ΝΑΤΟ – ΕΕ – ΚΩΣΤΑΣ ΦΩΤΑΚΗΣ
Η ελληνική αστική τάξη διεκδικεί το ρόλο του «μικρού αφεντικού» στα Βαλκάνια.
Η πρόσφατη διάσκεψη του ΝΑΤΟ μπορεί στην ελληνική πραγματικότητα να καταγράφτηκε σαν μεγάλη μάχη της «εθνικά’ ενωμένης χώρας για την αποτροπή ονομασίας ΠΓΔΜ σαν Μακεδονία, όμως η ουσία της δεν ήταν αυτή. Η αντιπυραυλική ασπίδα, η ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, η αποστολή νέων στρατευμάτων στο Αφγανιστάν ήταν αναμφίβολα πολύ πιο σημαντικά επίδικα από τα «βαφτίσια».
Πίσω από τους μεγάλους τίτλους των εφημερίδων για νίκες και ήττες, κρύβονται αλήθειες που θα επηρεάσουν το μέλλον του πλανήτη. Η διαπίστωση περί ήττας της αμερικανικής πολιτικής, θα πρέπει να σχετικοποιηθεί. Μπορεί να μην πέτυχαν όλες τις επιδιώξεις τους, εξασφάλισαν όμως την αρχική συμφωνία για την ένταξη της Ευρώπης στην αντιπυραυλική ασπίδα και στην αποστολή νέων στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Απέτυχαν να εντάξουν την Ουκρανία και τη Γεωργία στο ΝΑΤΟ, πράγμα που μάλλον ήταν το μέγιστο των σχεδίων τους και θα όξυνε υπέρ το δέον τη σύγκρουση με τη Ρωσία.
Καταγράφηκε η εντατικοποίηση της προσπάθειας για τη δημιουργία αντίπαλου στην αμερικανική «παντοκρατορία» πόλου, με την προσέγγιση ΕΕ- Ρωσίας.
Το τελικό συμπέρασμα από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ, η σκληρή σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών κέντρων του παγκόσμιου καπιταλιστικού πλέγματος, για την κυριαρχία και το μέγιστο κέρδος, αλλά και η ενότητα τους στην επίθεση απέναντι στους λαούς και τα δικαιώματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Μπορεί ο ανταγωνισμός για την κυριαρχία να τους διασπά, όμως η ανάγκη για την όξυνση της εκμετάλλευσης, τους ενώνει.
Αγωνιώδης είναι η προσπάθεια της ΕΕ να ξεφύγει από τον ενεργειακό έλεγχο των ΗΠΑ και να αποκτήσει εναλλακτικούς δρόμους ενεργειακής τροφοδοσίας. Ανάγκη, που όλο και περισσότερο δημιουργεί κοινότητα συμφερόντων με τη Ρωσία. Ταυτόχρονα, η ΕΕ προσπαθεί να αναπτύξει το στρατιωτικό της τμήμα τόσο σε επίπεδο πολεμικής βιομηχανίας, όσο και με τη συγκρότηση στρατιωτικών τμημάτων, όπως η HELBROC όπου έχει ηγετική συμμετοχή ο ελληνικός στρατός. Αυτή η προσπάθεια έρχεται να καλύψει την υστέρηση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου, έναντι του αμερικανικού στο στρατιωτικό τομέα.
Η ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία προσβλέπει σε μια εσωτερική αγορά 170 δισ. ευρώ, κατέχει το 30% της παγκόσμιας αγοράς, απασχολεί 300.000 εργαζόμενους και έχει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 45%(!).
Η ΕΕ μπορεί να διασπάται στο ζήτημα της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, είναι όμως πλήρως ομογενοποιημένη στην εφαρμογή των αποφάσεων της Λισαβόνας, της «πράσινης βίβλου» για την εργασία, της οδηγίας Μπόλκεσταϊν και σε πλήρη ενότητα με την οικονομική πολιτική της Ουάσινγκτον για τους εργαζομένους. Το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, και οι G8 ενοποιούν το σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου σε μια πολεμική γραμμή ενάντια στους εργαζόμενους, την ίδια στιγμή που ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός, τους διασπά σε επίπεδο ΝΑΤΟ.
Τα Βαλκάνια βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα των καπιταλιστικών ανταγωνισμών. Αποτελούν τις περιοχές που περνάνε οι νότιοι αγωγοί που τροφοδοτούν την ΕΕ. Δεν πρέπει εξάλλου να υποτιμηθεί ότι τα Βαλκάνια είναι περιοχή με γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και μεγάλη γεωστρατηγική σημασία. Περιοχή με χώρες που διαπραγματεύονται την ένταξή τους στο ένα ή στο άλλο ιμπεριαλιστικό κέντρο.
Αναγνωρίζοντας αυτή τη σημασία, οι Αμερικανοί έφτιαξαν στο Κόσοβο, τη μεγαλύτερη βάση στη μετά το Βιετνάμ εποχή, την περίφημη BONDSTEEL (στην περιοχή του Ουρόσεβατς δίπλα από τους αγωγούς και κοντά στην, επίσης μεγάλη για τα ελληνικά δεδομένα, βάση του ελληνικού στρατού «Ρήγας Φεραίος») με περίμετρο 7 χιλιόμετρα, για να φιλοξενεί προσωπικό 25.000 ατόμων. Για να φτιαχτεί η βάση δούλεψαν για τρία χρόνια, 7.000 ντόπιοι εργάτες, κυρίως Αλβανοί, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Οι εργάτες αυτοί αμείβονταν με 10 δολάρια (6 ευρώ) τη μέρα, προκειμένου να μην ασκηθούν πληθωριστικές πιέσεις στην περιοχή(!) όπως δήλωσαν οι υπεύθυνοι της κατασκευάστριας εταιρείας ‘Χαλιμπάρτον’ του «πρίγκιπα του σκότους», όπως του αρέσει να τον αποκαλούν, αντιπροέδρου των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι.
Σε αυτή την αντιπαράθεση, με στόχο τον έλεγχο και τα κέρδη, εντάσσονται οργανικά οι αστικές τάξεις της περιοχής. Αποτελούν μέρος του καπιταλιστικού πλέγματος, διεκδικώντας το μερίδιο που τους αναλογεί από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης της χώρας τους και αν ανήκουν σε ανώτερο επίπεδο του πλέγματος, προσβλέπουν σε μερίδιο από την εκμετάλλευση των γειτονικών λαών.
Η ελληνική αστική τάξη, με βάση το επίπεδο της πολιτικοοικονομικής της ανάπτυξης και της σύνδεσής της με το σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ρόλο της στον Ευρωστρατό και το ΝΑΤΟ, το μέγεθος των επενδύσεων (15 δισ. ευρώ) και της διείσδυσης στα Βαλκάνια, διεκδικεί το ρόλο του «μικρού αφεντικού» στην περιοχή. σε αυτή την περίοδο διαμορφώνει προνομιακές συμμαχίες με τη Ρωσία και το γαλλογερμανικό άξονα και φαίνεται να απομακρύνεται από τους Αμερικάνους. Όμως αυτό δεν την εμποδίζει να εντάσσει το 40% του ελληνικού στρατού στις δυνάμεις επέμβασης του ΝΑΤΟ και να αφήνει περιθώρια για μελλοντικές ανασυγκολλήσεις.
Στη βάση των κοινών συμφερόντων διορθώνονται οι συμμαχίες και οι προσκολλήσεις στο ένα ή στο άλλο ιμπεριαλιστικό κέντρο αι όχι σε ιδεοληπτικά σύνδρομα περί «σλαβοαμερικανακίων» ή «αμερικανόδουλων» και λοιπών θεωριών που ευδοκιμούν στην Αριστερά. Στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού δεν μπορεί να εξηγηθεί η πολιτική τακτική και στρατηγική με βάση την λογική της απόλυτης εξάρτησης από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αλλιώς θα έπρεπε να δεχτούμε ότι η αντιαμερικάνικη «εθνική» εκστρατεία υπό τον Καραμανλή και τη Δεξιά ή οι διαδηλώσεις του Καρατζαφέρη «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ» έγιναν κάτω από την επήρεια ουσιών.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι η αποτροπή της πολεμικής προοπτικής για την περιοχή και αυτό φαντάζει με τους σημερινούς συσχετισμούς αδύνατο. Όταν ο πόλεμος γίνεται πηγή κερδοφορίας και μονόδρομος για τον καπιταλισμό, τότε όλο και περισσότερο η αποτροπή του συνδέεται με την ανάγκη για συνολική ρήξη και ανατροπή της σημερινής «τάξης πραγμάτων».
Η προηγούμενη εμπειρία επιβεβαιώνει ότι η αποτροπή δεν μπορεί να στηρίζεται σε περιεχόμενα και κινήματα που μπορούν να ενσωματώνονται. Το «No war, stop the war» ή ο «πανεθνικός αντιαμερικανισμός» δεν απέτρεψε τους πολέμους, αλλά τελικά απομαζικοποίησε το κίνημα εμπεδώνοντας την αίσθηση της αδυναμίας. Άφησε στο απυρόβλητο το έτερο ιμπεριαλιστικό πολεμικό κέντρο, την ΕΕ. Ταυτόχρονα σε όλο το διάστημα των αναμετρήσεων η ελληνική άρχουσα τάξη αξιοποίησε το κίνημα σαν διαπραγματευτικό ατού στις σχέσεις της με τους αμερικανούς για να αυξήσει τα κέρδη της.
Πόσο οξύμωρο φαντάζει το σχήμα στο οποίο κατά τους τελευταίους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ, η χώρα όχι μόνο ήταν η τέταρτη σε «πολεμική αξία» για τους επιτιθέμενους, αλλά ταυτόχρονα είχε ένα τεράστιο αντιπολεμικό κίνημα το οποίο συνδιοργάνωναν με τον πιο φυσικό τρόπο οι πολιτικές δυνάμεις που συγκροτούσαν την κυβέρνηση (του πολέμου).
Είναι καιρός να σκεφτούμε ανάποδα. Για να είναι νικηφόρο ένα αντιπολεμικό κίνημα δεν αρκεί η μαζικότητα, πρέπει να αγγίζει τον πυρήνα της αντιπαράθεσης στην κοινωνία και αυτό να το κάνει επικίνδυνο.
Μαζί με τα αιτήματα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς καπιταλιστικούς πολέμους και το αίτημα για την ειρήνη, πρέπει να ανοίγουμε δρόμους για την αντιμετώπιση της κοινής σε όλες τις χώρες επίθεσης του κεφαλαίου, που φτάνει με τον πιο εύκολο τρόπο στην ανώτερη μορφή εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, τον πόλεμο.
Πρέπει να αναπτυχθεί η κοινή πάλη των λαών των Βαλκανίων ενάντια στην κοινή κυβερνητική πολιτική της λιτότητας, των ιδιωτικοποιήσεων, των νέων εργασιακών σχέσεων, της κατακρεούργησης των εργατικών δικαιωμάτων, της περιβαλλοντικής καταστροφής. Η πάλη για την μη εφαρμογή της συνθήκης της Λισαβόνας, της ‘πράσινης βίβλου», της οδηγίας Μπόλκενσταϊν. Η αντιπαράθεση με τις οδηγίες της ΕΕ. Το αίτημα για τη μη διεύρυνση με νέες χώρες και για αντικαπιταλιστική αποδέσμευση και διάλυση της ΕΕ.
Η διαμόρφωση κοινών εργατικών αιτημάτων πάλης σε όλη τη Βαλκανική όπως το ενιαίο μεροκάματο, το 35ωρο – πενθήμερο, η σύνταξη στα 55, η συγκρότηση ενιαίων βαλκανικών σωματίων στις ελληνικές επιχειρήσεις, η ένταξη των μεταναστών στα εργατικά σωματεία στην Ελλάδα, ο κοινός αγώνας για πλήρη εξίσωση των πολιτικών και εργατικών δικαιωμάτων τους, μπορούν να ενώνουν εργαζόμενους διαφορετικών χωρών απέναντι στο κεφάλαιο και να συμβάλουν στην υπέρβαση των εθνικών διαφορών δια μέσου της ταξικής αντιπαράθεσης.
Η συμβολή του ελληνικού εργατικού κινήματος στην ανατροπή του πολέμου δια μέσου της εργατικής ενότητας, είναι κρίσιμη και αποφασιστική. Η προσπάθεια των αντικαπιταλιστικών σημερινών «μειοψηφιών» για τη διαμόρφωση ευρύτερων εργατικών διεθνιστικών αιτημάτων ίσως αποδειχτεί κρίσιμη για το μέλλον και τις αναμετρήσεις.
Όλα αυτά δεν συγκροτούν ένα παραδοσιακό αντιπολεμικό κίνημα, όμως δημιουργούν βαθιά εργατική διεθνιστική ενότητα που είναι το μόνο ουσιαστικό και δυνατό αντιπολεμικό κίνημα. Το αντιπολεμικό κίνημα αντικαπιταλιστικής προοπτικής.
ΠΡΙΝ 13/04/2008