23/11/08

Ρατσισμός, έγκλημα και δημοκρατία


ΔΙΚΑΖΕΤΑΙ Ο ΠΛΕΥΡΗΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΑΘΜΟ

Ισως ο πιο ανενεργός νόμος των τελευταίων δεκαετιών είναι αυτός που προστατεύει τα θύματα φυλετικών διακρίσεων. Μήπως αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα εξαφανίστηκε ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός; Μάλλον όχι. Για την ακρίβεια, σημαίνει το εντελώς αντίθετο.

Την προσεχή Τετάρτη, 26 Νοεμβρίου, διεξάγεται σε δεύτερο βαθμό η δίκη του Κωνσταντίνου Πλεύρη για όσα έγραψε εναντίον των Εβραίων στο βιβλίο του «Οι Εβραίοι, όλη η αλήθεια». Ο γνωστός προπαγανδιστής του καθ' ημάς ναζισμού έχει ήδη καταδικαστεί σε 14 μήνες φυλακή με αναστολή, σύμφωνα με τον αντιρατσιστικό νόμο 927/1979.

Η πρώτη δίκη, που διεξήχθη κι αυτή στο εφετείο εξαιτίας της δικηγορικής ιδιότητας του κατηγορούμενου, είχε προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ηταν πρώτα απ' όλα μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που φτάνει στο ακροατήριο μια υπόθεση δίωξης με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο. Και οπωσδήποτε απαιτήθηκε όχι μόνο η ευαισθησία ορισμένων εισαγγελικών λειτουργών, αλλά και η εγρήγορση των πολιτών που πρόβαλαν την υπόθεση και κυρίως του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ), το οποίο κατέθεσε σχετική μηνυτήρια αναφορά, της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας που συνέταξε αναλυτικό υπόμνημα με τα επίμαχα αποσπάσματα του βιβλίου, και φυσικά του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου (ΚΙΣ), το οποίο εκπροσωπεί τους άμεσα θιγόμενους από τη ρατσιστική προπαγάνδα του συγγραφέα.

Αλλά η δίκη αυτή προκάλεσε και πολιτικό ενδιαφέρον. Οχι μόνο διότι ο κατηγορούμενος μετά τις περιπλανήσεις του σε διάφορους πολιτικούς σχηματισμούς της ακροδεξιάς («Κόμμα 4ης Αυγούστου», «Πρώτη Γραμμή», κ.λπ.) και έχοντας χρηματίσει επί χούντας στενός συνεργάτης («γενικός γραμματέας») του αρχιπραξικοπηματία Ιωάννη Λαδά, κατέληξε μέντορας και ιδεολογικός καθοδηγητής του Γιώργου Καρατζαφέρη. Αλλά και επειδή επιφανή στελέχη ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, του ΛΑΟΣ, έσπευσαν να αγκαλιάσουν το ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου.

Ειδικά ο βουλευτής Αδωνις Γεωργιάδης πρόβαλε επί μέρες το βιβλίο από τη μεσημεριανή του εκπομπή και καλούσε τους τηλεθεατές να το αγοράσουν, όσο κι αν ο ίδιος εκ των υστέρων προσπάθησε να το αρνηθεί (βλ. «Ιός», «Το κρυφτούλι του κ. Καρατζαφέρη», 15/7/06). Ο Πλεύρης έχει αναγνωρίσει δημόσια αυτή την πολιτική και εμπορική υποστήριξη του βουλευτή στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου: «Ευχαριστώ τον Αδωνι Γεωργιάδη που είχε το θάρρος να παρουσιάση το βιβλίον στην τηλεόρασιν».

Τη διεξαγωγή της δίκης συνοδεύουν ορισμένες ακούσιες (ή και σκόπιμες) παρανοήσεις που σχετίζονται καταρχήν με την αμηχανία των αναλυτών απέναντι σ' ένα νόμο που σπάνια εφαρμόζεται. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής ότι:

Η ρατσιστική προπαγάνδα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συλλήβδην συκοφαντία τμημάτων του πληθυσμού και πρόκληση σε πράξεις εναντίον τους.

Ο αντιρατσιστικός νόμος αναγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα και προστατεύει τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες από τη λεκτική βία που μετατρέπεται σε πραγματική. Η καταδίκη δεν αφορά το βιβλίο, αλλά τον συγγραφέα. Γι' αυτό, άλλωστε, όχι μόνο το βιβλίο κυκλοφορεί ελεύθερο, αλλά και δεν περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο οι εκδότες του (ανεξάρτητα αν συμπίπτουν εν μέρει στο πρόσωπο του συγγραφέα). Ούτε κινήθηκε κάποια μορφή προληπτικής κατάσχεσης ή δίωξης βιβλιοπωλών, όπως είχε συμβεί στις περιπτώσεις ενεργοποίησης των νόμων κατά της βλασφημίας (βιβλία Ανδρουλάκη και Χάντερερ).

Δεν πρέπει να γίνεται καμιά σύγχυση του ισχύοντος αντιρατσιστικού νόμου με την εφαρμογή των νόμων που προστατεύουν την ιστορική μνήμη του Ολοκαυτώματος σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρόμοιος νόμος στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Και καλώς δεν υπάρχει. Διότι, όπως έχει αποδειχτεί την τελευταία δεκαετία που έχουν εφαρμοστεί σε ευρωπαϊκή κλίμακα ανάλογες διατάξεις εις βάρος των λεγόμενων «αρνητιστών», δηλαδή αναθεωρητών που αρνούνται την ύπαρξη Ολοκαυτώματος των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς, εύκολα αυτές οι δίκες μετατρέπονται σε αντιπαράθεση μεταξύ οπαδών της απόλυτης ελευθερίας στην έκφραση και των υποστηρικτών κάποιας κρατικής προστασίας της ιστορικής «πολιτικής ορθότητας».

Οι αρνητιστές κρύβονται δηλαδή πίσω από την «ελευθερία της έκφρασης» ή το «δικαίωμα στην ιστορική έρευνα». Οι περιπτώσεις του Γκαροντί στη Γαλλία και πιο πρόσφατα του Ιρβινγκ στην Αυστρία μάς υπενθυμίζουν ότι είναι πολύ εύκολο για τους αρνητιστές να προβάλλονται ως «θύματα» μιας παγκόσμιας (εβραϊκής ασφαλώς) συνωμοσίας και να επιχειρηματολογούν μόνο για την ελευθερία της έκφρασης. Βέβαια, οι ίδιοι δεν χάνουν την ευκαιρία να σέρνουν στα δικαστήρια τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους ως «συκοφάντες» (βλ. περίπτωση Ιρβινγκ κατά Λίπσταντ, Ιός, 16/10/05).

Φυσικά, η πολιτεία (ή καλύτερα η δημοκρατία) οφείλει να προστατεύει τη μνήμη του Ολοκαυτώματος. Μόνο που δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για κάτι τέτοιο οι αίθουσες των δικαστηρίων. Για να αποστομωθούν οι «αρνητιστές» πρέπει να αποκαλυφθούν οι πραγματικές ιδεολογικές τους επιδιώξεις, να τεκμηριωθεί η εκλεκτική τους συγγένεια με τον πυρήνα του ναζιστικού εγχειρήματος και βέβαια να απογυμνωθούν τα κατασκευασμένα «επιστημονικά» τους επιχειρήματα.

Ενας ανενεργός νόμος

Ο νόμος 927/1979 «περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις» προβλέπει στα δύο βασικά του άρθρα τα εξής:

Αρθρο 1: «Οστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή ομάδος προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή με χρηματικήν ποινήν ή και διά αμφοτέρων των ποινών τούτω».

Αρθρο 2: «Οστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου, εκφράζει ιδέας προσβλητικάς κατά προσώπου ή ομάδος προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή χρηματικήν ποινήν ή και διά αμφοτέρων των ποινών τούτων».

Ο νόμος συμπληρώθηκε με το άρθρο 24 του Ν. 1419/1984 ως εξής: «Οπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται η φυλετική ή εθνική καταγωγή προστίθεται και η περίπτωση "του θρησκεύματος"». Με το άρθρο 39 παρ. 4 του Ν. 2910/2001 ορίστηκε ότι δεν απαιτείται έγκληση για την εφαρμογή του αντιρατσιστικού νόμου, ενώ ο Ν. 3304/2005 ρυθμίζει σύμφωνα με τις Οδηγίες του Συμβουλίου της Ε.Ε. τα της ίσης μεταχείρισης «ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων».

Η απουσία δικαστικής εμπειρίας εφαρμογής του αντιρατσιστικού νόμου έγινε φανερή κατά την προδικασία και την επεισοδιακή πρώτη δίκη του Πλεύρη που διεξήχθη μετ' εμποδίων, δηλαδή ξεκίνησε το Σεπτέμβρη και τελείωσε το Δεκέμβρη.

-Αναδείχτηκε καταρχήν μια ουσιαστική αδυναμία του ίδιου του νόμου, όπως τον ερμήνευσαν τα δικαστήρια που εκλήθησαν να τον εφαρμόσουν (διότι άλλες συνθέσεις έκριναν αλλιώς σε άλλες περιπτώσεις).

-Δεν έγινε δεκτή η παρουσία εκπροσώπων των φορέων που κατέθεσαν τις μηνυτήριες αναφορές (εν προκειμένω του ΕΠΣΕ και του ΚΙΣ) ως πολιτικής αγωγής. Θεωρήθηκε ότι εφόσον ο νόμος τροποποιήθηκε και δεν προϋποθέτει έγκληση (όπως συνέβαινε με την πρώτη διατύπωσή του), αυτό σημαίνει ότι η πολιτεία διά της εισαγγελίας αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το καθήκον του κατήγορου.

-Ανεξάρτητα από τη νομική ορθότητα αυτής της ερμηνείας, το σίγουρο είναι ότι όταν ο νομοθέτης μετέτρεψε τη δίωξη για τα αδικήματα που προβλέπει ο αντιρατσιστικός νόμος σε αυτεπάγγελτη (με προσθήκη στον Ν. 2910/2001), το έκανε για να ενισχύσει τις δυνατότητες εφαρμογής του και όχι για να τις αποδυναμώσει. Διαπιστώθηκε, δηλαδή, ότι τα άμεσα θύματα ρατσιστικής συμπεριφοράς βρίσκονται συνήθως σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν το δράστη.


Η δίκη των δικαστών

Ενας από τους λόγους της μη εφαρμογής της αντιρατσιστικής νομοθεσίας μέχρι σήμερα», παρατηρούσε με κείμενό της προς τα αρμόδια υπουργεία η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στις 20/12/01, «ήταν το άρθρο 4 του Ν. 927/1979 που είχε θέσει ως όρο ενεργοποίησης του Νόμου αυτού την ύπαρξη εγκλήσεως από τα κατά περίπτωση θύματα. Ο όρος αυτός ήρθη με το Ν. 2910/2001 και η σχετική δίωξη γίνεται πλέον αυτεπαγγέλτως».

Ο νομοθέτης σ' αυτή την περίπτωση δεν είχε καθόλου την πρόθεση να αποκλείσει την πολιτική αγωγή από τις δίκες με βάση το Ν. 927/1989. Στην επίσημη έκθεση του αρμόδιου φορέα της Ε.Ε. για τις φυλετικές διακρίσεις (EUMC), που συντάχθηκε το 2002, ανακαλύπτουμε το ιστορικό αυτής της νομοθετικής ρύθμισης:

«Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι παραβάσεις που καλύπτονται από το Ν. 927/1989 διώκονται μόνο κατόπιν έγκλησης του παθόντος. Μεταξύ των παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν την υποβολή ή μη έγκλησης, βάσει το νόμου αυτού, συγκαταλέγεται η δυνατότητα πρόσβασης των δυνητικών θυμάτων φυλετικών διακρίσεων στους θεσμικούς και νομικούς μηχανισμούς. Επιπλέον, οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, καθώς και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που μάχονται κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, δεν μπορούν επί του παρόντος ούτε να ασκήσουν ούτε να υποστηρίξουν σχετική νομική προσφυγή. Ολοι αυτοί οι παράγοντες μπορεί να έχουν συμβάλει στον πολύ μικρό αριθμό εγκλήσεων που έχουν υποβληθεί ως σήμερα βάσει αυτού του νόμου.

»Στο γεγονός αυτό επιστήθηκε η προσοχή από την Εθνική Συντονιστική Επιτροπή, που συστάθηκε το 1997, κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Ετους κατά του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας, η οποία πρότεινε να τροποποιηθεί ο Ν. 927/1979 ούτως ώστε, αφ' ενός οι παραβάσεις που καλύπτονται από τον νόμο αυτό να μπορούν να διώκονται, είτε κατ' έγκληση είτε αυτεπάγγελτα και, αφ' ετέρου, οι ανωτέρω οργανώσεις να μπορούν να αναλαμβάνουν ρόλο πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Το υπουργείο Δικαιοσύνης έκανε δεκτές αυτές τις συστάσεις, και μετά τον Ν. 2910/2001 για την πολιτική μετανάστευσης οι πράξεις ρατσισμού διώκονται αυτεπάγγελτα».

Εδώ ρητά αναφέρει η EUMC ότι πρόθεση του έλληνα νομοθέτη ήταν να επιτρέπεται και η δίωξη έπειτα από έγκληση, αλλά και να επιτρέπεται η παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την εκδίκαση παραβάσεων του αντιρατσιστικού νόμου.

Η σοβαρότητα του προβλήματος που προκύπτει από την αποβολή της πολιτικής αγωγής σε δίκες όπως αυτή για όσα γράφει ο Πλεύρης, αναδείχτηκε όταν διαπιστώθηκε ότι και στις δύο δίκες (την πρώτη που διακόπηκε στις 11/9/07 και τη δεύτερη που ξανάρχισε στις 3/12/07 και ολοκληρώθηκε στις 13/12/07) οι εισαγγελείς της έδρας δεν επρόκειτο να υποστηρίξουν το κατηγορητήριο, διότι οι απόψεις τους συνέκλιναν με εκείνες του κατηγορούμενου. Σε ορισμένα, μάλιστα, σημεία της διαδικασίας αντιμετωπίστηκαν οι μάρτυρες του κατηγορητηρίου ως απολογούμενοι για τις απόψεις τους και τα θρησκευτικά τους πιστεύω. Η απουσία πολιτικής αγωγής έγινε παραπάνω από αισθητή.

Ο εισαγγελέας στην πρώτη δίκη που διακόπηκε, ο κ. Λεωνίδας Λαζαράκος, δεν έκρυψε το θαυμασμό του για τον Πλεύρη: «Ο Πλεύρης είναι επιστήμων! Εάν μας αρέσει ο Πλεύρης σαν επιστήμονας είναι θέμα κριτικής, δεν είναι θέμα να τον ρίξουμε στο μπουντρούμι».

Απευθυνόμενος στην πρώτη μάρτυρα, ξεκαθάρισε από την αρχή τη θέση του: «Κοιτάξτε, κυρία μου, εδώ κυκλοφορούν τα βιβλία τα αίσχη του Μαρκήσιου ντε Σάντ. Κι αυτή τη στιγμή εδώ ασχολούμεθα πάρα πολύ με τις ιδέες κάποιου ανθρώπου έστω κι αν διαφωνούμε». Μάλιστα, δεν δίστασε να την απειλήσει ανοιχτά: «Κοιτάξτε, κυρία μου. Να σας κάνω μια εξήγηση: Το δικαστήριο σάς ανέχεται. Εγώ δεν μπορώ να σας ανεχτώ! Εάν συνεχίσετε έτσι, θα διατάξω τη σύλληψή σας και τον εγκλεισμό σας στο κρατητήριο!».

Οι απόψεις αλλά και η φρασεολογία του εισαγγελέα παραπέμπουν ευθέως στα κλισέ του Πλεύρη και των ομοϊδεατών του: «Εδώ κυκλοφορεί ο κάθε ανώμαλος και ο κάθε τοξικομανής και βγαίνουνε όλοι οι θολοκουλτουριάρηδες και οι προοδευτικοί και λένε το εξής: Α! Το δικαίωμα στη διαφορετικότητα. Α! Το δικαίωμα στην έκφραση».

Αλλά και η εισαγγελέας της δεύτερης δίκης Αναστασία Μασούρα δεν επέδειξε μεγαλύτερο ζήλο στη στήριξη του κατηγορητηρίου. Με κάθε ευκαιρία επισήμαινε ότι ο Πλεύρης «λέει ότι διαπραγματεύεται στον εβραιοσιωνισμό και λέει ότι εγώ στρέφομαι κατά του εβραιοσιωνισμού τον οποίο θεωρεί επικίνδυνο και για την Ελλάδα και λέει ότι εγώ δεν έχω τίποτα με τον απλό Εβραίο». Και για όποιον δεν κατάλαβε, επέμενε: «[Η θρησκεία τους] λέει ότι το Ισραήλ είναι ο εκλεκτός λαός του θεού. Δεν είναι ρατσισμός αυτό; Σας ρωτώ διότι, αν συμβαίνει αυτό, έχουμε την άλλη όψη του ναζισμού».

Από την αρχή της δίκης είχε εκφράσει την άποψή της για τις προθέσεις του συγγραφέα: «Από αυτά που βλέπω στο βιβλίο του, αφετηρία του για να γράψει αυτό το βιβλίο θεωρεί ότι έχουν στραφεί οι Εβραίοι κατά των Ελλήνων». Μάλιστα, η εισαγγελέας είχε και θετικές υποδείξεις προς τον Πλεύρη: «[Το βιβλίο] δεν έχει γραφτεί με το σωστό τίτλο! Επρεπε να λέει "Οι Εβραιοσιωνιστές - όλη η αλήθεια". Οπως έχει γράψει και ο Ροζέ Γκαροντί, "Ο ισραηλινός σιωνισμός στο εδώλιο". Διότι όταν λέει "Οι Εβραίοι"...».

Και προς τους κατήγορους-θύματα της ρατσιστικής προπαγάνδας η εισαγγελέας επέμενε ότι δεν πρέπει να ζητούν από τη Δικαιοσύνη το δίκιο τους: «Γιατί λοιπόν όλοι εσείς, οι οποίοι είστε αντίθετοι με αυτά τα οποία λέει, δεν γράψατε ένα σύγγραμμα όπου μέσα να τον κατακεραυνώνετε και να τον διαλύετε επιστημονικά;».

Παρόμοιους προβληματισμούς διατύπωνε και η εκ δεξιών του προέδρου εφέτης Μαριάνθη Παγουτέλη. Η άποψή της ήταν ότι «Δικάζουμε ένα βιβλίο! Δεν με ενδιαφέρει αν απ' τη μια πλευρά είναι ο ναζισμός ή ο εβραιοσιωνισμός. Και ούτε τασσόμαστε από τη μία ή από την άλλη πλευρά. Μας ενδιαφέρει ένα βιβλίο! Ενας άνθρωπος έγραψε κάποιες απόψεις. Κατακριτέες για τους μεν, θετικές για τους δε!».

Στο ασυνήθιστα εκτενές σκεπτικό μειοψηφίας (32 σελίδες) που συνέταξε η κυρία Παγουτέλη για να δικαιολογήσει, ότι πρέπει να απαλλαγεί ο Πλεύρης, δεν περιορίζεται σε επιχειρήματα υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης γνώμης. Η δικαστής μπαίνει στην ουσία του και αποφαίνεται ότι «είναι προφανές ότι ο συγγραφέας αναφέρεται σε περικοπές από τα ιερά βιβλία Ταλμούδ, τα οποία αναμφισβήτητα περιέχουν μισαλλόδοξες και αντιχριστιανικές διδαχές, κόντρα σε κάθε έννοια ανθρωπισμού και ως εκ τούτου επισημαίνει δικαιολογημένα ότι ο Εβραίος που υιοθετεί αυτές προφανώς στερείται ανθρωπισμού».

Σε άλλα σημεία, η εφέτης κρίνει ότι ο Πλεύρης «αποκαλεί υπάνθρωπο Εβραίο όχι τον Εβραίο γενικά, αλλά τον εγκληματία πολέμου Εβραίο» και ότι «υιοθετεί την άποψη των ναζί, χωρίς σκοπό εξυβρίσεως ή προκλήσεως σε πράξεις βίας, ότι η Λευκή Φυλή δεν θέλει σημίτες στην Ευρώπη».

Μάλιστα, η κ. Παγουτέλη διαβεβαιώνει ότι η φράση «τα υπόλοιπα θα γίνουν όπως πρέπει και ας γίνει οτιδήποτε» του Πλεύρη «δεν σημαίνει ότι προτείνει οπωσδήποτε παράνομα μέτρα και προκαλεί σε πράξεις μίσους και βίας, αλλά ότι ζητά τη λήψη νομίμων μέτρων από την επίσημη Πολιτεία».

Το χειρότερο είναι ότι η εφέτης επικρίνει και τους μάρτυρες εβραϊκού θρησκεύματος διότι «με υπεκφεύγουσες εκφράσεις απέφυγαν να δηλώσουν ρητά αν καταδικάζουν ή όχι [το Ταλμούδ]», μετατρέποντας τους κατήγορους σε κατηγορούμενους.

Ενθαρρυμένος από τη θετική ανταπόκριση που βρήκε στα συγκεκριμένα στελέχη του δικαστικού σώματος, ο Πλεύρης μετά την καταδίκη του κάλεσε από τις στήλες του φιλοχουντικού «Ελεύθερου Κόσμου» όσους νομίζουν ότι έχουν αδικηθεί από τη Δικαιοσύνη να εκδικούνται τους δικαστές:

«Προσωπικώς πιστεύω ότι εις τέτοιας περιπτώσεις έστω κι αν δικαιωθήτε τελικώς πρέπει να εκδικηθήτε εκείνους, που εξ ιδιοτελείας σας ηδίκησαν. Οπωσδήποτε να εκδικηθήτε, όσος χρόνος κι άν περάση, διά να μη μένουν ατιμώρητοι οι επίορκοι και χάριν του ηδύσματος της Νεμέσεως» (8/4/08).

Ηδη από τις 19/9/07, δηλαδή πριν από την ολοκλήρωση της πρώτης δίκης του, ο Πλεύρης είχε ζητήσει την πειθαρχική δίωξη του εισαγγελέα Σπ. Μουζακίτη που είχε συντάξει το κατηγορητήριο. Η αίτησή του απορρίφθηκε, αλλά στο πόρισμά του ο εισαγγελέας εφετών Παναγιώτης Ματζούνης (που είχε αναλάβει να την εξετάσει) μπήκε στην ουσία της υπόθεσης, με διατυπώσεις που έρχονται σε σύγκρουση με την τελική απόφαση:

«Από τη μελέτη του επιδίκου συγγράμματος προκύπτει ότι οι σ' αυτό διατυπούμενες δυσμενείς απόψεις του συγγραφέως για τους Εβραίους κατά το πλείστον είναι αποτέλεσμα ιστορικής ερεύνης με λεπτομερή αναφορά συναφών ιστορικών γεγονότων και απόψεων τρίτων ιστορικών προσώπων, ιδία περί μίας κατηγορίας Εβραίων, των αποκαλουμένων διά του συγγράμματος Εβραιοσιωνιστών, οι οποίοι κατά την άποψη του συγγραφέως επιδιώκουν την παγκόσμια κυριαρχία όχι με διαφανή και ειρηνικό τρόπο».

Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι ο ίδιος ο Πλεύρης δεν διστάζει να περηφανεύεται και να θεωρεί περίπου υποχρέωσή του να παραβαίνει τον αντιρατσιστικό νόμο! Και μάλιστα το κάνει με τον πιο επίσημο τρόπο, σε αίτηση που υπέβαλε προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Σανιδά στις 29 Ιανουαρίου 2008: «Η παράβασις του Ν. 927/1979 περί φυλετικών διακρίσεων δεν είναι ατιμωτικόν αδίκημα. Απεναντίας η διατύπωσις της αλήθειας περί Τούρκων, Γύφτων, Αλβανών, Εβραίων, Κάφρων, αποτελεί υποχρέωσιν παντός ιστορικού που γράφει εν ονόματι της ελευθερίας εκφράσεως και της επιστημονικής ερεύνης».

Εδώ ο Πλεύρης ομολογεί ότι αντιλαμβάνεται το έργο του ιστορικού ως επιβεβαίωση των διακρίσεων, που αποτελούν κατ' αυτόν την «αλήθεια».

Τιμή του και καμάρι του. Αλλά μετά, γιατί διαμαρτύρεται;



Ο Κλεμανσό στο απόσπασμα

Το βασικό υπερασπιστικό επιχείρημα του Πλεύρη είναι ότι όσα λέει στο βιβλίο του δεν εμπίπτουν στον αντιρατσιστικό νόμο, διότι αυτός απαιτεί να καταφέρεται κάποιος εναντίων άλλων «εκ μόνου του λόγου» της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους ή της θρησκείας τους.

Κατά τον Πλεύρη, αυτός αναφέρεται σε συγκεκριμένες πράξεις Εβραίων, και δεν μιλάει για όλους, παρά μόνο τους «εβραιοσιωνιστές». Κατά συνέπεια δεν θα 'πρεπε να κατηγορηθεί.

Ομως ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Ο Πλεύρης στο βιβλίο του γενικεύει εναντίον όλων των Εβραίων κάθε κατηγορία εναντίον ατόμων ή ομάδων εβραϊκής καταγωγής που έχει συλλέξει από εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, τη ναζιστική προπαγάνδα ή απλά τη φαντασία του. Και χωρίς δισταγμό παραχαράσσει την ιστορική αλήθεια μόνο και μόνο για να προσβάλει και να προτρέψει σε πράξεις εναντίον των Εβραίων «εκ μόνου του λόγου» ότι είναι Εβραίοι. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελ. 742: «Ετσι θέλουν οι Εβραίοι. Διότι μόνον έτσι καταλαβαίνουν: εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασμα».

Η φράση αυτή από μόνη της αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία του Ν. 927/1979. Ο Πλεύρης έχει προσθέσει, όμως, και την ακόλουθη φράση: «Κι αυτά ελέχθησαν από έναν δημοκράτη, αλλά δυναμικόν πατριώτη». Με την προσθήκη αυτή, ο Πλεύρης επιχειρεί να αποδώσει τη φράση στον Κλεμανσό, βασιζόμενος σε ένα απόσπασμα από βιβλίο του Ροζέ Περφίτ, στο οποίο εμφανίζεται ο τότε πρωθυπουργός της Γαλλίας να απειλεί δύο εβραίους τραπεζίτες που θεωρούσε ότι στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ασκούσαν τοκογλυφία εις βάρος της Γαλλίας.

Οταν κατά τη διάρκεια της δίκης τέθηκε υπόψη του η φράση του κατηγορητηρίου για το «εκτελεστικό απόσπασμα» που «θέλουν οι Εβραίοι», ο Πλεύρης είχε έτοιμη την απάντηση: «Μα δεν το λέω εγώ, το λέει ο Κλεμανσό». Μάταια ορισμένοι μάρτυρες (Αννα Στάη, Παναγιώτης Δημητράς) εξηγούσαν ότι η φράση είναι δικιά του και όχι του Κλεμανσό. Ο ίδιος και ο συνήγορός του κ. Στανέλος επέμεναν ότι «τα είπε ο Κλεμανσό». Είχαν βλέπεις και την «τεκμηρίωση» από τον Περφίτ.

Το κακό είναι ότι στην παγίδα αυτή έπεσε και η εφέτης που μειοψήφησε, η Μαριάνθη Παγουτέλη, η οποία στο σκεπτικό της υιοθετεί αυτό το επιχείρημα του Πλεύρη: «Τα παραπάνω είναι αναμφισβήτητο ότι αναφέρονται σε ένα ιστορικό γεγονός και σε ρήσεις ιστορικών προσώπων, των οποίων τις απόψεις περί Εβραίων, ο συγγραφέας, εκφράζοντας την προσωπική του άποψη, υιοθετεί».

Αλλά αυτό που θεωρεί «αναμφισβήτητο» και «ιστορικό γεγονός» η εφέτης είναι εντελώς ανακριβές. Διότι ουδέποτε είπε ή έγραψε τίποτα παρόμοιο ο Κλεμανσό. Υπήρξε, αντίθετα, ένας από τους βασικούς υπερασπιστές του Ντρέιφους, του θύματος της πιο διάσημης αντισημιτικής σκευωρίας. Στα γραπτά του Κλεμανσό θα βρει κανείς πάθος κατά του αντισημιτισμού και αγάπη για τους Εβραίους και τη θρησκεία τους, όσο κι αν δεν αποφεύγει κι αυτός τα στερεότυπα εκείνης της εποχής. Σύμφωνα με το κλασικό έργο του Λεόν Πολιακόφ για την Ιστορία του Αντισημιτισμού, «πολύ λίγοι επιφανείς Γάλλοι υπήρξαν τόσο θετικά διακείμενοι απέναντι στους Εβραίους, όσο ο Κλεμανσό». Οσο για το βιβλίο του Περφίτ (Roger Peyrefitte), το οποίο επικαλείται ο Πλεύρης, πρόκειται για μυθιστόρημα και όχι ιστορική επιστημονική εργασία. Το επεισόδιο με τον Κλεμανσό υποτίθεται ότι το διηγήθηκε σε έναν από τους ήρωες του μυθιστορήματος ο εγγονός του Κλεμανσό! Μάλιστα ο Περφίτ δεν αναφέρει πουθενά περί «Εβραίων που θέλουν εκτελεστικό απόσπασμα» (ούτε καν ως υποτιθέμενα λόγια του Κλεμανσό), αν και ο ίδιος ήταν αντισημίτης και στα γεράματά του οπαδός του Λεπέν.

Αυτά για τις πηγές του Πλεύρη. Η προτροπή, δηλαδή, για την εκτέλεση εντός 24 ωρών ΟΛΩΝ των Εβραίων είναι του Πλεύρη και μόνον αυτού. Στην περίπτωσή του ταιριάζουν τα ακόλουθα λόγια:

«Δεν αρκεί να καταδικάζει κανείς θεωρητικά τον αντισημιτισμό. Οφείλει να γνωρίζει ότι το δίκαιο και η δικαιοσύνη δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος απ' αυτόν, διότι πρόκειται εξ ορισμού για την άρνηση των δικαιωμάτων της συνείδησης, και η επιβεβαίωση της διάκρισης, της μισαλλοδοξίας και της αδικίας».

Αυτά είναι τα πραγματικά λόγια του Κλεμανσό, από το βιβλίο του «L' iniquite», γραμμένο για την υπόθεση Ντρέιφους το 1899.




ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Χάγκεν Φλάισερ
«Οι πόλεμοι της μνήμης»

(εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα 2008)
Εξαιρετικά περιεκτικό πανόραμα των ιδεολογικών, πολιτικών και επιστημονικών αντιθέσεων που εξακολουθεί να προκαλεί σ' όλο τον κόσμο η διαχείριση της ιστορικής μνήμης του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.

Χ. Θ. Ανθόπουλου
«Προστασία κατά του Ρατσισμού και Ελευθερία της Πληροφόρησης»

(εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2000)
Σχολιασμός των σχετικών διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας. Ο συνταγματολόγος συγγραφέας έχει προβλέψει τη μετατροπή των ρατσιστικών αδικημάτων σε διωκόμενα αυτεπαγγέλτως (που συνέβη το 2001) και επισημαίνει ότι ο μόνος τρόπος αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου 927/1979 είναι να δοθεί η δυνατότητα σε σωματεία, ιδρύματα και μη κυβερνητικές οργανώσεις να κινήσουν την ποινική δίωξη για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Roger Peyrefitte
«Οι Εβραίοι»

(μετ. Ευγενία Χόρτη, εκδ. «Κάκτος», Αθήνα 2003)
Το μυθιστόρημα του ιδιότυπου διπλωμάτη, το οποίο χρησιμοποιεί ως πηγή του ο Πλεύρης για να αποδώσει στον Κλεμανσό αυτά που λέει ο ίδιος. Στο μυθιστόρημα ο συγγραφέας επιχειρεί να ανακαλύψει εβραϊκή καταγωγή σε όλους τους πιθανούς και απίθανους διάσημους της εποχής, αλλά και της ιστορίας. Ο ίδιος έγινε διάσημος από το πρώτο βιβλίο του, μια σκανδαλιστική αυτοβιογραφική περιγραφή της παιδεραστικής του εμπειρίας.

Leon Poliakov
«Histoire de l' antisemitisme»

(Calman Levy, Paris 1955-1977)
Η κλασική ιστορία του αντισημιτισμού με αρκετές αναφορές στον Κλεμανσό και το ρόλο του στην υπόθεση Ντρέιφους, στο πλάι του Ζολά.


Ελευθεροτυπία, 23/11/2008

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ