το ανώτερο σημείο επιστροφής της πάλης κατά της ΕΕ.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ
ΠΡΙΝ 15/02/2009
ΠΡΙΝ 15/02/2009