Κοινή δήλωση παραίτησης από την Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ
Βρισκόμαστε σε μία περίοδο όπου η εργαζόμενη πλειοψηφία δέχεται μία από τις ισχυρότερες επιθέσεις που σαρώνει το σύνολο των δικαιωμάτων και αναγκών της. Η προοπτική του 1,2 εκατομμυρίων ανέργων τους επόμενους έξι μήνες, η κατάργηση του 14 μισθού, η αλλαγή του ασφαλιστικού, η μείωση των μισθών, η γενικευμένη εφαρμογή των ελαστικών σχέσεων εργασίας, αποτελεί την κοινή γραμμή κυβέρνησης, Ευρωπαϊκής Ένωσης και αγορών. Την γραμμή με την οποία μέσα στην καπιταλιστική κρίση θα συντρίβει η εργατική τάξη και πάνω της θα εδραιωθεί η νέα ανάπτυξη τα νέα κέρδη.
Δεν υπάρχει περίπτωση αστικής υποχώρησης αν δεν νοιώσουν οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις τον φόβο του πανευρωπαϊκού ντόμινο και δεν υπάρχει καμιά περίπτωση οι εργαζόμενοι να συγκινηθούν αν δεν υπάρξει ένα διαφορετικό πολιτικό ρεύμα, προσανατολισμός και πρακτική. Με άλλα λόγια σήμερα η επαναστατική δυνατότητα μπορεί να προβάλει όλο και περισσότερο σαν μονόδρομος λύσης απέναντι στην κρίση.
Σε αυτό πιστεύουμε ότι πρέπει να συμβάλλουμε ως ΝΑΡ, στους νέους γενικευμένους Δεκέμβρηδες, στη διαμόρφωση εργατικών διεκδικήσεων, όχι μόνο ενάντια στην κρίση τους αλλά ενάντια στα κέρδη τους και την εκμετάλλευση, στη δημιουργία νέων συλλογικοτήτων στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα με άμεση δημοκρατία και εξεγερτικό περιεχόμενο.
Το Γραφείο του ΝΑΡ και η Πολιτική Επιτροπή κινήθηκαν σε διαφορετική κατεύθυνση. Μετά την συνολική αδυναμία να παρέμβουμε για το ζήτημα της κρίσης, η κεντρική γραμμή του ΝΑΡ αναλώθηκε στην πράξη στην αμυντική περιχαράκωση του «Δεν θα πληρώσουμε την Κρίση τους». Χάθηκε η ευκαιρία, για πολιτικές πρωτοβουλίες το Δεκέμβρη του 2009, με το βάρος που αυτός έφερε, όταν το γραφείο και η π.ε επέλεξαν όχι μόνο την αποχή από όλες τις πρωτοβουλίες που πάρθηκαν αλλά συμμετείχαν στην πορεία στις 6 Δεκέμβρη μέσω ενός κοινού δελτίου τύπου ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΣΥΡΙΖΑ.
Ενδεικτικό είναι ότι ακόμα και στην κινητοποιήση για τον έναν χρόνο από την δολοφονική απόπειρα ενάντια στην Κούνεβα, το γραφείο και η π.ε αποφάσισαν να μην συμμετέχουν με το επιχείρημα ότι δεν συμμετείχαν τα σωματεία λές και το θέμα του χτυπήματος των μεταναστών και του Δεκέμβρη είναι μόνο κλαδικό ζήτημα.
Ενδεικτικό είναι ότι ακόμα και στην κινητοποιήση για τον έναν χρόνο από την δολοφονική απόπειρα ενάντια στην Κούνεβα, το γραφείο και η π.ε αποφάσισαν να μην συμμετέχουν με το επιχείρημα ότι δεν συμμετείχαν τα σωματεία λές και το θέμα του χτυπήματος των μεταναστών και του Δεκέμβρη είναι μόνο κλαδικό ζήτημα.
Με την ολοκλήρωση των μέτρων Ε.Ε. κυβέρνησης και της πιο γενικευμένης επίθεσης στην εργατική τάξη, η Π.Ε. του ΝΑΡ, χαράζει την γραμμή για Ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αίτημα που αγκαλιάζει, από την ρεφορμιστική αριστερά (χαρακτηριστικές οι δηλώσεις Αλαβάνου) μέχρι και τμήματα της αστικής τάξης που χτυπιούνται από την κρίση με αποτέλεσμα, στο βαθμό που αποκόβεται από τον αγώνα για αντικαπιταλιστική αποδέσμευση και ανατροπή της κυβέρνησης, να είναι ευάλωτο στο σημερινό πλατύ μέτωπο ενάντια στους «Γερμανούς» και τις «Βρυξέλλες», που δημιουργείται και καταλήγει να «βγάζει λάδι» την ελληνική κυβέρνηση, τον εκφραστή της πολιτικής της Ε.Ε στην Ελλάδα. Και μάλιστα σε μια στιγμή που ενώ όλο και περισσότερο ανοίγει το συνολικό ζήτημα της Ε.Ε. και θα μπορούσαν να μπουν οι βάσεις ενός συνολικού αντί-ΕΕ κινήματος, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι πριν από λίγο κυριαρχούσε η συζήτηση αν θα έχει μέλη η όχι!
Προφανώς σε όλα τα παραπάνω ζητήματα δεν θα μπορούσαν να δοθούν ολοκληρωμένες απαντήσεις από μια άποψη η προσέγγιση αλλά απαιτούσαν και απαιτούν τον πιο πλατύ διάλογο όχι μόνο μέσα στο ΝΑΡ αλλά και συνολικά στην αντικαπιταλιστική αριστερά και τον κόσμο του αγώνα. Με αυτό το κριτήριο και με τα δικά μας όρια και αντιφάσεις προσπαθήσαμε και προσπαθούμε, μαζί και με άλλους σφους, να συμβάλλουμε με την κατάθεση προτάσεων στην οργάνωση και το δημόσιο διάλογο, μακριά από λογικές φραξιών και κοπτοραπτικής κειμένων. Επιμένοντας στην κατάθεση και συζήτηση των απόψεων στις ο.β, στο δικαίωμα της οργάνωσης να δρά με βάση την απόφαση της κάθε φορά πλειοψηφίας, αλλά και των διαφορετικών απόψεων να δοκιμάζονται, στο όνομα αυτών που τις εκφράζουν, στο κίνημα κόντρα σε λογικές δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
Απέναντι σε αυτή την προσπάθεια και σαν αποτέλεσμα της πολιτικής μετατόπισης του εγχειρήματος μας εμφανίστηκε με νέους όρους το γνωστό από το παλιά δίπολο σεκταρισμού-οπορτουνισμού: Προς τα έξω, εκλογική ενότητα με δυνάμεις που προηγούμενα καταγγέλλονταν ως «αντινεοφιλελέυθερο πολιτικό σχέδιο» και φιλοπασοκικές και ταυτόχρονα σεχταρισμός απέναντι σε κάθε διαφορετική προσέγγιση η αναζήτηση στο εσωτερικό της οργάνωσης που έθετε σε αμφισβήτηση αυτές τις επιλογές.
Σε αυτά τα πλαίσια, το Γραφείο και η Πολιτική επιτροπή πρωτοστάτησαν στην κλιμάκωση της καταστολής των διαφορετικών απόψεων στην οργάνωση τους τελευταίους μήνες. Μόνιμη φιλολογία και σύνδεση διαφορετικών προσεγγίσεων με «αιρέσεις», ρεύματα, διαφορετικά πολιτικά σχέδια κ.α. Προσπάθεια ταύτισης κάθε προσπάθειας διαλόγου και ανοιχτής διαμόρφωσης μιας άλλης πρότασης με γραμμή εξόδου από το ΝΑΡ. Κατασκευασμένες συκοφαντίες και προσωπικές επιθέσεις σε σφους ώστε να είναι περιττή η πολιτική συζήτηση. Αλλεπάλληλες καταγγελίες σε αποφάσεις τις π.ε των σφων που διαφωνούν και όχι πολιτική τοποθέτηση επί των προτάσεων τους. Συνεχιζόμενες αναβολές σε δημοσιεύσεις κειμένων στο Πριν και τελικά απαγόρευση της δημοσίευσης της πρότασης 53 σφων για τη συγκρότηση της τάσης συμβολής στην κομμουνιστική επαναθεμελίωση με το επιχείρημα ότι «δεν προβλέπεται». Συνειδητή προσπάθεια ταύτισης του συνόλου του ΝΑΡ με την σημερινή πλειοψηφία της Π.Ε και του Γραφείου, έτσι ώστε ναστοιχειοθετείται η φιλολογία περί αντί-ΝΑΡ και «εχθρού του λαού».
Το πολιτικό πρόβλημα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, της γραμμής του ΝΑΡ, η αντικατάσταση της πολιτικής του δράσης από το ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η εκτίμηση για την κρίση και την απάντηση σε αυτήν, πραγματικά ερωτήματα όλων των σφων ανεξαρτήτως τοποθέτησης, γίνεται προσπάθεια να καλυφθούν με την συσπείρωση ενάντια στον υποτιθέμενο εσωτερικό εχθρό. Αυτή η σταλινικού τύπου μετάλλαξη των βασικών καθοδηγητικών οργάνων του ΝΑΡ ξεπέρασε κάθε όριο στην τελευταία συνεδρίαση της ΠΕ όπου η πλειοψηφία αποφάσισε να καταγγείλει την Αντιπολεμική Διεθνιστική Κίνηση και την Επιτροπή Αλληλεγγύης Στρατευμένων. Η καταγγελία έγινε με αφορμή την δημόσια και χωρίς χαρακτηρισμούς πολιτική κριτική που άσκησε σε σύντροφο μέλος της Π.Ε για τοποθέτηση του σε εκδήλωση ινστιτούτου που συνεργάζεται με το υπουργείο εξωτερικών που αφορούσε τη συνεισφορά στην εξωτερική πολιτική και την θέση που εξέφρασε εκεί για ανάγκη επανίδρυσης της ΕΕ και ενίσχυση του εθνικού κράτους.
Αυτή η απόφαση επιβεβαίωσε το ρόλο της Π.Ε και του Γραφείου, όχι σαν πολιτικών οργάνων που συστηματικά εργάζονται για το συντονισμό της οργάνωσης και την έκφραση των διαφορετικών απόψεων αλλά σαν μορφωμάτων που σε μεγάλο βαθμό λειτουργούν σαν «φράξιες» της πλειοψηφίας με βασικό κριτήριο την εσωκομματική αντιπαράθεση.
Είναι φανερό ότι μια τέτοια λειτουργία δεν έχει καμία σχέση με καμία τυπική η ουσιαστική αρχή εργατικής δημοκρατίας και κάνει όχι μόνο αδύνατη την οποιαδήποτε συμμετοχή σε τέτοιες διαδικασίες αλλά και επιζήμια για το συντροφικό διάλογο και την πολιτική συζήτηση για τα ερωτήματα της περιόδου.
Με αυτό το κριτήριο παραιτούμαστε από την πολιτική επιτροπή καθώς δεν μπορούμε με την παρουσία μας να νομιμοποιούμε τέτοιες πρακτικές την ώρα που βρίσκονται σε εξέλιξη τόσα κρίσιμα κοινωνικά μέτωπα.
H κατάσταση αυτή, δεν μπορεί να ερμηνευτεί απλά με όρους προσώπων αλλά αναδεικνύει με δραματικό τρόπο τα όρια του οργανωτικού μας μοντέλου, που παρά τις διακηρύξεις στον «σκληρό πυρήνα» του δεν κατάφερε ουσιαστικά να υπερβεί το κόμμα «παλαιού τύπου» του υπαρκτού σοσιαλισμού που έχει καταρρεύσει εδώ και είκοσι χρόνια. Και εδώ θα πρέπει και εμείς να κάνουμε την πιο βαθιά αυτοκριτική και για τη δική μας συμμετοχή και συμβολή σε αυτό το μοντέλο τα προηγούμενα χρόνια και την αυταπάτη ότι μπορεί να εξελιχθεί και να μεταρρυθμιστεί σε μια διαφορετική κατέυθυνση.
H κατάσταση αυτή, δεν μπορεί να ερμηνευτεί απλά με όρους προσώπων αλλά αναδεικνύει με δραματικό τρόπο τα όρια του οργανωτικού μας μοντέλου, που παρά τις διακηρύξεις στον «σκληρό πυρήνα» του δεν κατάφερε ουσιαστικά να υπερβεί το κόμμα «παλαιού τύπου» του υπαρκτού σοσιαλισμού που έχει καταρρεύσει εδώ και είκοσι χρόνια. Και εδώ θα πρέπει και εμείς να κάνουμε την πιο βαθιά αυτοκριτική και για τη δική μας συμμετοχή και συμβολή σε αυτό το μοντέλο τα προηγούμενα χρόνια και την αυταπάτη ότι μπορεί να εξελιχθεί και να μεταρρυθμιστεί σε μια διαφορετική κατέυθυνση.
Δηλώνουμε ότι θα αγωνιστούμε, μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες της οργάνωσης και πρώτα από όλα τις οργανώσεις βάσης για μια κατεύθυνση που θα φέρνει στο προσκήνιο:
Την αναζήτηση και το διάλογο για την εξόρμηση των ιδεών της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, την αποφασιστική στροφή στην συγκρότηση μιας πλατιάς κοινωνικοπολιτικής πρωτοβουλίας με κριτήριο την επαναστατική απάντηση στην κρίση, την μάχη για ένα εργατικό κίνημα με κέντρο την αντεπίθεση των αξιών και πρακτικών της εργατικής χειραφέτησης, που θα φέρνουν στο προσκήνιο ριζικές λύσεις των προβλημάτων, που θα δίνουν την αίσθηση μιας συνολικής εναλλακτικής απέναντι στον καπιταλιστικό μονόδρομο και την συμβολή σε μια ριζική τομή στο οργανωτικό μοντέλο και του ίδιου του ΝΑΡ που θα θέτει στο κέντρο και όχι απλά στις διακηρύξεις τις οργανώσεις βάσης με κριτήριο τον αποφασιστικό τους ρόλο, την άμεση αντιπροσώπευση τους στα όργανα με αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους.
Σήμερα που το κεφάλαιο κηρύσσει νέο πόλεμο απέναντι στις δυνάμεις τις εργασίας η επικαιρότητα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης έρχεται στο προσκήνιο όχι απλά σαν διακήρυξη αλλά σαν θεωρία, πρόγραμμα και πρακτική για τις μεγάλες αναμετρήσεις που έρχονται. Σε αυτήν την προσπάθεια θα συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις.
Αγαπητού Κυριακή
Ζέρβας Βαγγέλης
Λεγάκη Αντωνία
Μανώλης Ισαάκ
Φωτάκης Κώστας
Χαριτάκης Κώστας
ΠΡΙΝ 14/03/2010