31/3/08

Ασφαλιστικό: συνολική μάχη, βαθιά συμπεράσματα

Τρεις μήνες, τρεις πανελλαδικές απεργίες, πολυήμεροι αγώνες σε μια σειρά από κλάδους, μεγάλες διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα. Αναμφισβήτητα η μάχη του ασφαλιστικού αποτελεί ένα πεδίο εξαγωγής κρίσιμων πολιτικών συμπερασμάτων.

Του Βασίλη Μηνακάκη

H αναμέτρηση γύρω από το ασφαλιστικό -με τον παρατεταμένο, γενικευμένο και βαθύ χαρακτήρα της, και με δεδομένο ότι είχε αναγορευτεί τόσο από τη ΝΔ, την ΕΕ και το κεφάλαιο όσο και από το εργατικό κίνημα ως «μητέρα των μαχών»- είναι μία από εκείνες τις «στιγμές» της ταξικής πάλης που αναδεικνύουν βαθύτερες διεργασίες για τη στρατηγική και τακτική των αντιμαχόμενων στρατοπέδων, για την κατάσταση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, για τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς και τις τάσεις τους, κι ακόμη μία από εκείνες τις αναμετρήσεις που αφήνουν βαθύτερα ίχνη στους συσχετισμούς, καθώς και στη συνείδηση των εργαζομένων.

Κάθε ανήσυχος αγωνιστής, κάθε μαχόμενος εργάτης, κάθε αριστερός οφείλει, συνεπώς, να αντιμετωπίσει με τέτοια απαιτητικότητα το «πώς», το «γιατί», το «τι» και το «μετά» της τρίμηνης αναμέτρησης. Επίσης, οφείλει να αντιμετωπίσει αυτά τα ερωτήματα όχι με ελληνοκεντρική οπτική, αλλά συνδυάζοντας την ελληνική εμπειρία με εκείνη ανάλογων μαχών στη Γαλλία ή στην Ιταλία. Όχι εστιάζοντας μόνο στην αναμφίβολα αυξημένη μαζικότητα των απεργών και των συγκεντρώσεων, αλλά σκύβοντας πιο βαθιά και πιο «κάτω», στο τι έγινε στους εργασιακούς χώρους, στα εργοστάσια, στα σούπερ μάρκετ, στα γκέτο του ιδιωτικού τομέα (πράγμα που δεν μπορεί να γίνει στο παρόν κείμενο, ωστόσο είναι εξαιρετικά αναγκαίο). Τέλος, όχι εγκλωβιζόμενος στενά στο θερμό αυτό τρίμηνο, αλλά τοποθετώντας τις εμπειρίες του στο φόντο της ενδιαφέρουσας κι ελπιδοφόρας –όσο και αντιφατικής- αναζωογόνησης της συλλογικής αγωνιστικής δράσης, που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, άλλοτε με γενικευμένο τρόπο κι άλλοτε σε επιμέρους χώρους, όπως ήταν οι δάσκαλοι, οι φοιτητές, τα λιμάνια, οι ΟΤΑ ή η ΔΕΗ.

Αντιμετωπίζοντας, με ένα τέτοιο πρίσμα τους αγώνες, μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα πρώτο ζήτημα. Η μαζικότητα και η επιμονή τους δεν έχει να κάνει μόνο με το ασφαλιστικό. Υπάρχει ήδη ένα εκρηκτικό πλέγμα που συνθέτει το σύγχρονο «κοινωνικό ζήτημα»: λιτότητα και ακρίβεια, ελαστική εργασία και ανεργία, εργοδοτική και κρατική καταπίεση, κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης, ιδιωτικοποίηση-αγοραιοποίηση των κοινωφελών υπηρεσιών, της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και των δημόσιων χώρων, πλήρης παράδοση της γνώσης και της διαμόρφωσης των εργασιακών ικανοτήτων στο κεφάλαιο. Το πλέγμα αυτό είναι τρομακτικό και αλληλοδιαπλεκόμενο, ώστε η αναμέτρηση στην τάδε ή τη δείνα πλευρά του (εν προκειμένω στο ασφαλιστικό) να αποτελεί πεδίο έκφρασης μιας γενικότερης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Πράγμα που σημαίνει ότι σε τέτοιες στιγμές, το εργατικό κίνημα έχει ελπίδες νίκης μόνο αν δίνει μεν τη μάχη στο συγκεκριμένο, αλλά στο όνομα του συνολικού.

Η μεγάλη μάχη του ασφαλιστικού

Οι κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό κατέγραψαν ορισμένα νέα και ελπιδοφόρα χαρακτηριστικά: αυξημένη μαζικότητα στις απεργίες και στις συγκεντρώσεις, επιμονή, επανεμφάνιση σε διαδηλώσεις μαζικών μπλοκ σωματείων, αξιοποίηση μαχητικών μορφών πάλης, περισσότερες απεργιακές φρουρές, έλλειψη φαινομένων κοινωνικού αυτοματισμού, διάθεση καταδίκης τόσο των νεοδημοκρατικών όσο και των πασοκικών αντιασφαλιστικών πεπραγμένων. Τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίστηκαν λίγο πολύ (με διαφορετική ποιότητα και μαζικότητα, βέβαια) σε όλες τις συνιστώσες του κινήματος, τόσο σε εκείνες που κινούνταν γύρω από τη ΓΣΕΕ ή από το ΠΑΜΕ, όσο και σε αυτή που κινούνταν σε μια κατεύθυνση ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος.

Όλα αυτά είναι άμεσα ορατά σε μια πρώτη ανάγνωση των κινητοποιήσεων. Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε και ορισμένες άλλες πλευρές.

Καταρχήν, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο και τα αιτήματα της πάλης, κυριάρχησε –όπως ήταν φυσικό- το «να μην περάσει το νομοσχέδιο Πετραλιά» και το «κάτω τα χέρια από τα ταμεία». Αυτά ήταν ο ενοποιητικός κρίκος που έβγαλε χιλιάδες εργαζόμενους στο δρόμο. Ωστόσο, συχνά το «να μην περάσει» χρωματιζόταν από το «να μην περάσει κατά βάση για τον κλάδο μας», προσδίδοντας στην πάλη άλλοτε άλλης βαρύτητας συντεχνιακό χαρακτήρα. Σε άλλες περιπτώσεις, μάλιστα, το «κάτω τα χέρια από τις κατακτήσεις» κατέληγε να βαφτίζει συλλήβδην ως «κατάκτηση» την προ Πετραλιά ασφαλιστική κατάσταση – δηλαδή την κατάσταση που έχουν διαμορφώσει οι νόμοι Σιούφα-Ρέππα.

Παρότι, όμως, η προ Πετραλιά κατάσταση κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν (μέση σύνταξη στο ΙΚΑ 624 ευρώ, ένας στους πέντε ανασφάλιστος, χρέη εργοδοτών κ.λπ.) και παρότι η πολιτική ψυχολογία των εργαζομένων στρεφόταν κατά της ΝΔ αλλά και κατά του αντιασφαλιστικού πλαισίου του ΠΑΣΟΚ, δεν σφράγισε τις κινητοποιήσεις ο συνδυασμός του «να μην περάσει» με το «κατάργηση των νόμων Ρέππα-Σιούφα». Όχι μόνο αυτό, η ΓΣΕΕ επέμενε να θεωρεί το νόμο Ρέππα «κατάκτηση του συνδικαλιστικού κινήματος» και η Αυτόνομη Παρέμβαση και ο ΣΥΡΙΖΑ επέμεναν να ζητούν κατάργηση απλώς των διατάξεων που κατηγοριοποιούν τους εργαζόμενους.

Επιπλέον, απουσίαζαν (ή ήταν σε δεύτερο και τρίτο πλάνο και διατυπώνονταν μόνο από τη ριζοσπαστική Αριστερά και ορισμένα και από το ΠΑΜΕ) τα αιτήματα που θα σηματοδοτούσαν ένα ρήγμα στην αστική στρατηγική, μια τάση βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων και θα ανέστρεφαν την υπέρ του κεφαλαίου αναδιανεμητική λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος. Τέτοια αιτήματα –και αναφέρουμε εδώ τα πιο ευλογοφανή- είναι η επιστροφή των καταληστευθέντων πόρων της περιόδου 1950-80 (που θα τριπλασίαζε τα αποθεματικά των ταμείων), του χρηματιστηριακού σκανδάλου και των δομημένων, η άμεση είσπραξη των οφειλόμενων από τους εργοδότες, η αύξηση της εργοδοτικής και κρατικής συνεισφοράς, η αποφασιστική βελτίωση των συντάξεων, η μείωση των ορίων συνταξιοδότησης. Πολύ περισσότερο απουσίαζαν τα αιτήματα και η κατεύθυνση που θα έβλεπε πέρα από το «κράτος πρόνοιας» του χθες, αναδεικνύοντας το ασφαλιστικό σύστημα που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι και όχι το πλαίσιο της προηγούμενης καπιταλιστικής φάσης.

Τέλος, παρότι το ασφαλιστικό ήταν δέσμευση της ΝΔ προς την ΕΕ, ανάλογες αλλαγές προωθούνται και σε άλλες χώρες μέλη της, το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι πασιφανής λαιμητόμος των δημόσιων δαπανών υπέρ της ασφάλισης, το τζογάρισμα των αποθεματικών στο χρηματιστήριο αποτελεί σαφή κατεύθυνση ευρωπαϊκών οδηγιών –παρότι εν ολίγοις, είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι είναι αδύνατο να υπάρξει αποτελεσματική αντίσταση στον ασφαλιστικό καιάδα χωρίς απόκρουση-ανυπακοή στις επιλογές της ΕΕ, το στοιχείο αυτό ήταν από αναιμικό έως ανύπαρκτο τουλάχιστον στη γραμμή της ΓΣΣΕ και στη συνείδηση της πλειοψηφίας των αγωνιζόμενων. Όχι μόνο αυτό, σε ορισμένες περιπτώσεις το «ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος» (αλλιώς το αναδιανεμητικό σύστημα) βυθιζόταν σε μια ταξική κολυμπήθρα του Σιλωάμ και γινόταν ο ορίζοντας των εργατικών διεκδικήσεων – και μάλιστα ένας ορίζοντας που βρισκόταν δήθεν σε ανταγωνισμό με το νεοφιλελεύθερο κεφαλαιοποιητικό μοντέλο των ΗΠΑ και της Αγγλίας.

Σε ό,τι αφορά την οργάνωση της πάλης, έχει ενδιαφέρον το εξής: τόσο το ΠΑΜΕ όσο και ο αστικοποιημένος γραφειοκρατικός συνδικαλισμός (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ομοσπονδίες, αλλά και σωματεία) αρκέστηκαν σε ένα μοντέλο αγώνα που αποφασιζόταν, σχεδιαζόταν, καθοδηγούνταν και οργανωνόταν από «τα πάνω», από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Παρότι είχε διαφανεί ήδη από την απεργία του Δεκέμβρη και από τις κόντρες στη ΔΕΗ και τους ΟΤΑ μια διάθεση αυξημένης συμμετοχής των εργαζομένων και των νέων, οι συνελεύσεις των σωματείων και οι διαδικασίες στους τόπους δουλειάς έμοιαζαν με πολυτέλεια. Οι εργαζόμενοι απλώς ακολουθούσαν τις κεντρικές κινήσεις (τις οποίες συχνά πληροφορούνταν από τα ΜΜΕ), χωρίς να έχουν λόγο, να συζητούν, να αποφασίζουν, να σχεδιάζουν ουσιαστικά. Η έλλειψη αυτού του στοιχείου, όμως, είναι καταλυτική –και συνάμα καταστροφική- για τέτοιες μάχες, μιας και η άμεση εμπλοκή των εργαζομένων σε όλες τις στιγμές του αγώνα (ζύμωση, συλλογική συζήτηση, συναπόφαση, υλοποίηση) είναι απαράβατος όρος για τη νίκη της εργατικής πλευράς.

Αντίστοιχο πρόβλημα υπήρξε και σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό, τις μορφές και την κλιμάκωση της πάλης. Με εξαίρεση τη ΔΕΗ και τους ΟΤΑ, που υπήρχε μια διαρκής κινητικότητα, έλειπε ένα πραγματικό αγωνιστικό σχέδιο νίκης, που θα «γεμίζει» το χρόνο ανάμεσα στις τρεις πανεργατικές απεργίες με έναν πλούτο πολύμορφων κι εναλασσόμενων αγωνιστικών δραστηριοτήτων, κεντρικών ή μη, θα ενίσχυε τις αγωνιστικές διαθέσεις και την αποφασιστικότητα των εργαζομένων, θα συνέδεε τη μάχη του ασφαλιστικού με τις προηγούμενες (παιδεία, λιμάνια κ.ά) και τις επόμενες (ιδιωτικοποιήσεις, συλλογική σύμβαση). Μάλιστα, η έλλειψη αυτή δεν ήταν ορατή μόνο στη ΓΣΕΕ, ήταν και στο ΠΑΜΕ, που μπορεί να έκανε κάποιες απογευματινές συγκεντρώσεις, ωστόσο στο απεργιακό πεδίο ακολουθούσε το πρόγραμμα της ΓΣΕΕ (με μαζικούς, είναι αλήθεια όρους και με πολύ πιο προωθημένο από αυτήν πλαίσιο), αδυνατώντας να χαράξει (όπως έκανε σε ένα βαθμό το 2001) αυτοτελή απεργιακό σχεδιασμό, αλλά και (με άλλους όρους, βέβαια) στην αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Στον αντίποδα αυτής της κατάστασης βρέθηκαν δυο ενδιαφέρουσες εμπειρίες. Η πρώτη αφορά τη ΔΕΗ και τους ΟΤΑ και δείχνει ότι πραγματικός και πιεστικός απεργιακός αγώνας γίνεται όταν «μπλοκάρεται η παραγωγική, οικονομική και διοικητική μηχανή», όταν υπάρχει υλικό κόστος για το κεφάλαιο, το κράτος και το σύστημα, όταν έχει πραγματική ισχύ ο μαζικός αγωνιστικός εκβιασμός της συλλογικής εργατικής πάλης.

Η δεύτερη αφορά τα βήματα που έγιναν –για πρώτη φορά τόσο μαζικά και ευδιάκριτα- στο συντονισμό ταξικών αγωνιστικών σωματείων, που τους επέτρεψαν να εμφανιστούν, έστω αδύναμα και εμβρυακά, ως ένα διαφορετικό υπόδειγμα ταξικής αγωνιστικής δράσης. Και αυτό τόσο με τις διαδικασίες που ακολούθησαν (συνελεύσεις κ.λπ.) και τις πραγματικές μάχες που έδιναν στους χώρους δουλειάς, όσο και με τις διαδοχικές πρωτοβουλίες τους καθ’ όλη τη διάρκεια των αγώνων.

Εν τέλει, βέβαια, η κυβέρνηση της ΝΔ ψήφισε το νομοσχέδιο, γεγονός που ενισχύει στους κόλπους των εργαζομένων τους προβληματισμούς τόσο για τον ίδιο τον αγώνα όσο και για την επόμενη μέρα του και για το αν και πώς μπορούν να νικήσουν οι αγώνες. Μακριά από εμάς μια επιφανειακή λογική που, κρίνοντας από την ψήφιση του νόμου και μόνο, θα έβλεπε στην αναμέτρηση του ασφαλιστικού μια ήττα του εργατικού κινήματος (εξίσου επιφανειακή ήταν η λογική που έβλεπε στην περίπτωση της μη αναθεώρησης του άρθρου 16 μια νίκη, κι ας ματαιώθηκε αυτή η νίκη λίγους μήνες μετά από την ευρωπαϊκή οδηγία για τα κολέγια).

Η αντικαπιταλιστική Αριστερά και το ταξικό εργατικό κίνημα οφείλουν να κρίνουν κάθε αγώνα τόσο με υλικούς-κοινωνικούς όσο και με πολιτικούς-ιδεολογικούς όρους. Από αυτή την άποψη ποτέ –πολύ περισσότερο τώρα- τα πράγματα δεν ήταν «άσπρο μαύρο». Υπήρξαν αγώνες που κατέγραψαν επιτυχίες, ωστόσο στο επίπεδο της πολιτικής συνειδητοποίησης οδήγησαν σε βήματα προς τα πίσω, αγώνες που ηττήθηκαν από κοινωνική σκοπιά αλλά τροφοδότησαν διεργασίες ριζοσπαστικοποίησης και αριστερής πολιτικοποίησης, καθώς και αγώνες-υβρίδια των δύο αυτών καταστάσεων.

Προς ποια πλευρά ρίχνουν το βάρος τους οι κινητοποιήσεις του προηγούμενου τρίμηνου; Δύσκολο να απαντήσει ο οποιοσδήποτε. Και γιατί δεν έχουν χωνευτεί ακόμη όλες οι πλευρές του αγώνα, ούτε έχουν κατασταλλάξει στα μυαλά των εργαζομένων τα βαθύτερα συμπεράσματά τους. Αλλά και γιατί η εμπειρία των αγώνων δεν είναι μονοσήμαντη, είναι αντιφατική, ελπιδοφόρα αλλά και προβληματική, αναζωογονητικά μα και αβέβαιη. Και κυρίως, γιατί, οι εξίσου πιεστικές με το ασφαλιστικό μάχες της επόμενης μέρας προσφέρουν αλλεπάλληλα επίδικα (π.χ. συλλογικές συμβάσεις, αποκρατικοποιήσεις) στα οποία θα αποκαλυφθούν οι πραγματικές διεργασίες στο εργατικό κίνημα που τέθηκαν σε κίνηση στη μάχη του ασφαλιστικού.

Ταξική πρόκληση το περιεχόμενο της ΓΣΕΕ

Ο ρόλος της ΓΣΕΕ στην αναμέτρηση του ασφαλιστικού ήταν αναμφίβολα κυρίαρχος. Καθόριζε τις απεργιακές μέρες κι εμφανιζόταν ως εκφραστής των εργαζομένων και ως αντίπαλος της κυβέρνησης. Από αυτή την άποψη, το κύρος της εμφανίζεται ως ένα βαθμό αναβαθμισμένο.

Ωστόσο, αυτό ισχύει σε ένα πρώτο επίπεδο. Γιατί τόσο η τακτική όσο και –πολύ περισσότερο- οι θέσεις της κάθε άλλο παρά βρίσκονταν σε αρμονία με τις ανάγκες και τις αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζομένων, τροφοδοτώντας ισχυρότατα και μαζικά ρεύματα που κατανοούσαν ότι η αποτελεσματικότητα και η ουσιαστική οργάνωση της πάλης απαιτούσε υπέρβαση του πλαισίου και των μεθόδων πάλης της.

Καταρχήν, σε ό,τι αφορά τις θέσεις που διατύπωνε για το ασφαλιστικό –κάτι που λίγο συζητήθηκε, καθώς κυριάρχησε το «όχι στο νόμο»-, αυτές άγγιζαν τα όρια της ταξικής πρόκλησης. Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί το «ναι» στο σύστημα των τριών πυλώνων, το «όχι» στην επιστροφή των αποθεματικών, το «ζήτω» στο νόμο Ρέππα ή η θέση για νέο αποθεματικό, που θα χρηματοδοτηθεί και με τμήμα από τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων (μια θέση που έσπευσε να υιοθετήσει η κυβέρνηση Καραμανλή);

Δεύτερον, σε ό,τι αφορά την αγωνιστική τακτική, κυριάρχησαν τα στοιχεία τα οποία αναφέρονται στις διπλανές στήλες. Τα στοιχεία αυτά συναντιούνταν με τις αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζομένων, εντούτοις δεν μπορούσαν να τις αναπτύξουν (αν υποθέσουμε ότι η ΓΣΕΕ επιθυμούσε κάτι τέτοιο), συμβάλλοντας σε ένα κίνημα απόκρουσης και ανατροπής της κυβερνητικής επίθεσης.

Από αυτή την άποψη ήταν συμβολικό για την πολιτική στάση του αστικοποιημένου γραφειοκρατικού συνδικαλισμού τόσο τα άνοιγμα του κύκλου των κινητοποιήσεων για το ασφαλιστικό, που σφραγίστηκε από τη συμμετοχή στον «κοινωνικό διάλογο» της περιόδου Μαγγίνα, όσο και το κλείσιμό τους, που σφραγίστηκε από την υπογραφή της κατάπτυστης συλλογικής σύμβασης, η οποία χαρακτηρίστηκε από τον πρόεδρο του ΣΕΒ ως «υπόδειγμα κοινωνικής συναίνεσης». Βλέπετε ο φόβος του -και της ΓΣΕΕ, όμως- μήπως η «αναταραχή» του ασφαλιστικού επεκταθεί και στο πεδίο των συμβάσεων ήταν εξαιρετικά εμφανής και η υπογραφείσα σύμβαση μόνο αισθήματα ανακούφισης δημιούργησε στην τάξη που εκπροσωπεί ο κύριος Δασκαλόπουλος.

Το δύσκολο στοίχημα της ταξικής ενότητας

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των κινητοποιήσεων είναι ότι έφεραν σε ένα κοινό μετερίζι τα πιο διαφορετικά τμήματα των εργαζομένων. Ότι ακόμη και οι απεργίες της ΔΕΗ και των ΟΤΑ συνάντησαν την κοινωνική ανοχή ή και αλληλεγγύη και όχι τον «κοινωνικό αυτοματισμό». Αυτό δεν έγινε γιατί το κυρίαρχο αίτημα των απεργιών αυτών είχε ευρύτερο χαρακτήρα (κυριαρχούσε το «να μην ενοποιηθεί το ταμείο μας»), αλλά γιατί αντιμετωπίζονταν ως προκεχωρημένο φυλάκιο (του ευρύτερου μετώπου κατά του νομοσχεδίου. Αντίθετα, ο κος Σόμπολος, που εμφανιζόταν να σπάει το απεργιακό μέτωπο για να διασφαλίσει «ειδική μεταχείριση» για τα ταμεία του τύπου, εισέπραξε την κατακραυγή των συγκεντρωμένων στην τελευταία απεργία.

Το ζήτημα αυτό –που στην ουσία συνδέεται με την ενότητα της εργατικής τάξης και την υπέρβαση του συντεχνιασμού- απαιτεί πιο ενδελεχή διαπραγμάτευση, μιας και η πολυδιάσπαση των ταμείων, οι προωθούμενες αντεργατικές ενοποιήσεις της κυβέρνησης, η επιχειρηματολογία περί «άρσης των ανισοτήτων» όσο και η παρέμβαση της Α. Παπαρήγα για τους απεργούς της ΔΕΗ το έφεραν έντονα στο προσκήνιο.

Πέρα, λοιπόν, από το αυτονόητο «όχι στο νόμο», που ενοποιούσε τους πάντες, υπήρχε γραμμή ουσιαστικής ταξικής ενοποίησης και διεκδίκησης ενιαίων ασφαλιστικών δικαιωμάτων, που θα ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες και θα ενσωματώνουν-αναπτύσσουν τις ανώτερες κατακτήσεις που είχαν κάποια αποσπάσματα του εργατικού κινήματος; Δύσκολο να απαντήσουμε καταφατικά.

Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τα εξής: Δικαίως κινητοποιήθηκαν με ιδιαίτερο δυναμισμό τα εργατικά τμήματα που θίγονται με πιο άμεσο και εμφανή τρόπο (ΟΤΑ, ΔΕΗ, επιστήμονες κ.λπ.). Τι έγινε όμως με εκείνα που θίγονται με τον πιο βάρβαρο τρόπο (νεολαία, μετανάστες, ελαστικά εργαζόμενοι); Δικαίως αναδείχθηκαν οι ρυθμίσεις για τις μητέρες ανήλικων παιδιών (που αφορούν μερικές δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενων γυναικών). Πόσο έντονα και καθολικά αναδείχτηκε όμως η πιο βάρβαρη ρύθμιση του νόμου, που απαιτεί 100 ένσημα για να εξασφαλίσει κάποιος παροχές υγείας και θίγει 500.000 εργαζόμενους (από τους πιο «χτυπημένους» κοινωνικά); Λογικό ήταν να αποκρούεται η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μήπως όμως αυτό έπρεπε να συνοδευτεί από το αίτημα για μείωσή τους, που κυρίως αφορά τους νέους και ελαστικά εργαζόμενους. Λογικά ετέθη το να ανακληθούν οι ρυθμίσεις των νόμων Σιούφα-Ρέππα που κατακερματίζουν και κατηγοριοποιούν ασφαλιστικά τους εργαζόμενους, πόση δύναμη μπορεί να έχει αυτό όμως, χωρίς το αίτημα για συνολική κατάργηση των νόμων αυτών;

Ας μη φανταστεί κανείς πως αυτές οι πλευρές έχουν δευτερεύουσα σημασία. Φάνηκε αυτό όταν το 2005 οι τραπεζοϋπάλληλοι και το 2006 οι μηχανικοί έδωσαν (ανεπιτυχώς) τη μάχη ενάντια σε καίριες αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις απομονωμένοι από το υπόλοιπο εργατικό κίνημα κι αδυνατώντας -πέρα από την απλή έκφραση αλληλεγγύης- να συμβάλλουν σε βήματα οικοδόμησης ενός πανεργατικού μετώπου απόκρουσης και ανατροπής της επίθεσης, που όλα έδειχναν ότι ακολουθεί. Φάνηκε στην Ιταλία, όπου τα συνδικάτα υπέγραψαν με την κεντροαριστερή κυβέρνηση Πρόντι ένα απαράδεκτο πρωτόκολλο για την κοινωνική πρόνοια, το οποίο έθιγε αμυδρά τους άνω των 40 ετών εργαζόμενους αλλά σφαγίαζε τα ασφαλιστικά δικαιώματα των νεότερων.

Ελπίζουμε να μην επιβεβαιωθεί το επόμενο διάστημα, όταν τα 73 προεδρικά διατάγματα του νόμου Πετραλιά θα καρατομούν σαλαμωτά τα ασφαλιστικά δικαιώματα επιμέρους εργατικών τμημάτων, όταν έρθουν το ασφαλιστικό του δημοσίου και οι ρυθμίσεις για τα βαρέα. Ελπίζουμε, επίσης, σε αυτό το θέμα οι εργαζόμενοι να διδαχτούν από την απεργία των ΟΤΑ, όπου τα τμήματα των ελαστικά εργαζόμενων (που δεν καλύπτονταν από το αίτημα κάτω τα χέρια από το ταμείο μας, αλλά και δεν γίνονταν δεκτά στα περισσότερα σωματεία των μόνιμων) εξελίχθηκαν στο βασικό απεργοσπαστικό μηχανισμό που κινητοποίησαν η κυβέρνηση και ο δήμαρχος Αθηναίων.

Δημοσιεύτηκε στο Πριν στις 30 Μάρτη 2008

ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

Στους μεταγενέστερους - Μπ. ΜΠΡΕΧΤ