Είχαν αρκετούς καλούς λόγους τα επιτελεία της αστικής τάξης και η κυβέρνησή τους όταν εκτίμησαν, ότι η απεργία πείνας των μεταναστών στη Νομική δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια συνολική σύγκρουσή με το τμήμα εκείνο, της κοινωνίας συνολικά και της αριστεράς ειδικά, που επιμένει (έστω και με αδυναμίες) να αντιστέκεται.
Σε αντίθεση με το μεγάλο κομμάτι του δικού μας στρατοπέδου ο αντίπαλος έχει καταλάβει από καιρό ότι μια σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και ετούτο υπαγορεύεται από απλό ρεαλισμό. Και όχι γενικά για το ακαθόριστο μακρινό μέλλον, αλλά άμεσα, στους επόμενους μήνες. Μια σύγκρουση για την οποία η κυβέρνηση προετοιμάζεται (ιδεολογικά, πολιτικά, νομικά, επιχειρησιακά). Με αφορμή την απεργίας πείνας των μεταναστών εκτιμά ότι θα μπορούσε να δώσει τη σύγκρουση -προκαταβολικά και προληπτικά- σε ένα γήπεδο καλά προετοιμασμένο. Υπολογίζει γι’ αυτό στην γκεμπελική εκστρατεία από τα ΜΜΕ που, καταφέρνοντας να ερεθίσουν τα ρατσιστικά αντανακλαστικά μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, θα δημιουργήσουν ένα κλίμα απάθειας και αμηχανίας μπροστά στην προαποφασισμένη καταστολή. Σε μια ελληνική κοινωνία που ο ρατσισμός έχει απλώσει πλέον πολλές περικοκλάδες, τα ψέματα των ΜΜΕ βρίσκουν τόπο. Σε αυτό υπολογίζουν και θεωρούν πως οι μετανάστες είναι ένα πολύ καλό γήπεδο, όπου, αν παίξουν σκληρά, θα δείξουν μια κι έξω στην αριστερά και σε όλη την κοινωνία πως έχει τελειώσει η εποχή των διεκδικήσεων και των δικαιωμάτων. Η κυβέρνηση αυτή δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει απολύτως τίποτα, ούτε και να διαπραγματευτεί τίποτα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να διαλύει δικαιώματα δεκαετιών, να εξωθεί όλο και μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας στην απόγνωση.
Η μεγαλύτερη απεργία πείνας μεταναστών χωρίς χαρτιά στην Ευρώπη, από μόνη της δεν είναι ένα «μικρό πράγμα». Πολύ περισσότερο μάλιστα στη συγκεκριμένη συγκυρία του «τείχους του Έβρου» και των νέων νόμων για τους μετανάστες. Χωρίς καμιά διάθεση να μειωθεί ο συγκεκριμένος αγώνας, πρέπει να γίνει σαφές ότι oι επιδιώξεις και οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης τον ξεπερνούν και βλέπουν πιο μακριά. Οι σημερινές κινήσεις της αποκτούν ένα νόημα ευρύτερο στην προοπτική προετοιμασίας της επερχόμενης σύγκρουσης με την εξέγερση της ελληνικής κοινωνίας. Με αφορμή λοιπόν τη Νομική έχουμε τη συγκρότηση ενός μαύρου καθεστωτικού πολιτικού μπλοκ ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ, Μπακογιάννη, υπό την καθοδήγηση των καναλαρχών. Μια πρόβα τζενεράλε της αυριανής κυβέρνησης «εθνικής ενότητας».
Μια συμμαχία η οποία προσπαθεί να δημιουργήσει κοινωνικά ερείσματα. Καθώς η επίθεση κυβέρνησης – ΔΝΤ στην κοινωνία βαθαίνει, το σύστημα χάνει τα παλιά, παραδοσιακά του στηρίγματα στην εργατική αριστοκρατία και τους μικροαστούς προϊόν μιας προηγούμενης ισορροπίας. Είναι ανάγκη να καλυφθεί το κενό με την καταστολή και την αναζήτηση νέων κοινωνικών στηριγμάτων. Και τους αναζητά στο τμήμα εκείνο της κοινωνίας που συνδέει την προσωπική του επιβίωση με την πρόσδεσή του στην αστική εξουσία και τις εκδουλεύσεις σε αυτή. Ρουφιάνοι, χίτες, ταγματασφαλίτες, φιλήσυχοι νοικοκυραίοι. Το ανθρώπινο κατακάθι. Γι’ αυτό και τα ψέματα και τα «επιχειρήματα» που ακούμε για τη Νομική είναι τόσο χυδαία που σοκάρουν. Δεν είναι απλά υπερβολή. Είναι τόσο χυδαίο και άβουλο το κομμάτι της κοινωνίας το οποίο προσπαθούν να συσπειρώσουν, που μόνο με τέτοια γλώσσα συγκινείται, οτιδήποτε άλλο το θεωρεί «κουλτουριάρικο».
Αυτή η ιδεολογική επίθεση αποσκοπεί ταυτόχρονα στο να πιέσει και την αριστερά.
Το ΚΚΕ αρχικά -αντανακλαστικά σχεδόν- ακολούθησε ξανά την πεπατημένη του Δεκέμβρη και βιάστηκε να καταγγείλει την απεργία πείνας ως επικίνδυνο πολιτικό παιχνίδι του ΣΥΡΙΖΑ στις πλάτες των μεταναστών. Στη συνέχεια, και χωρίς ποτέ να πάρει πίσω τις καταγγελίες, έδωσε βάρος και στα δίκαια αιτήματα των μεταναστών και στην προσπάθεια της κυβέρνησης να σπάσει το άσυλο. Σε κάθε περίπτωση δεν μπήκε άνευ όρων στο μαύρο μέτωπο, όπως είχε κάνει το Δεκέμβρη.
Πίσω από την σωστή αλλά επιφανειακή κριτική πως το ΚΚΕ καταδικάζει ό,τι δεν ελέγχει, υπάρχει μια πιο βαθειά αιτία και αυτή είναι η απόφαση του ΚΚΕ να λειτουργεί ως στυλοβάτης του συστήματος όταν αυτό απειλείται σοβαρά. Ακόμη και μέσα στην κατάσταση ιδιόμορφου πολιτικού αυτισμού που βρίσκεται ο ηγετικός του πυρήνας, έχουν καταλάβει ότι τα παιχνίδια πια έχουν τελειώσει. Ότι η εξέλιξη της ταξικής πάλης θα γεννήσει καταστάσεις εξαιρετικά σοβαρές και το ΚΚΕ ακολουθώντας τον δικό του δρόμο «αγωνιστικού αναχωρητισμού» επιδιώκει να μείνει αλώβητο από την επίθεση του αντιπάλου, κρατώντας τις δυνάμεις του συντεταγμένες για τον αγώνα σε μια άλλη ζωή. Κι όμως, αυταπατώνται όσοι από το ΚΚΕ νομίζουν ότι με μια τέτοια στάση θα μείνουν στο απυρόβλητο. Το σύστημα μπορεί να χρησιμοποιεί μεν το ΚΚΕ όταν αυτό καταγγέλλει την υπόλοιπη αριστερά, αλλά δεν του χαρίζεται για τη «σοβαρή και υπεύθυνη» στάση του. Δεν ανέχεται πλέον ούτε τις φραστικές καταδίκες και τις ενέργειες συμβολικού χαρακτήρα χωρίς κόστος. Έχουμε φτάσει σε μια εποχή που το μόνο που γίνεται ανεκτό είναι η απόλυτη υποταγή. Όπως και να ’χει όμως, ο Περισσός αυτή τη φορά κατάφερε να κρατήσει αποστάσεις ασφαλείας από το μαύρο μέτωπο.
Τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά με ένα άλλο τμήμα της αριστεράς, με την αριστερά της ευαισθησίας. Στις προ μνημονίου εποχές είχαμε μια αριστερά πρόθυμη να συναγελάζεται με την εξουσία, αυστηρή στο να καταδικάζει τη βία (ειδικά των καταπιεσμένων), αλλά όμως ευαίσθητη στο ζήτημα υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στην περίπτωση της Νομικής, δεν έχουμε οποιαδήποτε «βία» για να ξεμπερδεύουνε εύκολα. Οι απεργοί πείνας είναι εξαιρετικά προσεκτικοί ώστε να μην δώσουν την παραμικρή λαβή για να πιαστούν οι πρόθυμοι κατά-δικαστές. Δεν έχουμε καν τη «νόμιμη αντίσταση». Το αστικό κράτος πια απαιτεί την ποινικοποίηση της παθητικής άμυνας. Και μάλιστα στην πιο ακραία δυνατή μορφή, την απεργία πείνας!
Όταν πια ο πήχης έχει κατέβει τόσο χαμηλά, όποιος αποφασίζει να δώσει δηλώσεις μετανοίας πρέπει πλέον να συρθεί με την κοιλιά στο χώμα. Όπως ακριβώς έπραξε η Δημοκρατική Αριστερά. Οι άνθρωποι αυτοί ξεπέρασαν εαυτούς στην προσπάθειά τους να βιαστούν να καταδικάζουν στα κανάλια που τους καλούσαν. Στην χυδαία μάλιστα ανακοίνωσή τους τόλμησαν να συσχετίσουν τους απεργούς πείνας και τους αλληλέγγυους με τους φασίστες στον Άγιο Παντελεήμονα! Ο ανθρωπισμός τους αποδεικνύεται μηδενικός και αυτό δεν αποτελεί εικασία περί των προθέσεών τους, αν δηλαδή τα περί δικαιωμάτων για τα οποία τόσα χρόνια μιλούσαν τα πίστευαν ή όχι. Είναι πιθανόν ότι τόσα χρόνια ήταν απλώς ψέματα προς άγρα ψήφων και πολιτικής συμπάθειας ευαίσθητων πολιτών για να εξασφαλίζουν την βουλευτική τους εκλογή. Γιατί τώρα τελευταία το έχουν ρίξει στην «αποτελεσματικότητα» και στην «υπεύθυνη συνεισφορά». Αν πάλι τα πίστευαν, τότε αποδεικνύεται ότι πολύ φτηνά πουλάν την ψυχή τους, στην προοπτική ενός αυριανού υπουργείου μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» ας είναι και του ΔΝΤ. Πρέπει να αποδείξουν ότι ο μισθός τους θα είναι άξιος.
Εδώ πρέπει να διαπιστώσουμε ότι οι δηλώσεις μετανοίας της ΔηΑρι δεν οφείλονται απλά στον αχαλίνωτο οπορτουνισμό, αλλά έχουν ως ένα βαθμό και προσπαθούν να εκβιάσουν σε έναν ακόμη μεγαλύτερο ένα κοινωνικό βάθος. Υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που σε τέτοιες δηλώσεις βρίσκουν έκφραση. Χαρακτηριστική στην προκειμένη περίπτωση είναι η στάση του προεδρείου της ΠΟΣΔΕΠ. Οι κυρίες και οι κύριοι αυτοί είναι «ευαίσθητοι» στον πόνο των απεργών πείνας αρκεί να αναλάβουν το βάρος άλλες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Στην κατάπτυστη ανακοίνωσή τους οι μεγάλοι δάσκαλοι της χώρας θεωρούν πως η απεργία πείνας συνιστά «κατάφορη παραβίαση του ασύλου» για την οποία βιάστηκαν να νοιώσουν «αγανακτισμένοι». Οι ίδιοι ως άνθρωποι και ως πνευματικοί δάσκαλοι έχουν βέβαια ευαισθησίες. Φανταζόμαστε (γιατί δεν το δήλωσαν και πουθενά) ότι θλίβονται όταν η κυβέρνηση κόβει μισθούς και συντάξεις, όταν εξαθλιώνει μεγάλο μέρος των εργαζομένων, όταν διαλύει παιδεία, την υγεία, όταν βγάζει λάδι το φαγοπότι των σκανδάλων. Θλίβονται αλλά δεν «αγανακτούν». Οι θρασύδειλοι αυτοί κρατούσαν την αγανάκτησή τους για τους μετανάστες την ώρα μάλιστα που βρίσκονται σε απεργία πείνας. Αλλά στην πραγματικότητα δεν αγανακτούν, όπως λένε, είναι τρομοκρατημένοι. Προσπαθούν να συνταχθούν με την εξουσία –κρατώντας βεβαίως τις ευαισθησίες τους- μήπως και εξαιρεθούν από την γενικευμένη επίθεση. Καθώς νοιώθουν να συρρικνώνεται ασφυχτικά ο ελεύθερος κοινωνικός χώρος, εκλιπαρούν ένα μικρό κομματάκι όχι πανεπιστημιακού «ασύλου», αλλά ακαδημαϊκής ησυχίας, που φυσικά δεν θα είναι ούτε ενοχλητικό στην εξουσία, ούτε ελεύθερο, αλλά θα μπορούν μέσα εκεί να πλατσουρίζουν χωρίς να τους πιάνουν τα βόλια που πέφτουν έξω. Ο συρφετός της «ευαισθησίας» στα δύσκολα αποδεικνύεται αυτό που είναι: “υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχοί”.
Κ. Ρουσίτης