16/11/08

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ «ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ» ΚΑΙ ΤΟ «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ»

Μολονότι για το ζήτημα των μεταναστών και των προσφύγων έχουν γραφτεί διάφορα άρθρα, κείμενα και μπροσούρες από πολλές συλλογικότητες, ελληνικές και μεταναστευτικές, το βλέπουμε αναγκαίο να θέσουμε κάποιους προβληματισμούς και σκέψεις σχετικά με το άνω ζήτημα πράγμα που θα μας δώσει την δυνατότητα όχι μόνο να αντιληφθούμε την πραγματικότητα αλλά με αφετηρία αυτές να θέσουμε τις βάσεις για νέες αντιλήψεις και προτάσεις, νέες συνεργασίες και σκοπούς. Ο σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να παρουσιάσει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως δυο ξεχωριστές κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται σε διαφορετικό νομικό καθεστώς έτσι όπως τους κατατάσσει η κρατική εξουσία ή να ταλαντευόμαστε ανάμεσα στο προσφυγικό και το μεταναστευτικό και να θεωρήσουμε ότι είναι διαφορετικά τα προβλήματά τους, ούτε και με βάση το παραπάνω να θεωρήσουμε αυτονόητο αυτόν τον διαχωρισμό όπως το διακρίνουμε σε πάμπολλα έργα και κείμενα επιστημονικά και μη. Ο βασικός σκοπός αυτού του κειμένου είναι να εντοπίσει και να παρουσιάσει την κοινωνική πραγματικότητα και την κινητικότητα των μεταναστών και των προσφύγων στον κοινωνικό χώρο, τις κρατικές πολιτικές που ασκούνται στους μεν και στους δε, και στο τέλος να θέσουμε τις προτάσεις μας για την δημιουργία ενός κοινού αγώνα μεταξύ προσφύγων και μεταναστών.

Σε αυτά τα 17 χρόνια του φαινομένου στην Ελλάδα η ζωή των μεταναστών διαπερνάται από συγκεκριμένες πολιτικές, θεσμοθετημένες και μη. Οι πολιτικές αλλάζουν και εξελίσσονται σύμφωνα με τα συμφέροντα της πολιτικής εξουσίας και του κεφαλαίου. Αν ρίξουμε μια ματιά σε ένα βασικό σκέλος της μεταναστευτικής πολιτικής όπως είναι οι μεταναστευτικοί νόμοι, υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι θα δούμε ότι έχουμε πληθώρα άρθρων που μας δείχνουν ότι η κρατική εξουσία επιδιώκει να ρυθμίσει ζητήματα ώστε να αποσπαστούν τα μέγιστα δυνατά κέρδη κυρίως σε οικονομικό επίπεδο. Μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος και τον τρόπο με τον οποίο χαράσσεται η πολιτική, με πόση λεπτομέρεια καταγράφεται και με τι καθολικότητα αντιμετωπίζεται από τα κέντρα εξουσίας.

Έτσι, έχοντας υπόψη μας τα 17 χρόνια μετανάστευσης στην Ελλάδα μπορούμε να αντιληφθούμε τις αλλαγές που υφίσταται το ίδιο το φαινόμενο είτε από ενδογενείς παράγοντες όπως είναι η αυτορρύθμιση της ροής των μεταναστών προς την Ελλάδα που σημαίνει ότι για να περάσει τα σύνορα ένας μετανάστης, θα πρέπει πρώτα να έχει εξασφαλίσει την διαμονή και την εργασία του μέσω ενός φίλου ή συγγενών που ζουν ήδη στην Ελλάδα. Η μη δυνατότητα της εξασφάλισης των παραπάνω οδηγεί τους μετανάστες να μην πάρουν μια τέτοια απόφαση. Με αυτό τον τρόπο ο αριθμός των μεταναστών στης Ελλάδα παραμένει στα ίδια επίπεδα με εξαίρεση την περίοδο της εποχιακής εργασίας που μπορεί να αυξηθεί ελάχιστα. Έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε ότι υφίσταται ένας σχετικός αυτοέλεγχος του φαινομένου σε σχέση με την δεκαετία του ‘90 που τα μαζικά ρεύματα των μεταναστών εισέρεαν με βάρκα την τύχη και με κατεύθυνση το άγνωστο. Αυτό όμως που μας απασχολεί ιδιαίτερα είναι οι εξωγενείς παράγοντες που επιδρούν στις θεσμοθετημένες πολιτικές, τους μεταναστευτικούς νόμους, την άσκηση κατασταλτικών πολιτικών και γραφειοκρατικών μέτρων για τον αποτελεσματικό έλεγχο του φαινομένου. Ξεκινώντας από το τελευταίο μπορούμε να πούμε ότι και εδώ τα πράγματα έχουν αλλάξει κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή η πολιτική χαράσσεται από τα κέντρα εξουσίας με διαφορετικά πολιτικά μέσα και μέτρα.

Στην δεκαετία του ‘90 δηλαδή στα πρώτα 10 χρόνια της μαζικής ροής των μεταναστών από τις χώρες του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ, στο επίκεντρο της κοινής γνώμης, των μέσων ενημέρωσης, του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους βρισκόταν κυρίως ο Αλβανός μετανάστης που αποτελούσε την μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα σε σχέση με τους άλλους μετανάστες και οι οποίοι ίσως ήταν οι μόνοι που είχαν κάνει την εμφάνισή τους μαζικά σε δημόσιους χώρους, οι οποίοι δεν είχαν βάσεις στέγασης ή δικούς τους ανθρώπους ώστε να εξασφαλίσουν την διαμονή τους και σταδιακά να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Ήταν τα χρόνια που η μαύρη εργασία εκδηλωνόταν με τις πιο έντονες μορφές της, καθώς οι μετανάστες απασχολούνταν πολλές ώρες την ημέρα με ένα ελάχιστο μεροκάματο χωρίς κοινωνική ασφάλιση και δωρεάν ιατρική περίθαλψη εκτεθειμένοι έτσι στην πιο άγρια εκμετάλλευση από τα αφεντικά. Επίσης τα ΜΜΕ παρουσίαζαν μια εικόνα του αλβανού μετανάστη ως επικίνδυνου για την εσωτερική ασφάλεια, ως εξωτερικής απειλής του έθνους, ως βάρβαρου απολίτιστου και εγκληματία, πράγμα που τροφοδότησε ένα κλίμα ξενοφοβίας και ρατσισμού που σε πολλές περιπτώσεις εκδηλωνόταν με βία. Η πολιτική πρακτική του κράτους επικεντρωνόταν σε αστυνομικά κατασταλτικά μέτρα μέσω των επιχειρήσεων σκούπα, των απελάσεων και της φυσικής εξόντωσης στα συνοριακά περάσματα, πρακτικές οι οποίες πλήθαιναν κάθε φορά που οι κυβερνήσεις επιδίωκαν να εμπεδώσουν το ιδεολόγημα της ασφάλειας στους ντόπιους ή κάθε φορά που ήθελαν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από τις πολιτικές αλλαγές που επιδίωκαν στην ευρύτερη εσωτερική πολιτική. Από την άλλη το φαινόμενο τράβαγε την προσοχή της ελληνικής κοινωνίας επειδή τα ρεύματα μεταναστών ήταν μαζικά άλλα και λόγω του ότι η ίδια δεν είχε εξοικειωθεί στο παρελθόν με το φαινόμενο της μετανάστευσης. Το φαινόμενο εκλήφθηκε ως περαστικό, προσωρινό και αναστρέψιμο που θα διαρκούσε το πολύ μερικά χρόνια. Η αντίληψη αυτή ενίσχυσε το φαινόμενο της περιθωριοποίησης σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι παραπάνω παράγοντες οδήγησαν στην απομόνωση και την περιθωριοποίηση των μεταναστών σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο εμποδίζοντας έτσι την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας και στην παροχή βασικών ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Η επίσημη πολιτική του κράτους θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ήταν χοντροκομμένη και εξ ολοκλήρου κατασταλτική, αυστηρή και απάνθρωπη. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια ώστε η κρατική πολιτική να εξελιχθεί με άλλες μορφές και τρόπους. Πλέον οι πρακτικές είναι πιο φιλοσοφημένες και ευέλικτες, πιο αποτελεσματικές μακροπρόθεσμα και πιο σταθερές ως προς τον βασικό σκοπό: να ελέγχεται πολύ καλά κυρίως σε νομικό και εργασιακό επίπεδο η μετανάστευση ώστε να παράγονται θετικά οικονομικά αποτελέσματα και να χαλιναγωγούνται συμπεριφορές. Το έτος 1998 επέφερε για πρώτη φορά την χάραξη και την άσκηση αυτής της μορφής κρατικής πολιτικής ώστε να υλοποιηθεί αυτός ο σκοπός. Με τους μεταναστευτικούς νόμους που έχουν ψηφιστεί από το 1998 έως τον τελευταίο του 2007 (ν. 3536) το κράτος και οι εκάστοτε κυβερνήσεις επιδίωκαν να παρουσιάζουν ένα ανθρωπιστικό προφίλ, ότι δήθεν διακατέχονται από αντιρατσιστικές λογικές και πρακτικές και ότι επιτελούν κοινωνικό έργο, πράγμα το οποίο γέννησε ελπίδα σε ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών που ως εκείνη την στιγμή βίωνε μεγάλη ανασφάλεια. Στην ουσία η επιδίωξη του κράτους είναι να υπάρχει σχέδιο, υπολογισμός και αποτελεσματικός έλεγχος του φαινομένου. Είναι επιτακτική ανάγκη πλέον και της ευρωπαϊκής ένωσης και των επιμέρους κρατών να ληφθούν νέα μέτρα για να επιτελεστεί αυτός ο σκοπός με ενιαίο τρόπο στο χώρο της ευρωπαϊκής ένωσης. Η μετανάστευση πρέπει να είναι πλέον ένα φαινόμενο μετρήσιμο, ελεγχόμενο από τους γραφειοκρατικούς κρατικούς μηχανισμούς για να είναι πιο αποδοτική και αυτή η δυναμική να περιορίζεται μέσα στα όρια που επιβάλλει το κράτος. Πλέον επικρατεί η λογική κυρίως να εκμεταλλευτεί το κράτος στο μάξιμουμ την δυναμική αυτή ως προς τα οικονομικά συμφέροντα του κεφαλαίου, να μην ασκείται άσκοπη βία και να εξασφαλίζει τον κοινωνικό έλεγχο, την τάξη και την ασφάλεια. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός του κράτους, το τελευταίο δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στην λογική του μαστιγίου που επικρατούσε αρκετά χρόνια. Ο υπολογισμός, ο κοινωνικός και ο γραφειοκρατικός έλεγχος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν τεθεί ένα πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μέσα στο οποίο να λειτουργούν οι ίδιοι οι μετανάστες. Η παροχή ελάχιστων δικαιωμάτων έστω και αν αυτά μένουν στο γράμμα του νόμου δημιούργησε στους μετανάστες μια αίσθηση ασφάλειας για τους ίδιους και για το μέλλον της οικογένειάς τους. Καλλιέργησε το έδαφος ώστε να εξασφαλίζουν ως ένα βαθμό μια θέση εργασίας, στέγαση με πιο ανθρώπινες συνθήκες και να μην αισθάνονται συνεχώς τον φόβο της απειλής επειδή ήταν παράνομοι. Έχοντας εξασφαλίσει τα ελάχιστα οι μετανάστες μπορούσαν πιο εύκολα να αφήσουν τους δρόμους και τους δημόσιους χώρους και να επιδιώκουν μία ήσυχη και ατομικιστική ζωή, ζώντας με νομιμοφροσύνη και υπακοή. Αυτό όμως που εξασφαλίστηκε προς όφελος του κράτους ήταν η τάξη και ασφάλεια. Ήξεραν πολύ καλά ότι ο δρόμος απειλεί και αυτός ο κόσμος που μέχρι χθες δεν είχε να χάσει τίποτα και το σπίτι του ήταν οι δημόσιοι χώροι, σήμερα είναι διασφαλισμένο ότι ζει φρόνιμα στο σπίτι του και στο ατομικό του μικρόκοσμο. Η πολιτική του καρότου είχε ήδη αρχίσει πράγμα που σήμαινε: αν θέλεις να δουλεύει για σένα κάποιος και να είναι υπάκουος δώσε να φάει κάτι, έστω κάποια δικαιώματα, να εξασφαλίσει την ασφάλειά του για το μέλλον και ύστερα να φοβάται ανά πάσα στιγμή να τα χάσει, γιατί έτσι πιστεύει ότι θα χάσει όλα τα κεκτημένα. Διαμορφώθηκε ένα κλίμα που εγκλώβισε τους μετανάστες στην λογική να διαφυλάξουν με οποιοδήποτε τίμημα ό,τι τους έδωσαν. Με αυτό τον τρόπο ο μετανάστης μεταπηδάει σε μια άλλη κοινωνική πραγματικότητα, από την πραγματικότητα που δεν είχε να χάσει τίποτα και δεν φοβόταν ότι θα χάσει κάτι (εκτός από το να τον στείλουνε στα σύνορα και να ξαναγυρίσει) σε μια πραγματικότητα που του «υπόσχεται πολλά» και εγκυμονεί τουλάχιστο «δυνατότητες» και «ευκαιρίες».

Αυτή η λογική φαίνεται ξεκάθαρα στους νόμους, στις υπουργικές αποφάσεις, στα προεδρικά διατάγματα και στις εγκυκλίους που κάθε φορά τροποποιούνταν σύμφωνα με τα συμφέροντα του κράτους. Έτσι πιο συγκεκριμένα οι νόμοι έδιναν παρατάσεις όταν μεγάλο κομμάτι των μεταναστών δεν είχε την δυνατότητα να διατηρήσει την νομιμότητά του για διαφορετικούς λόγους. Έπρεπε ο μετανάστης να πληρώσει αδρά για να παραμείνει νόμιμος ή για να «κάνει χαρτιά» από την αρχή. Πρέπει να πληρώσει για την ασφάλισή του δηλαδή πρέπει να πληρώσει και για την δουλειά που κάνει. Και όλα αυτά στο όνομα του δικαιώματος της νομιμοποίησης. Αυτό το δικαίωμα απέκτησαν πρωτίστως οι μετανάστες, ένα δικαίωμα που θα έπρεπε να κρατήσουν με νύχια και με δόντια, να είναι τυπικοί γι’ αυτό, να προσέχουν, να μην κάνουν λάθη, να έχουν το νου τους, να πληροφορούνται για οποιεσδήποτε αλλαγές του νόμου, να είναι σε εγρήγορση. Άπαξ και χάνεις αυτό χάνεις το μέλλον και το πισωγύρισμα στην ίδια θέση, στη θέση του «χωρίς χαρτιά» θα ήταν αυτοκτονία. Έτσι ο μετανάστης δεν μπορεί να πει ότι δεν με νοιάζει, κάτι θα γίνει. Πλέον σκέφτεται διαφορετικά. Φοβάται και αγχώνεται να τα χάσει όλα αυτά γι’ αυτό θα πρέπει να υπακούει στο νόμο και να ανταποκρίνεται ανά πάσα στιγμή στους όρους του.

Με βάση τα παραπάνω θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι μετανάστες βρίσκονται στα πρώτα σκαλοπάτια της κοινωνικής ένταξης. Η κοινωνική ένταξη, η ενσωμάτωση, η αφομοίωση είναι σίγουρα ο στρατηγικός στόχος του κράτους. Η περιθωριοποίηση και απομόνωση δεν συμφέρει. Φέρνει κινδύνους και ελαχιστοποίηση του ελέγχου. Αυτό δεν εξυπηρετεί την κρατική πολιτική από πολιτικής και οικονομικής άποψης. Μπορεί να γίνει εστία ανυπακοής και εξεγέρσεων από την μία και ελαχιστοποίησης του κέρδους από την άλλη. Όσοι δεν εντάσσονται βρίσκονται στους δρόμους. Οι αλβανοί και οι άλλοι μετανάστες που είχαν έρθει από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες δεν είναι πια στους δρόμους. Απέκτησαν κάποια δικαιώματα που προαναφέραμε και σταδιακά εξασφαλίζουν ένα δυτικό τρόπο ζωής ενισχυμένοι σε αυτό από την ιδιοσυγκρασία τους να υιοθετήσουν δυτικά πρότυπα και νοοτροπίες, πράγμα το οποίο το ονειρεύονταν όταν βρίσκονταν στο καθεστώς των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ.

Τα κέντρα εξουσίας μελέτησαν το φαινόμενο από όλες τις πλευρές και ανέλαβαν δράση. Κωδικοποίησαν και τυποποίησαν, την ηλικία, μόρφωση, εργασία, το φύλο κτλ.. Μόνο έτσι μπορούσαν να κατηγοριοποιήσουν, για να δούνε τι κερδίζουνε και τι χάνουν. Παλαντζάρανε ανάμεσα στον γραφειοκρατικό έλεγχο του φαινομένου και την μαύρη εργασία. Νομιμοποίηση σήμαινε έλεγχος της μετανάστευσης που ως ένα βαθμό καταπολεμά την μαύρη εργασία εφόσον ο εργοδότης θα είναι πλέον υποχρεωμένος να παρέχει κάποια κοινωνικά δικαιώματα, όμως δεν την εξαλείφει. Στην πραγματικότητα όμως παιζόταν ένα παιχνίδι που πάντα χαμένος έβγαινε ο μετανάστης. Ο εργοδότης δεν τον κάλυπτε ασφαλιστικά ή στην καλύτερη περίπτωση του πλήρωνε λίγες ημέρες ασφάλισης, με αποτέλεσμα ο μετανάστης να μην μπορεί να βγάλει χαρτιά. Από την άλλη το κράτος προσπαθούσε να καλύψει το κενό δίνοντας το «δικαίωμα» στο μετανάστη να εξαγοράζει ό,τι δεν του παρείχε το αφεντικό, δηλαδή ένσημα και όσο καιρό πάλευε για τα έγγραφά του το αφεντικό του έλεγε θα τα τακτοποιήσουμε όλα όταν θα βγάλεις τα έγγραφα. Αυτό το παιχνίδι δεν έχει τελειωμό. Ο απολογισμός μονάχα ελπιδοφόρος δεν θα μπορούσε να ήταν. Το κράτος έτριβε τα χέρια του και τα αφεντικά δεν είχαν να χάσουν τίποτα. Χαρακτηριστικό είναι ότι όλοι οι νόμοι και σήμερα συνδέουν το δικαίωμα νόμιμης διαμονής με την εργασία και τη διατήρηση του δικαιώματος με τα ένσημα. Στην πράξη μάλιστα μιλάμε για δυνατότητα μόνο εξαρτημένης εργασίας. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο. Όποιος πληρώνει και εργάζεται μπορεί να μείνει. Η τρίτη ηλικία πετάγεται έξω. Επιβαρύνει κατά πολύ το σύστημα υγείας, χωρίς να τροφοδοτεί με χρήμα κανένα ασφαλιστικό ταμείο.

Η σημερινή πραγματικότητα όμως μας δίνει νέα δεδομένα. Πλέον μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στο επίκεντρο βρίσκονται οι πρόσφυγες από της τριτοκοσμικές χώρες που καταφτάνουν στα σύνορα της Ελλάδας, που αποτελούν και τα σύνορα της Ευρώπης, κυρίως με καραβιές και που είναι αυτοί τώρα που κάνουν την εμφάνισή τους σε δημόσιους χώρους (και όποιος βρίσκεται στους δρόμους εν δυνάμει αποτελεί απειλή και είναι επικίνδυνος) πράγμα που δημιουργεί ένα αίσθημα απειλής για τους ντόπιους αλλά και συναγερμό για τους κρατικούς μηχανισμούς. Ενώ τα πρώτα χρόνια το φαινόμενο της μετανάστευσης αντιμετωπιζόταν κυρίως με αστυνομικά μέτρα και απελάσεις σήμερα τα ίδια εργαλεία χρησιμοποιούνται για τους πρόσφυγες όπως είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και απελάσεις αν λάβουμε υπόψη μας ότι η δυνατότητα ένταξης του πρόσφυγα στο στάτους του πολιτικού πρόσφυγα είναι μηδενική. Ο πρόσφυγας πρέπει να γλιτώσει από τις δολοφονικές πρακτικές των συνοριακών φυλάκων (είτε σε χερσαία είτε σε θαλάσσια σύνορα), να αντέξει την κράτηση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε άθλιες συνθήκες, να υπομείνει την εξευτελιστική διαδικασία υποβολής ασύλου, για να λάβει τελικά μια απάντηση από τις αστυνομικές αρχές ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα (ποσοστό αναγνώρισης σε πρώτο βαθμό το 2007: 0,04%). Η κατασταλτική πολιτική του κράτους πλέον είναι πιο οργανωμένη και με τη σφραγίδα της ευρωπαϊκής ένωσης που οχυρώνει τα σύνορά της. Η τελευταία ευρωπαϊκή οδηγία που εναρμονίζει τις διαδικασίες απέλασης των ευρωπαϊκών κρατών, η ανάθεση της φύλαξης των ευρωπαϊκών θαλασσίων συνόρων στη Frontex και η διαρκής οικονομική υποστήριξη της Ελλάδας από το ευρωπαϊκό ταμείο για να χτίζει νέα στρατόπεδα κράτησης, δείχνουν ότι η κρατική πολιτική είναι πια πιο ώριμη και στιβαρή στην επίθεσή της κατά των ροών των προσφύγων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το μόνο καταφύγιο επιβίωσης για αυτούς τους ανθρώπους είναι οι ομοεθνείς τους, τα μέλη της εθνικής τους κοινότητας, με τα οποία – το πιο βασικό – έχουν κοινή γλώσσα.

Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η κοινωνική θέση των μεταναστών και των προσφύγων δεν έχει αλλάξει. Αυτό που φαίνεται στο πέρασμα των χρόνων είναι ότι σε γενικές γραμμές οι μετανάστες βρίσκονται αντιμέτωποι με την παραφουσκωμένη κρατική γραφειοκρατία, η οποία καθορίζει το βαθμό ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία και από την άλλη οι πρόσφυγες είναι στο στόχαστρο των πολιτικών εγκλεισμού και καταστολής, χωρίς καμία πρόσβαση σε ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Είναι προφανείς οι παραπάνω αλλαγές στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο όμως αυτό δεν σημαίνει ότι για τους μετανάστες πέρασαν πια οι μέρες ταλαιπωρίας. Ενώ οι μετανάστες από τις πρώην ανατολικές χώρες σταδιακά μεταπήδησαν σε ένα άλλο επίπεδο της κοινωνικής κλίμακας, βεβαίως προς τα πάνω, στην προηγούμενη θέση τους τους διαδέχθηκαν οι πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, Ιράκ κτλ.

Σαφώς αυτή η πραγματικότητα ως ένα βαθμό επηρεάζει και τη συλλογική δράση των μεταναστών. Όσον αφορά στη συλλογικότητά μας, το ζήτημα της νομιμοποίησης και της κοινωνικής ένταξης ήταν στον πυρήνα της δράσης μας τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της. Σταδιακά ωστόσο το ενδιαφέρον των μεταναστών για συλλογική αντιμετώπιση του ζητήματος και αναζήτηση συλλογικών λύσεων άρχισε να συρρικνώνεται. Τη θέση του συλλογικού καταλάμβανε ολοένα και περισσότερο το ατομικό. Πλέον ο κάθε μετανάστης είχε αρχίσει από τη μία να εξοικειώνεται με τα προβλήματα της κοινωνικής ένταξης και της νομιμοποίησης και από την άλλη είχε καταφέρει να οικοδομήσει ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων με έλληνες που του πρόσφερε την ελπίδα ή και την πραγματική δυνατότητα να επιλύσει το όποιο πρόβλημά του σε ατομικό επίπεδο. Ο κάθε μετανάστης δηλαδή είχε κάνει κάποια βήματα κοινωνικής ένταξης μόνος του και συνεχίζει μόνος.

Είναι λοιπόν πλέον σαφές ότι η νομιμοποίηση δεν είναι πια ένα ζήτημα που μπορεί να συσπειρώσει και να εμπνεύσει αγώνες ενός μεταναστευτικού κινήματος. Αυτοί οι αγώνες έχουν πια άλλη στοχοθεσία. Απειλή για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που μόνο με συλλογικό τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί είναι ο κρατικός και ο κοινωνικός ρατσισμός, η αστυνομική βία, οι επιχειρήσεις σκούπα, η καταστολή στα συνοριακά περάσματα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που σε καθημερινή βάση απειλούν την ίδια τη ζωή τους. Είναι η οικονομική εξαθλίωση και η καθημερινή εκμετάλλευση από τα αφεντικά.

Έχουμε πλέον επιλέξει να συστεγαστούμε με άλλες συλλογικότητες προσφύγων και μεταναστών στη «Γέφυρα», με σκοπό να συνευρεθούμε και να συντονίσουμε τη δράση μας, βαθαίνοντας παράλληλα τις σχέσεις μας και δημιουργώντας γέφυρες επικοινωνίας. Μέσα από τον αλληλοσεβασμό, την άμεση επικοινωνία, οι γέφυρες αυτές γίνονται αφορμή για το πέρασμα πολλών ανθρώπων και συλλογικοτήτων, οι οποίοι θα καταλάβουν ότι ούτε η γλώσσα, ούτε η καταγωγή, ούτε το χρώμα μπορούν να μας χωρίσουν, γιατί αυτό που μας ενώνει είναι η ταξική μας γλώσσα και από κοινού μπορούμε να παλέψουμε για τα προβλήματά μας. Μόνο έτσι θα μπορούμε να ποντάρουμε στην λογική μιας ανοικτής συνεύρεσης προσφύγων και μεταναστών που θα δημιουργήσει το έδαφος για την δημιουργία ενός μεταναστευτικού – προσφυγικού κινήματος που θα αναπτύξει τον δικού του ανεξάρτητο και αγωνιστικό λόγο, που θα υιοθετήσει πρακτικές αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με τους μηχανισμούς του κράτους και τα αφεντικά που απειλούν και εκμεταλλεύονται στο έπακρο τους μετανάστες και πρόσφυγες, που σε καμία περίπτωση δεν θα επιδιώκει να διαμεσολαβηθεί από τα κέντρα εξουσίας, που θα υπερασπίσει την αξιοπρέπειά μας. Πλέον οι προσπάθειές μας τείνουν προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί μόνο έτσι θα μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα διαφορετικό καλύτερο αύριο.

Φόρουμ αλβανών μεταναστών
fesh.group@gmail.com
Σπυρίδωνος Τρικούπη 21 – Εξάρχεια



Αθήνα Νοέμβριος 2008

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ